Πέμπτη, 12 Ιανουαρίου 2017 13:31

Οι χριστιανικές Εκκλησίες έναντι του φαινομένου της βίας

Γράφτηκε από την

 

Του μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου* 

Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Ο κύκλος αίματος της βίας και της επιθετικότητας καλύπτει πλέον τον παγκόσμιο κοινωνικό ιστό και συγχρόνως υπονομεύει την αλληλεγγύη και την κοινωνική συνοχή. Παράλληλα, εξαιτίας της ανασφάλειας, δημιουργούνται καταστάσεις ακραίων αντιδράσεων και ενεργειών, οι οποίες επίσης οδηγούν σε ανάλογα αποτελέσματα. 

Ο άνθρωπος καθημερινά έρχεται αντιμέτωπος με το φαινόμενο της βίας και έκπληκτος μπροστά στην ωμότητα, διερωτάται εύλογα: Σε τι οφείλεται αυτό το καταστροφικό φαινόμενο, με τον τυφλό και αδυσώπητο δυναμισμό, το οποίο σκορπά τον θάνατο, την απώλεια και την καταστροφή; Τι είναι αυτό το οποίο γεννά τη βία, την θεμελιώνει ανύποπτα και αλλοτριωτικά στον άνθρωπο και την καθιστά δύναμη καταστροφική για την κοινωνία; 

Οι απαντήσεις και οι ερμηνείες που έχουν δοθεί κατά καιρούς είναι διάφορες (ψυχολογικές, κοινωνιολογικές, θρησκευτικές), όλες όμως έχουν μία κοινή αφετηρία και βάση. Αιτία είναι ο τρόπος έκφρασης και έκφανσης μιας επιθετικότητας, η οποία υποκινείται από μία απάτη ιδεολογική, κοινωνική ή θρησκευτική και δημιουργείται με την ύπαρξη ή τη δημιουργία ενός κινδύνου (υπαρκτού ή ανύπαρκτου), εξαιτίας του οποίου προκαλείται συσπείρωση, εσωστρέφεια, συντηρητισμός και ατομισμός. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η βία, τόσο ως πράξη (δράση-αντίδραση), όσο και ως ιδεολογία να οδηγεί σε ενέργειες τέτοιες, οι οποίες επιδιώκουν την αποκλειστική επιβίωση του ατόμου ή μιας ομάδας έναντι όλων των άλλων, ενώ την υποστήριξη σε κάθε μορφή βίας μπορεί να προσφέρει το αντίστοιχο ιδεολογικό ή ιδεοληπτικό υπόβαθρο, με το οποίο αξιοποιείται επίσης η άγνοια, ο φόβος και ο παρορμητισμός.

Μέσα από αυτήν τη διαδικασία καταλυτικά και αποφασιστικά λειτουργεί και η εκμετάλλευση της θρησκευτικότητας ως μίας μορφής ιδεολογίας, η οποία γεννά το αντίστοιχο φαινόμενο της θρησκευτικής βίας και η οποία τις περισσότερες φορές εκδηλώνεται ως μερική ή καθολική απαξίωση προς την ανθρώπινη ζωή, ενώ παράλληλα λαμβάνει και διαστάσεις μεταφυσικής προσδοκίας και επιδίωξης.

Πέραν όμως όλων αυτών των ψυχολογικών ή κοινωνιολογικών ερμηνειών ή προσεγγίσεων και των καταβολών της βίας, στη θρησκευτική βία ιδιαίτερα εκείνο το οποίο συμβάλλει στην υποκίνησή της, έμμεσα ή άμεσα, είναι η πρόκληση από διάφορα κυκλώματα εξουσίας τεχνητών μορφών κοινωνικού αποκλεισμού και απομόνωσης. Αποτέλεσμα της τακτικής αυτής είναι αφενός να διαχέεται ο φόβος, ο πανικός και η αβεβαιότητα και αφετέρου να δημιουργούνται «κιβωτοί» σωτηρίας για τους εκλεκτούς μιας συγκεκριμένης θρησκείας ή θρησκευτικής κοινότητας, ενώ η αβεβαιότητα, ο φόβος και ο πανικός διαταράσσουν την ειρηνική συνύπαρξη διαφορετικών εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων ή ομάδων και προκαλούν παράλληλα και άλλα οφέλη, κυρίως οικονομικά και επενδυτικά. Είναι γνωστό ότι η ειρηνική συνύπαρξη των λαών δεν παράγει οικονομικά κέρδη και οικονομικά υποπροϊόντα, ενώ οι συγκρούσεις και οι πολεμικές συρράξεις αυξάνουν τον ανταγωνισμό, αφού απαιτούν εξοπλισμό και ζητούν νέα συστήματα ασφαλείας περισσότερο ακριβή αλλά και κοστοβόρα.

Ετσι λοιπόν στο όνομα μιας θρησκείας η βία έξωθεν μεν ενισχύεται από διάφορους παράγοντες, για λόγους οικονομικούς και πολιτικούς, έσωθεν δε καλλιεργείται ιδεολογικά με την παρανόηση του ρόλου και του σκοπού της θρησκείας ως αλήθειας και με την στανική τάση επιστροφής σε βιώματα του παρελθόντος, τα οποία οδηγούν σε μία οπισθοδρόμηση χωρίς προοπτική μέλλοντος, σε έναν δηλαδή δογματικό συντηρητισμό, σε μία τυπολατρία, σε έναν απομονωτισμό, σε μία εσωστρέφεια και στην απολυτότητα του μερικού, το οποίο συνθλίβει κάθε τι το διαφορετικό. Η επιβολή διά της βίας ενός συγκεκριμένου κοινωνικού μοντέλου και τρόπου ζωής μιας ομάδας, ενός δηλαδή μέρους της κοινωνίας στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, με εκφάνσεις φανατισμού και μισαλλοδοξίας, απαιτεί επιπλέον και την θρησκοληπτική θεμελίωση της θρησκείας ως μαγείας, τον απόλυτο πουριτανισμό, τον συντηρητισμό, τον προσηλυτισμό, τη θεοκρατία και τον επεκτατισμό, ένα δηλαδή θρησκευτικό μόρφωμα, στο οποίο ο άνθρωπος, με όλες του τις εκφάνσεις και λειτουργίες, αποτελεί μέρος και όργανό του, ενώ έχει απολέσει την ελευθερία του και την αυτοδιάθεσή του.

Και προβάλλει το ερώτημα: Τι μπορούν να απαντήσουν οι χριστιανικές Εκκλησίες σε αυτό το όλο και διογκούμενο φαινόμενο της βίας, το οποίο έχει λάβει πλέον παγκόσμιες διαστάσεις; 

Οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν το φαινόμενο με μία σύγχυση. Με μία πασιφανή έλλειψη ωριμότητας προς αντιμετώπιση του ζητήματος συνολικά, ενώ τους διαφεύγει ότι εξαιτίας της πολυπλοκότητάς του δεν μπορεί να υπάρξει μονομερής αντιμετώπιση αλλά απαιτείται μία συντονισμένη και σύνολη προσπάθεια μέσα από την παιδεία, την οικονομία και την κοινωνία (προσπάθεια επίλυσης προβλημάτων φτώχειας, κοινωνικού αποκλεισμού, αδικίας, καταδίωξης).

Τα δύο τελευταία (οικονομία και κοινωνία) εναπόκεινται στους ώμους του κοινωνικού κράτους και του κράτους δικαίου. Το πρώτο, η παιδεία, απαιτεί την προσφορά και τη δράση των χριστιανικών Εκκλησιών, και μάλιστα με έναν τρόπο διαλεκτικό, όπου θα νοηματοδοθεί η αλήθεια ως γεγονός ύπαρξης και ζωής και όχι ως ιδεολογία ώστε να αναδειχθεί με τον τρόπο αυτό ο σκοπός της ζωής στην κοινωνία, μέσα στο χώρο και τον χρόνο, επιβεβαιώνοντας συγχρόνως το πραγματικό και ουσιαστικό νόημά της ως αλήθειας, η οποία κατανοείται μόνο μέσα από τη συμβίωση, τη συνύπαρξη, την αλληλοπεριχώρηση και τη συγχωρητικότητα.

Συνεπώς ως πρώτο μέλημα των χριστιανικών Εκκλησιών θα πρέπει να είναι το διαλεκτικό άνοιγμα προς τις άλλες θρησκείες, όχι με αφορισμούς ή με αποκλεισμούς, αλλά ως μία προσπάθεια φανέρωσης του πραγματικού νοήματος της αλήθειας της πίστης για την ίδια τη ζωή και την προοπτική της και οπωσδήποτε μακράν κάθε άλλης έννοιας ιδεολογικού δογματισμού, ο οποίος επίσης μπορεί και αυτός να οδηγήσει σε πολώσεις και αποκλεισμούς.

Με όλα τα προηγούμενα που ανέφερα και περιέγραψα αυτό ήθελα ακριβώς να τονίσω, ότι δηλαδή ο τρόπος με τον οποίον κάθε θρησκεία αντιλαμβάνεται την αλήθεια της πίστης που εκφράζει και διδάσκει, όχι μόνο στο επίπεδο της γνώσης αλλά κυρίως στο επίπεδο της ζωής και της ανθρώπινης ύπαρξης και κοινωνίας, είναι δυνατόν να συμβάλει είτε στην απάλειψη της βίας είτε στην ενδυνάμωσή της.

Αφετηριακή βάση αποτελούν οι αξιωματικές αρχές ότι ουδεμία σχέση υφίσταται μεταξύ βίας και χριστιανικής Εκκλησίας και ότι ουδεμία μορφή βίας είναι αποδεκτή από τις χριστιανικές Εκκλησίες. Εκκλησία και βία αποτελούν δύο στοιχεία εκ διαμέτρου αντίθετα και ασύμπτωτα, τα οποία όχι μόνο είναι αλληλοαποκλειόμενα αλλά και κατ’ ουσίαν ξένα και αλλότρια. Αλλωστε κανένα έγκλημα δεν μπορεί να διαπράττεται «εν ονόματι» του Θεού ή για τον Θεό.

Με διάθεση θετικής προσέγγισης θα πρέπει να προσπαθήσουν οι χριστιανικές Εκκλησίες να υποδείξουμε έμπρακτα και υπαρξιακά ένα άλλο μοντέλο και τρόπο ζωής, το οποίο θα σχετίζεται άμεσα με τον σκοπό και την προοπτική της ζωής και το οποίο θα αποτελεί τον κατεξοχήν τρόπο έκφρασης της ίδιας της χριστιανικής αλήθειας της πίστης.

* Ομιλία - εισήγηση στην ιταλική γλώσσα του μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου, εκπροσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος στο 5ο Ευρωπαϊκό Φόρουμ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, με θέμα: «Η Ευρώπη αντιμέτωπη με το φόβο της τρομοκρατίας, που προκαλείται από τον φονταμενταλισμό και η αξία του ανθρώπου και η θρησκευτική ελευθερία». Η συνάντηση πραγματοποιείται στο Παρίσι 9 - 12 Ιανουαρίου.

 

Πρόκειται για μια πρωτοβουλία που προωθείται από το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Επισκοπικών Συνελεύσεων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, μαζί με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με τη συμμετοχή των Ορθοδόξων Εκκλησιών της Ευρώπης. Οι συμμετέχοντες συζητούν τα εξής θέματα: την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τη θρησκευτική ελευθερία, τη βία, τη θρησκευτική μισαλλοδοξία, τις διακρίσεις και διώξεις, τον φονταμενταλισμό, την τρομοκρατία σήμερα και τη συμβολή της Εκκλησίας στον χειρισμό των συγκρούσεων, στην προώθηση του κοινού καλού και στην αλληλεγγύη. Η συνάντηση ολοκληρώνεται σήμερα, με την έγκριση τελικού μηνύματος από τους συμμετέχοντες.