Δευτέρα, 02 Νοεμβρίου 2015 22:33

Εξαιρετικής ποιότητας και φέτος τα κρασιά της Μεσσηνίας (βίντεο και φωτογραφίες)

Γράφτηκε από την
Εξαιρετικής ποιότητας και φέτος τα κρασιά της Μεσσηνίας (βίντεο και φωτογραφίες)

Ο τρυγητός τελείωσε για φέτος, αφήνοντας στους περισσότερους μια γλυκιά γεύση από τη συγκομιδή και τις υπέροχες ποικιλίες που καλλιεργούνται στον τόπο μας. Ωστόσο, ο καιρός άφησε και αρκετούς πικραμένους, αφού χαλάζι και βροχή μείωσαν  την παραγωγή. Πάντως, σε κάθε περίπτωση και φέτος το κρασί που παράγει η περιοχή μας αναμένεται εξαιρετικής ποιότητας. Μια ποιότητα που όσο και αν είναι δεδομένη, δεν έχει αναδειχθεί στο εξωτερικό, με συνέπεια να μην είναι ευρέως γνωστό ότι η Ελλάδα… παράγει κρασί.

Ο Σπύρος Λαφαζάνης διαχειρίζεται πλέον το οινοποιείο του Οινοποιητικού Συνεταιρισμού «Νέστωρ», οι τεράστιες εγκαταστάσεις του οποίου βρίσκονται σε φάση ανακαίνισης, προκειμένου να συμβάλλει και στην ανάπτυξη του οινοτουρισμού, καθώς οι χώροι του προσφέρονται για την ανάπτυξη σημαντικών δράσεων. Πέραν όμως αυτού, όπως τονίζει, πρόκειται αν όχι για το μεγαλύτερο οινοποιείο, για ένα από τα μεγαλύτερα της Πελοποννήσου, καθώς κατασκευάστηκε  για να καλύπτει ανάγκες παραγωγής μέχρι και 10.000 τόνων κρασιού. Σήμερα, μπορεί η παραγωγή της περιοχής να έχει μειωθεί σημαντικά λόγω μιας σειράς ζητημάτων που οδήγησαν τους παραγωγούς στη μείωση της καλλιέργειας, αισιοδοξεί όμως πως με τα δεδομένα που διαμορφώνονται πλέον σε τοπικό επίπεδο, ο κόσμος να στραφεί εκ νέου στην καλλιέργεια, αφού ο τόπος προσφέρεται και διαθέτει σημαντικές ποικιλίες για την τοπική και διεθνή αγορά. Αλλωστε, ο ίδιος, έχοντας μακρά εμπειρία, καθώς δραστηριοποιείται αρκετά χρόνια στην περιοχή της Νεμέας, αποφάσισε να αξιοποιήσει το οινοποιείο του Νέστορα, το οποίο όπως λέει δεν έχει αξιοποιηθεί κατά το παρελθόν, παρά μόνο κατά μόνο ένα μικρό του μέρος, σε έναν τόπο μάλιστα πολλά υποσχόμενο και παραγωγικό, όπως η Μεσσηνία. Πλέον αποτελεί προσωπικό του στοίχημα η επιστροφή των αγροτών στην αμπελουργία γιατί ο τόπος αυτός, τονίζει, έχει εξαιρετικά πλεονεκτήματα ως αμπελότοπος, με εξαιρετική παραγωγή κρασιού, η οποία δεν είναι διαδεδομένη, αφού δεν είναι ευρέως γνωστό πως η Ελλάδα παράγει και… κρασί. «Η Ελλάδα παράγει κρασί;». Απορία η οποία εκφράζεται από πολλούς επισκέπτες εκθέσεων στο εξωτερικό, παρά τη μεγάλη ιστορία του ελληνικού κρασιού και πλήθος ελληνικών ποικιλιών να συμβάλλουν στη διαμόρφωση του Ευρωπαϊκού αμπελώνα.

 

«Πρέπει πρώτα απ’ όλα να σοβαρευτούμε» επισημαίνει ο κ. Λαφαζάνης αναφορικά με την προσπάθεια που πρέπει να γίνει συλλογικά, εκφράζοντας την άποψη πως δυστυχώς κάποιοι άνθρωποι που διοικούν, δεν επιλέγονται στις θέσεις τους βάσει των γνώσεών τους στο συγκεκριμένο αντικείμενο, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να αφουγκραστούν τους ανθρώπους του χώρου και ειδικά των αμπελουργών, σε μια περίοδο που θα έπρεπε να υπάρχουν τα κίνητρα για τους ανθρώπους που θέλουν να ασχοληθούν.

Ο Βαγγέλης Ξυγκώρος από την “Οινομεσσηνιακή”  αναφερόμενος στον Πελοποννησιακό αμπελώνα, τονίζει πως πρόκειται για τον πιο πολυδύναμο στην Ελλάδα με τις περισσότερες ποσότητες παραγωγής και τις πιο γνωστές ποικιλίες ΠΟΠ. Ωστόσο, με λύπη διαπιστώνει πως στο εξωτερικό το ελληνικό κρασί δεν έχει πετύχει την αναγνωρισιμότητα που του πρέπει, καθώς παρά τις όποιες προσπάθειες δεν έχει επιτευχθεί το επίπεδο των εξαγωγών που του αξίζει, βάσει της ποιότητάς του. Χαρακτηριστικό της ποιότητας αυτής τονίζει πως είναι το γεγονός ότι τα ελληνικά κρασιά, ειδικά από το 2007 και μετά «σαρώνουν» τα βραβεία στους διεθνείς  διαγωνισμούς. Και καθώς τα τελευταία 20 χρόνια διατέθηκαν κεφάλαια, όπως για πολλά άλλα προϊόντα, εκτιμά πως δεν διαχειρίστηκαν όπως θα έπρεπε, με συνέπεια πλέον, οι επιχειρηματίες μεμονωμένα, μαζί με τον Σύνδεσμο Ελληνικού Οίνου , να προωθούν κάποιες ενέργειες για να μπουν τα προϊόντα σε κάποιες μεγάλες αγορές του κόσμου, στις οποίες θα έπρεπε να είναι ήδη, με αποτέλεσμα να διανύονται ακόμα τα πρώτα βήματα, θετικά μεν, αλλά με πολύ δρόμο μπροστά.

Όπως εκτιμά, ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος από ξένες αγορές με άλλα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Και αυτό λόγω του γεγονότος πως δεν έχουμε κατορθώσει να αναδείξουμε τα δικά μας συγκριτικά πλεονεκτήματα, πράγμα που έχει συνέπεια να μη βρίσκονται στα ράφια των καταστημάτων ή σε εστιατόρια και άλλα καταστήματα του εξωτερικού τα δικά μας προϊόντα. Και δεν αναφέρεται μόνο στο κρασί  αλλά και σε εκείνα που αξίζουν διεθνούς αναγνώρισης -όπως  ελαιόλαδο, ελιά κ.α.- ελληνικά  προϊόντα και… όχι «ελληνικής καταγωγής». Σε κάθε περίπτωση τονίζει την ανάγκη διείσδυσης σε ξένες αγορές, να υπάρξει δηλαδή διανομή κι εν συνεχεία να γίνουν άλλες επιπλέον προωθητικές ενέργειες, όπως μέσω εκθέσεων ή άλλων δράσεων διαφημιστικών, οι οποίες όπως λέει δυστυχώς γίνονται τώρα πριν τη διανομή. Και με δεδομένο πως η κουλτούρα του κρασιού στο εξωτερικό είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη, πρέπει να γίνουν πολύ προσεκτικές ενέργειες με στόχο μάλιστα τον καταναλωτή, για  να αναδειχθεί η ποιότητα, η οποία είναι δεδομένη. Το ζήτημα όμως, τονίζει, είναι να υπάρχουν άνθρωποι που γνωρίζουν το αντικείμενο, μιλώντας φυσικά για όλα τα ελληνικά προϊόντα, αφού το ελληνικό προϊόν είναι εκείνο που πρέπει να αναδειχθεί. Και με δεδομένο πως δεν απαιτούνται πολλά χρήματα, παρά μόνο άνθρωποι που γνωρίζουν, πολλά θα μπορούσαν να γίνουν, μετά βέβαια από έρευνα για τις ανάγκες της αγοράς.

Ο Δημήτρης Παναγιωτόπουλος δραστηριοποιείται για 12η χρονιά με τη δική του επιχείρηση στην οινοποίηση ντόπιων και όχι μόνο ποικιλιών, έχοντας εντάξει το οινοποιείο του εντός του οικογενειακού, βιολογικού αμπελώνα. 

Με την πάροδο των χρόνων έχει αυξήσει τις ετικέτες  που παράγει το οινοποιείο του, βασιζόμενος  στα «θέλω» που επιτάσσει η αγορά, όπως επισημαίνει. Αξιοσημείωτο είναι, τονίζει, πως οι παραγωγοί τα τελευταία χρόνια ζητούν τη γνώμη των ανθρώπων που αφουγκράζονται την αγορά για να προχωρήσουν στην καλλιέργεια νέων ποικιλιών και να διασφαλίσουν την απορρόφηση της παραγωγής τους στο μέλλον. «Εχουν πάψει να στηρίζονται σε κουβέντες του καφενείου» εξηγεί καθώς διαπιστώνει πως αντιμετωπίζεται με σοβαρότητα η καλλιέργεια, η οποία έχει ελπιδοφόρο μέλλον, κατά τη γνώμη του. Αλλωστε, όλο αυτό το εγχείρημα φαίνεται πως έχει ανταπόκριση καθώς αυξάνεται διαρκώς, πέρα από την εξαγωγική δραστηριότητα και η επισκεψιμότητα τουριστών σε οινοποιεία, από «διαβασμένους» μάλιστα επισκέπτες, που θέλουν να δουν από κοντά τη διαδικασία παραγωγής του προϊόντος που γεύονται. Δεν είναι μάλιστα όπως λέει λίγοι εκείνοι οι οποίοι εκφράζουν την έκπληξή τους για το γεγονός πως η μονάδα είναι δημιούργημα… πρώτης γενιάς, καθώς σχηματίζουν την εντύπωση πως ένα τέτοιο εγχείρημα χρειάζεται γενιές και γενιές για να αποδώσει το έργο που έχει επιτευχθεί.

Σε κάθε περίπτωση, ρόλο παίζουν και οι σημαντικές διακρίσεις που έχουν αποσπάσει τα προϊόντα σε διεθνές επίπεδο. Μάλιστα, έχουν κλείσει συμφωνίες με άλλες χώρες ύστερα από επισκέψεις στο οινοποιείο. Εκτιμά ωστόσο πως ο οινικός τουρισμός μπορεί να αναπτυχθεί ακόμα περισσότερο αν επιτευχθεί μια στοιχειώδης σήμανση των οινοποιείων και φυσικά διασφαλιστεί η προσβασιμότητα σε αυτά, αφού ακόμα και για τη συγκεκριμένη επιχείρηση αποτελεί σημαντικό πρόβλημα το γεγονός πως δεν υπάρχει κατάλληλος δρόμος, παρά ένας χωματόδρομος. Στέκεται μάλιστα ιδιαίτερα στην αδιαφορία των αρμοδίων υπηρεσιών την ώρα που όπως λέει η Costa Navarino έχει συμβάλλει καθοριστικά στην ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής, με τους επισκέπτες να θέλουν να δουν από κοντά μεταποιητικές μονάδες, στις οποίες όμως οι δρόμοι που οδηγούν είναι ακατάλληλοι.

Σημαντική στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η συμβολή του πατέρα του Δημήτρη Παναγιωτόπουλου, Σωτήρη, ο οποίος περνά αρκετό χρόνο στον αμπελώνα από την εποχή του πατέρα του. Τονίζει πως κάποιος μπορεί να πετύχει αν αγαπά αυτό που κάνει, υπογραμμίζοντας «αν δεν αγαπάς τη δουλειά που κάνεις καλύτερα να μην την κάνεις».

Ο Γιάννης Τσαβολάκης βρέθηκε από την Κρήτη στην Καλαμάτα, λόγω της καταγωγής της γυναίκας του. Εργάστηκε στον Οινοποιητικό συνεταιρισμό Νέστωρ κι εν συνεχεία δραστηριοποιήθηκε επιχειρηματικά, ιδρύοντας εν τέλει τη δική του επιχείρηση «Biovin Τσαβολάκης». Μιλώντας μας από την κάβα «Μαριός» στην Καλαμάτα, όπου διατίθενται τα προϊόντα της επιχείρησής του, μιλά με θέρμη για τον πελοποννησιακό αμπελώνα και τις ποικιλίες που παράγει, χαρίζοντας ποιοτικό κρασί. Μπορεί μάλιστα, όπως εξηγεί, η φετινή χρονιά να ήταν δύσκολη λόγω καιρικών συνθηκών, όμως η προσεκτική επιλογή της πρώτης ύλης υπόσχεται και φέτος μοναδικής ποιότητας κρασί.


NEWSLETTER