Σάββατο, 01 Μαρτίου 2014 09:32

Η λογοδοσία πεπραγμένων του Παναγιώτη Μπενάκη

Γράφτηκε από τον

ΕΚΛΟΓΕΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ 100 ΧΡΟΝΙΑ

Τον Γεώργιο Κουτσομητόπουλο στο δημαρχιακό θώκο διαδέχθηκε ο δικηγόρος Παναγιώτης Μπενάκης, γιος του επίσης δικηγόρου και παλαιότερου δημάρχου της πόλης Εμμανουήλ Μπενάκη. Οι εκλογές έγιναν το 1907 και η θητεία ήταν εξαετής καθώς μεσολάβησαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ενώ στο μεταξύ με νόμο του 1912 είχαν διαλυθεί οι μεγάλοι δήμοι και σχηματίστηκαν οι κοινότητες, προκειμένου να αποδυναμωθεί η εξουσία των δημάρχων που έπαιζαν σημαντικό ρόλο και στην κεντρική πολιτική σκηνή.

Πριν τις εκλογές του 1914, ο Παναγιώτης Μπενάκης κυκλοφόρησε φυλλάδιο με τίτλο «Λογοδοσία επί των πεπραγμένων καθ’ όλην την Δημαρχιακήν Περίοδον», αντίγραφο του οποίου βρίσκεται στη Λαϊκή Βιβλιοθήκη Καλαμάτας. Σε αυτό γίνεται λεπτομερής αναφορά στα έργα που εκτελέσθηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας του. Από αυτά θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τη λειτουργία του τραμ, χάριν της οποίας κατεδαφίστηκε η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου Τζάνε που βρισκόταν κοντά στη συμβολή των σημερινών οδών Μητροπολίτου Μελετίου και Υπαπαντής. Η κατεδάφιση στις αρχές Ιανουαρίου του 1913 προκάλεσε σάλο πανελλαδικά και ισχυρότατες αντιδράσεις, καθώς η εκκλησία από το 1905 είχε χαρακτηρισθεί μνημείο από τριμελή επιτροπή καθηγητών πανεπιστημίου στην οποία συμμετείχε και ο συμπατριώτης μας Νίκος Πολίτης. Στη διάρκεια της θητείας του κατασκευάστηκε το 3ο Δημοτικό Σχολείο, το γνωστό σήμερα ως "Μπενάκειο" στη συμβολή των οδών Αρτέμιδος και Λεΐκων. Από τα αξιοσημείωτα του απολογισμού έργου είναι η αγορά 2 νεκροφόρων, αλλά ας αφήσουμε τον ίδιο να λογοδοτήσει για το έργο του:

 

ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ

«Κατά το εξαετές διάστημα της Δημαρχοντίας μου και παρά τας αντιδράσεις, ειργάσθην όσον μοι ήτο δυνατόν· ανωκοδόμησα το Γ' Δημοτικόν Σχολείον Καλυβίων. Εδενδροφύτευσα την οδόν Αριστομένους, πλατείας Κουμουνδούρου Μανιακίου, Παραλίας και συνεπλήρωσα την δενδροστοιχίαν της οδού Φαρρών. Κατεσκεύασα τα τρία κηπάρια, επεχωμάτισα την πλατείαν Διαδόχου Κωνσταντίνου από της οδού Βενιζέλου και κάτω και ούτω εξέλιπεν η αηδία του μέρους εκείνου, διήνοιξα κατά το πλείστον την οδόν Αντιβραχίονος, διήνοιξα δύο οδούς εις την Ράχην και ετέραν εις Αβραμιού, άλλην μεταξύ οδών Φαρών και Αριστοδήμου, την μεταξύ οδού Αντιβραχίονος και Φαρρών· διανοίγονται η μεταξύ Φαρρών και Αντιβραχίονος έμπροσθεν της οικίας Χ. Καρώνη, επεξέτεινα προς βορράν την οδόν Μαιζώνος εν Παραλία, εδαπάνησα διά την οδόν Αγίας Τριάδος και σχεδόν κατεσκεύασα τμήμα οδού μεταξύ Γιαννίτσης της Μονής Δημιόβης, πρόκειται δε να επεκταθή και η οδός Εδέμ μέχρι της οδού Αντιβραχίονος. Κατεσκεύασα το γεφυρίδιον από της οικίας Γκόνου οδός Φαρρών και κατέστησα δυνατήν την διάβασιν των διερχομένων εκείθεν, επεδιόρθωσα ή μάλλον κατεσκεύασα την οδόν εις θέσιν Κοσσύφα, ηύξησα καταπληκτικώς τον φωτισμόν της πόλεως προσθέσας πλείστους φανούς και εγκατέστησα αντί των δύο λαμπτήρων είκοσι τοιούτους, τοποθετήσας και εν τη οδώ Φαρρών, επέτυχον δε και παρά της Εταιρείας να αντικαταστήση τους φανούς, οίτινες κατά την σύμβασιν είνε 16 κηρίων διά 25 και 50 κηρίων, χωρίς ο Δήμος να υποβληθή εις ουδεμίαν δαπάνην. Επεσκεύασα τα κρεοπωλεία και το Δημοτικόν Σχολείον, άτινα αφ’ ης εποχής κατεσκευάσθησαν παρά του μακαρίτου πατρός μου δεν είχον τύχη της ελαχίστης επισκευής. Εγκατέστησα τας ηλεκτρικάς αντλίας και έδωκα ύδωρ εις την συνοικίαν της Υπαπαντής, ιδία δε άφθονον εις τα κρεοπωλεία και ιχθυοπωλεία και εις το άλλο μέρος της πόλεως προς την πλατείαν. Εξωράισα τον Αγιον Ιωάννην, συνέτρεξα χρηματικώς την Εκκλησίαν των Ταξιαρχών, ηύρηνα την πλατείαν Ταξιαρχών, επεσκεύασα τας Εκκλησίας Παναγίτσας, Καλαμίου, Ασπροχώματος και Αγίων Αναργύρων, κατεσκεύασα το Τραμ. Αφήρεσα το στίγμα της πόλεως το λεγόμενον Τσίγκοι. Διήνοιξα την οδόν Υπαπαντής διά της καταδαφίσεως του Αγίου Αθανασίου χωρίς ο Δήμος να πληρώση το ποσόν των 15 χιλιάδων δραχμών, όπερ εζητείτο διά την καταδάφισιν και ήτις επετεύχθη διά της θελήσεώς μου έχοντος ως βοηθόν μόνον τον Νομάρχην κ. Αλεξανδρόπουλον. Ηγόρασα τας δύο νεκροφόρους, ηγόρασα τον απολυμαντικόν κλίβανον, όστις τα μέγιστα θα εξυπηρετήση την πόλιν. Κατηδάφισα πλείστα ερείπια. Σύνηψα την σύμβασιν της υδρεύσεως και όσον ούπω άρχονται αι εργασίαι, αν και τινες καλοθεληταί διαδίδουν ότι εναυάγησεν η σύμβασις και απεδόθη εις τον εργολάβον ολόκληρος η εγγύησις, ενώ δύνανται να μάθουν παρά της Εμπορικής Τραπέζης αν η εγγύησις αποδόθη, συνέτρεξα όσον ηδυνάμην και επέτρεπεν η οικονομική κατάστασις του Δήμου απόρους συμπολίτας, και εκτός των χρηματικών βοηθειών παρείχον φάρμακα και ιατρόν δωρεάν. Κατεσκεύασα πλείστα γεφυρίδια, ρείθρα υπονόμους, εσκυρόστρωσα το μεγαλείτερον μέρος της πόλεως, ιδία εν Φυτειά και επεσκεύασα όλας τας οδούς.

Εύρον τα Σχολεία εις οικτράν κατάστασιν· τα παιδιά σας εφοίτων εις τρώγλας μάλλον ή σχολεία και εκεί κατεστρέφετο η υγεία των· εκτός της σχολής των Καλυβίων ενοικίασα τα καλλίτερα οικήματα της πόλεως διά Σχολεία, δεν εφείσθην ουδεμιάς δαπάνης, διότι επίστευον ότι και η ζωή ενός παιδιού αξίζει πολύ περισσότερον των δαπανών του Δήμου. Ερωτήσατε οι γονείς τους διδασκάλους ποια ήσαν τα οικήματα όταν ανέλαβον την εξουσίαν και οποία είναι σήμερον.

Αλλά δι’ εκείνο διά το οποίον δύναμαι να καυχηθώ είνε ότι εξεχρέωσα τον Δήμον από το Δημόσιον και πλείστους άλλους δανειστάς και έλυσα τας χείρας του Δημάρχου δυναμένου να εργασθή ως θέλει, επαρκούντος του Δήμου πλέον εις εκτέλεσιν έργων και άνευ δανείου, εάν δε δεν συνέπιπτεν ο πόλεμος και δεν εμειούντο αι πρόσοδοι του Δήμου κατά τα δύο έτη 1912 και 1913 κατά 150 χιλιάδες δραχμάς, το ποσόν αυτό θα ευρίσκετο σήμερον εις το ταμείον του Δήμου, ως ευρίσκοντο και κατά το έτος 1910 60 χιλιάδαι δραχμαί εκ των οποίων 10 μεν χιλιάδας επλήρωσα εις το Δημόσιον τας δε υπολοίπους διέθεσα κατά τα έτη της δυστυχίας».

 

ΠΡΟΣ ΨΗΦΟΦΟΡΟΥΣ

Ο απολογισμός περιλαμβάνει και αναφορά στον τρόπο που πολιτεύτηκε και προκάλεσε αντιδράσεις ειδικά λόγω της άσκησης πιέσεων για είσπραξη οφειλών: «Εχω το θάρρος να διακηρύξω με όλην μου την δύναμιν ότι την περιουσίαν του Δήμου εθεώρησα ιεράν, ότι την εξουσίαν μου δεν την μετεχειρίσθην διά να πιέσω ουδένα, δεν επολιτεύθην ως κόμμα. Το Δημαρχείον ήτο προσιτόν εις όλους άνευ διακρίσεως κόμματος, δεν ηθέλησα διά της Δημαρχικής εξουσίας και του δημοτικού χρήματος να αυξήσω τους φίλους μου, τουναντίον μάλιστα χάριν των συμφερόντων του Δήμου δυσηρέστησα ανθρώπους φιλικώς διακειμένους προς εμέ· ότε αι πρόσοδοι του Δήμου λόγω της εμπολέμου καταστάσεως ηλαττώθησαν, το δε Δημόσιον με επίεζε διά των κατασχέσεων, ενόμισα ότι έπρεπε να φανώ αυστηρότερος περί την είσπραξιν και εγέννησα την μήνιν μερικών, νομίζω όμως ότι ευρίσκονται εν αδίκω, διότι ότε τα οικονομικά του Δήμου ευρίσκοντο εις καλήν κατάστασιν, ουδένα επίεσα, ως και ήδη δεν πιέζω».

Στη συνέχεια επικαλούμενος την εικόνα της πόλης αναφέρει πως την έκανε αγνώριστη: «Το παρελθόν μου εγγυάται διά το μέλλον. Νομίζω ότι δεν έχω ανάγκην να σας δώσω υποσχέσεις· κάλλιον παντός άλλου γνωρίζω τας ανάγκας του Δήμου. Αισθάνομαι δε ότι έχω την δύναμιν να κάμω ό,τι το συμφέρον του Δήμου απαιτεί, δεν θα σιωπήσω όμως και πιστεύω να συμφωνήσετε μετ’ εμού ότι διά την πόλιν των Καλαμών ήρχισε νέα περίοδος, οι δε προ ετών γνωρίσαντες αυτήν δεν την αναγνωρίζουν σήμερον».

Και καταλήγοντας αποκαλύπτει ότι ο πατέρας του Εμμανουήλ Μπενάκης "πήγε σκαστός" γιατί δεν επανεξελέγη παρότι είχε εργαστεί για την πόλη: «Δεν γνωρίζω ποία θα είνε η ετυμηγορία σας διά την πολιτείαν μου κατά τας προσεχείς εκλογάς· οιαδήποτε όμως και αν είνε, πιστεύσατε ότι δεν θα με πικράνη· είχον και έχω υπ’ όψιν μου την ανάμνησιν του μακαρίτου πατρός μου· και εκείνος ειργάσθη ειλικρινώς υπέρ της πόλεως. Η ετυμηγορία σας όμως ήτο καταδικαστική δι’ αυτόν, είνε δε αληθές ότι αμέσως επήλθε μεταμέλεια ως επίσης είνε αληθές ότι βαρέως φέρων την αδικίαν, ήτις τω εγένετο, απέθανε. Δεν εμνησικάκησα διά τούτο. Τουναντίον μάλιστα αφωσιώθην και εγώ εις την πόλιν μας και καθ’ όλον το εξαετές διάστημα της Δημαρχοντίας μου μόνον ο Θεός γνωρίζει τι μαρτύρια υπέστην και αυτήν την ζωήν μου έθεσα εν αμφιβόλω. Εχω την συνείδησιν ελευθέραν ότι ειργάσθην ειλικρινώς. Θέσατε και σεις την χείρα σας επί του στήθους σας ότε θα γράψετε επί του ψηφοδελτίου το όνομα του Δημάρχου».