Πέμπτη, 30 Νοεμβρίου 2017 15:24

Περί της Σκεπτομένης Αθηνάς: Προεδρική κατάθεση για το λίκνο του πολιτισμού

Γράφτηκε από την
Περί της Σκεπτομένης Αθηνάς: Προεδρική κατάθεση για το λίκνο του πολιτισμού

Βιβιοπαρουσίαση από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Αντώνη Μακρυδημήτρη για το σύγγραμα του Προέδρου της Δημοκρατίας

Προκόπιος Παυλόπουλος

Στο λίκνο του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού

Οι συμβολισμοί της «Σκεπτομένης Αθηνάς»

Αθήνα, εκδ. Gutenberg, 2017, σελ. 166 


Ι

Μια ευχάριστη έκπληξη επεφύλαξαν οι τελευταίοι μήνες αυτού του χρόνου στο αναγνωστικό κοινό της χώρας μας, αλλά και σε ορισμένους επιφανείς επισκέπτες, όπως το προεδρικό ζεύγος της Γαλλίας: το πιο πρόσφατο, αλλ’ όχι έσχατο, πνευματικό πόνημα του προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, που σχολιάζεται συνοπτικά στο κείμενο που ακολουθεί.

Ας σημειωθεί, κατ’ αρχάς, ότι πρόκειται για μια εξαιρετικά καλαίσθητη έκδοση, που έχουν επιμεληθεί με ξεχωριστή φροντίδα ο ποιητής Δ. Κοσμόπουλος και ο Γ. Μάμαης, σε τρεις γλώσσες (ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά) της ομιλίας που εξεφώνησε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στην έναρξη του συνεδρίου ‘Athens Democracy Forum’ στις 13 Σεπτ. 2017. Στην ομιλία του αυτή, που τώρα έχουμε το γραπτό της σώμα στα χέρια μας, ο πρώτος πολίτης της χώρας τεκμηριώνει και δηλώνει urbi et orbi τη συμβολή της αρχαίας Ελλάδας και του ελληνικού πνεύματος στον κόσμο και ιδίως στη συγκρότηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Τούτο έχει ξεχωριστή σημασία και για τη σύγχρονη Ελλάδα, που είναι επιφορτισμένη με την αποστολή μιας κιβωτού για τη διάσωση και διάδοση του ‘ελληνικού πνεύματος’ στον κόσμο και στους αιώνες που έρχονται.

 

ΙΙ

Το ‘ελληνικό πνεύμα’ δείχνεται συμβολικά και εξεικονίζεται παραστατικά στο εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου με μια ευφυέστατη κίνηση του Προέδρου να αναφερθεί σε ένα γλυπτό, που προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα και βρίσκεται στο Μουσείο της Ακροπόλεως. Πρόκειται για την «Σκεπτομένη Αθηνά» ή «Αθηνά προ στήλης», όπως την αποκαλούν οι αρχαιολόγοι· ένα γλυπτό με «ανεπίληπτη δωρική λιτότητα», όπως το χαρακτηρίζει στο κείμενό του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. 

Τι συμβολίζει, όμως, αυτό το γλυπτό, που κατασκευάστηκε πιθανότατα το 460 π.Χ. και προσήλκυσε το ενδιαφέρον του Προέδρου της Δημοκρατίας; Ας προσέξουμε λίγο αυτή την ημερομηνία – 30 χρόνια μετά τη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) και μόλις 20 χρόνια μετά τη μάχη της Σαλαμίνας (480 π.Χ.). Τι συνέβη στις μάχες αυτές είναι γνωστό – η πολιτεία των Αθηνών, πρωτοστατώντας στον κοινό αγώνα και των λοιπών Ελλήνων, απέκρουσε τις υπέρτερες δυνάμεις εισβολής των Περσών από ξηράς (Μαραθώνας) και θαλάσσης (Σαλαμίνα), που σχεδίαζαν να καθυποτάξουν την ελεύθερη Ελλάδα και να την καταστήσουν έρμαιο και υποχείριο των καθεστώτων της ανατολικής δεσποτείας. Απέτυχαν στον σκοπό αυτό, λόγω της αντίστασης των Ελλήνων, για να εγκαινιαστεί έκτοτε η περίοδος της μεγάλης ακμής των Αθηνών, ιδίως, ο λεγόμενος ‘χρυσούς αιών’. 

Συμβολίζει, άραγε, αυτή τη νίκη, τον θρίαμβο των Ελλήνων έναντι των Περσών αυτό το γλυπτό; Ή μήπως το τι πρόκειται να ακολουθήσει μετά τον πόλεμο στον καιρό της ειρήνης; Και γιατί δόθηκε στο άγαλμα ο τίτλος «Σκεπτομένη Αθηνά»; Ταίριαζε η ονομασία αυτή μετά τον θρίαμβο και μέσα στον ενθουσιασμό των νικητών; Αν προσεχθεί το έξοχο γλυπτό και ερμηνευθεί κατάλληλα η στάση της θεάς, όπως μας καλεί να κάνουμε στο κείμενό του ο Πρόεδρος, μπορεί να εξαχθούν σπουδαία συμπεράσματα. Πράγματι, η θεά φορώντας το κράνος της, πάντα, κρατά ένα δόρυ, του οποίου όμως η αιχμή είναι στραμμένη στο έδαφος μπροστά σε μια στήλη. Επίσης, το σκυμμένο κεφάλι της θεάς, που ήταν και η προστάτιδα της γνώσης και της σοφίας, μοιάζει να δείχνει πως αυτή είναι απορροφημένη σε σκέψεις. Τι σκέψεις κάνει η θεά μετά έναν νικηφόρο πόλεμο; Μήπως να τον συνεχίσει η αγαπημένη της πολιτεία (των Αθηνών) ή μάλλον πώς να διαχειριστεί τα πιο περίπλοκα πλέον έργα της ειρήνης;

Ο αρχαίος γλύπτης και οι θεατές του έργου του, δηλαδή οι συμπολίτες του, κατανοούσαν πολύ καλά τη σημασία και το πνεύμα του δημιουργήματός του: η δημοκρατία και η ευημερία της πόλεως και των πολιτών δεν μπορεί να ανθίσει και να καρποφορήσει παρά μόνο στην ειρήνη και όχι στον πόλεμο. Ο πόλεμος, αυτός ο ‘δάσκαλος της βίας’, που είναι επιθυμητός μόνο σ’ εκείνους που δεν τον έχουν γνωρίσει (‘dulce bellum inexpertis’, όπως τόνιζε ο Έρασμος), μπορεί να είναι αναγκαίος ως έκτακτο γεγονός και μόνο ως μέσο αμυντικό, όχι ως αυτοσκοπός και μόνιμη επιδίωξη. Γι’ αυτό και οι δημοκρατίες δεν κάνουν πολέμους μεταξύ τους· προτιμούν να επιλύουν τις διαφορές τους ειρηνικά, και προσφεύγουν στον πόλεμο κατ’ ανάγκην, ως άμυνα και έσχατο μέσο (ultimum refugium), απέναντι σε δυναστικά ή αυταρχικά καθεστώτα, που επιχειρούν να τις καθυποτάξουν, όπως ήταν αυτό των αρχαίων Περσών. Η πρώτη σκέψη, λοιπόν, που γεννά το γλυπτό και η ανάλυσή του από τον Πρόεδρο, είναι ότι η δημοκρατία και η ευημερία ενός τόπου κι ενός λαού για να στερεωθούν και να προωθηθούν θέλουν την ειρήνη και όχι τον πόλεμο.

Η δεύτερη σκέψη είναι ακόμη πιο απρόσμενη και διδακτική. Αυτός που τα κατάφερε στον πόλεμο και νίκησε στο πεδίο της μάχης δεν είναι βέβαιο ότι θα τα καταφέρει και στην ειρήνη. Για να κάνουμε μια αναδρομή στο χρόνο και να καταστήσουμε σαφέστερο το επιχείρημα, αξίζει να θυμηθούμε ότι 60 περίπου χρόνια μετά την δημιουργία του αγάλματος της «Σκεπτομένης Αθηνάς», ενώ η Σπάρτη νίκησε την Αθήνα στον Πελοποννησιακό πόλεμο, δεν τα κατάφερε το ίδιο καλά να διαχειριστεί την ειρήνη μετά από αυτόν· έτσι, σε λίγο καιρό παρήκμασε και η ίδια. Για τούτο και η θεά, που γνωρίζει βέβαια το μέλλον, διακατέχεται στο γλυπτό της από περίσκεψη και προβληματισμό: θα μπορέσουν οι Αθηναίοι να διαχειριστούν κατά τρόπο δημιουργικό τα έργα της ειρήνης και τις προκλήσεις που διανοίγονται μπροστά τους, μετά τον νικηφόρο πόλεμο κατά των Περσών; 

Η τρίτη σκέψη από τις πολλές που μπορεί να γεννηθούν από την παρατήρηση του έξοχου γλυπτού και την επιδέξια ανάλυσή του από την γλαφυρή γραφίδα του Προέδρου είναι ότι η τέχνη και μάλιστα το ‘υψηλό’ σε αυτήν (sublime) δεν μπορεί να εμφανιστεί παρά μόνο στη δημοκρατία και, άρα, στην ειρήνη. Τούτο υποστήριξε, μεταξύ άλλων, μετά από χρόνια και ο Λογγίνος στο περίφημο δοκίμιό του περί του Υψηλού στην τέχνη· όπου διατύπωσε και το ‘αξίωμα’ ότι η δημοκρατία είναι η τροφός των σπουδαίων έργων τέχνης («των μεγάλων αγαθή τιθηνός»). Τουτέστιν, η τέχνη και το πνεύμα του ανθρώπου δεν ακμάζουν ούτε καλλιεργούνται επαρκώς στον πόλεμο και τα αυταρχικά καθεστώτα, αλλά στην ειρήνη και στα δημοκρατικά πολιτεύματα.                    

 

IIΙ

Τούτες είναι λίγες μόνο και εντελώς ενδεικτικές από τις σκέψεις που ξεπηδούν από την ανάγνωση του περισπούδαστου δοκιμίου του Προέδρου και τη θέαση του αρχαίου γλυπτού, που το παραθέτει εν είδει επιτομής στην ανάλυσή του. Γιατί αυτό το γλυπτό συνοψίζει με εξαιρετική πυκνότητα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος ευρωπαϊκός πολιτισμός, μετά την περίοδο δύο παγκοσμίων πολέμων, που έλαβαν χώρα μέσα στον 20ό αιώνα. Η μείζων πρόκληση που βρίσκεται ενώπιον της Ευρώπης σήμερα, μοιάζει να μας λέει η «Σκεπτομένη Αθηνά» του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, έγκειται στο πώς θα διαχειριστεί την υπόθεση της δημοκρατίας και της ειρήνης κατά τον 21ο αιώνα. Στο έργο αυτό η Ευρώπη μπορεί να λάβει έμπνευση από την αρχαία Ελλάδα, υπενθυμίζει ο Πρόεδρος, καθώς ανατέμνει στη συνέχεια του δοκιμίου του τη συμβολή του αρχαίου ελληνικού πνεύματος στην οικοδόμηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού ως της πρώτης βασικής αντηρίδας πάνω στην οποία στηρίζεται αυτός.          

Πράγματι, ο Γάλλος ποιητής και διανοητής Paul Valéry, αλλά και ο Άγγλος ποιητής T. S. Eliot, μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ο μεν, και μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ο δε, όσο και ο ημέτερος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, που είναι επιφανής καθηγητής του Δικαίου, στην παρούσα συγκυρία έρχονται να μας θυμίσουν ότι αυτό που ονομάζουμε ‘ευρωπαϊκό πολιτισμό’ χαρακτηρίζεται από τρία θεμελιώδη γνωρίσματα, τα οποία προκύπτουν από τις τρεις βασικές πηγές της διαμόρφωσής του, αντιστοίχως: ήτοι, από το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, το ρωμαϊκό δίκαιο και την αρχή της νομιμότητας, αλλά και από τη χριστιανική διδασκαλία της αγάπης και συναλληλίας, που οφείλει να διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις. Τουτέστιν, το τρίπτυχο Ελλάς – Ρώμη – Χριστιανισμός συνθέτει το ιδιαίτερο γνώρισμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, που τον διακρίνει από άλλους, αλλά τον καθιστά και οικουμενικό ιδεώδες.

Αναλύοντας συνοπτικά αλλά με διεισδυτικότητα τη διάσταση της ελληνικής κληρονομιάς στη συγκρότηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, όπως κάνει ο Πρόεδρος στο δοκίμιό του, δεν μπορεί να μην αναφερθούμε, έστω επιτροχάδην, στις τρεις κύριες συνιστώσες που αυτή κατέλιπε στην Ευρώπη, αλλά και στην ανθρωπότητα. Αυτές είναι η ποίηση, η φιλοσοφία και η δημοκρατία. Δεν ξενίζει, λοιπόν, ότι και οι τρεις έννοιες αποδίδονται ακόμη και σήμερα με όρους ελληνικής προελεύσεως – poetry, philosophy, democracy. Μπορεί να υπάρξει σύγχρονος πολιτισμός δίχως ποίηση, φιλοσοφία και δημοκρατία; Έτσι συνοψίζεται το μέγιστον μάθημα της ελληνικής κληρονομιάς. Γιατί δίχως αυτά τα τρία θεμελιώδη ελληνικά ιδεώδη και διαστάσεις ποιότητας της ζωής δεν νοείται πολιτισμός – όσο υλικό πλούτο και στρατιωτική ισχύ και να διαθέτει κανείς. Δίχως αυτά ο άνθρωπος καταπίπτει αργά ή γρήγορα σε κατάσταση βαρβαρότητας, βίας και θηριωδίας, απειλητική της υπάρξεως.

Όσον αφορά στην ποίηση, και οι τρεις κυριότερες εκδοχές ή μορφές της καλλιεργήθηκαν, κάποιοι ισχυρίζονται με τρόπο αξεπέραστο, στην αρχαία Ελλάδα: στην επική ποίηση, ο Όμηρος με την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, αλλά και ο Ησίοδος με τη Θεογονία και τα Έργα και Ημέραι, ορίζουν τις υψηλότερες κορυφές· στη λυρική ποίηση, η Σαπφώ με τους στίχους της παραμένει η κορυφαία όλων των εποχών, ώστε δικαίως να θεωρείται ως η δέκατη μούσα· στο δράμα, τέλος, αλλ’ όχι έλασσον, τόσο στην τραγωδία (Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης) όσο και στην κωμωδία (Αριστοφάνης) η ελληνική παρακαταθήκη υπήρξε μέγεθος τέτοιας τάξεως και ποιότητας, ώστε όλη η μετέπειτα ποιητική παραγωγή να μην αποτελεί παρά σχόλιο ή ψίχουλα από το δείπνο αυτού του επιπέδου. 

Ως προς τη φιλοσοφία, εντελώς επιγραμματικά, ποιος μπορεί να αγνοήσει ή να υποτιμήσει τη συμβολή και τη ζώσα παράδοση στην καλλιέργεια του ανθρώπινου πνεύματος παγκοσμίως κολοσσών της σκέψης, όπως οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, ιδίως ο Ηράκλειτος, ο Παρμενίδης και ο Δημόκριτος, και βεβαίως ο Σωκράτης, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης; Ή μετά από αυτούς ο Επίκουρος, ο Επίκτητος και ο Διογένης, θεμελιωτές της στωικής φιλοσοφίας, που γνώρισε μεγάλη ακτινοβολία στην Ευρώπη; Αν μπορεί κάτι να δει ο σύγχρονος άνθρωπος, είναι γιατί στέκει πάνω σε ώμους τέτοιων γιγάντων, ομολογούσε ο Νεύτων. Ενώ και η ιστορία, ως επιστήμη και φιλοσοφική θέαση του πολιτικού πράττειν, βρήκε στον Θουκυδίδη, ιδίως, την κορυφαία, ίσως, έκφραση και αποτύπωσή της.

Η έννοια και η πρακτική της δημοκρατίας, τέλος, αποτέλεσε την τρίτη μέγιστη συμβολή και παρακαταθήκη του αρχαιοελληνικού πνεύματος και της πολιτιστικής κληρονομιάς του στον κόσμο. Ο σύγχρονος ευρωπαϊκός πολιτισμός, πρωτίστως, είναι κυριολεκτικά ταυτισμένος με την ιδέα και το αγαθό της δημοκρατίας, ως βασικής προϋπόθεσης και εγγύησης της ποιότητας ζωής του ανθρώπου. Η ιδέα ότι οι απλοί πολίτες συναποφασίζουν για τα κοινά τους προβλήματα υπό συνθήκες ισότητας, ελευθερίας και υπευθυνότητας αποτελεί τη σπουδαιότερη συνεισφορά στο πολιτικό επίπεδο της αρχαίας Αθήνας, ιδίως, μετά τους Μηδικούς πολέμους. Οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα και του Κλεισθένη, όπως αυτές εφαρμόστηκαν επιδέξια από τον κορυφαίο πολιτικό ηγέτη όλων των εποχών, τον Περικλή, κατέστησαν την αρχαία Αθήνα υπόδειγμα αυτοκυβερνώμενης πόλεως παγκοσμίως και για όλες τις εποχές της ιστορίας του ανθρώπου. Ο Αριστοτέλης εξετάζει σε σχετικό έργο του τα συστήματα διακυβέρνησης 150 περίπου ανεξάρτητων και αυτοκυβερνώμενων πολιτειών, κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα, πράγμα που δείχνει τον βαθμό διασποράς και καλλιέργειας των ιδεωδών της δημοκρατίας (άμεσης ή έμμεσης) στον αρχαιοελληνικό κόσμο.

Κοντολογίς, ποίηση, φιλοσοφία και δημοκρατία αποτέλεσαν και εξακολουθούν να αποτελούν τους φάρους ακτινοβολίας του ελληνικού πολιτισμού στον ωκεανό του χρόνου.       

ΙV

Στη συνέχεια του δοκιμίου του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας σκιαγραφεί τον επόμενο πυλώνα του ευρωπαϊκού πολιτισμού αποτιμώντας τη συμβολή της αρχαίας Ρώμης, ιδίως ως προς την καλλιέργεια της ιδέας του δικαίου, μάλιστα δε της έννοιας της νομιμότητας, που είναι απολύτως κεντρική σε αυτό. Ως έγκριτος νομικός ο ίδιος, εξετάζει τη σημασία της διαμόρφωσης της ‘Res Publica’, ήτοι της δημόσιας σφαίρας, από την οποία εκπηγάζει και η σύγχρονη έννοια όχι μόνο της πολιτικής κοινωνίας, αλλά και της κοινωνίας των πολιτών, όπως εύστοχα επισημαίνει. Με τη συστηματοποίηση των βασικών αρχών και κανόνων του δικαίου και της αξίας των νομικών δεσμεύσεων, από Ρωμαίους νομικούς, ανέκυψε σταδιακά για να λάβει την πλήρη μορφή του στη σύγχρονη εποχή η έννοια του Κράτους Δικαίου, άνευ του οποίου δεν νοείται μια εύτακτη και στοιχειωδώς εκπολιτισμένη κοινωνία.

Συνάμα, η οργάνωση της κρατικής διοίκησης, που συντελέστηκε για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αποτέλεσε το εργαστήριο παραγωγής εννοιών και τρόπων ή μορφών οργάνωσης, πολλές από τις οποίες επιβιώνουν ακόμα και σήμερα (λ.χ., ιεραρχία, συντονισμός, πειθαρχία, ενότητα εντολής, ενιαία διοίκηση, διαδικασία, ομοιομορφία, κ.λπ.). Επρόκειτο για διοικητικές αρχές και έννοιες που εκφράστηκαν και διαπλάστηκαν στη λατινική γλώσσα, καθώς αυτή επεκτεινόταν σε όλες σχεδόν τις κατακτημένες περιοχές της αχανούς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας εκτοπίζοντας, ομογενοποιώντας και αφομοιώνοντας τοπικές ιδιαιτερότητες, διαλέκτους και νοοτροπίες. Όλα αυτά συνέβαιναν στην επίσημη ή τη δημόσια σφαίρα της βορειοδυτικής, μάλλον, Ευρώπης και όχι τόσο στην Ελλαδική χερσόνησο, τη Μικρά Ασία και τη Μέση Ανατολή, όπου η ελληνική γλώσσα εξακολούθησε επί μακρόν να δεσπόζει και να προσφέρει το όχημα της παιδείας και του πολιτισμού. Ακόμα και μέσα στην ίδια τη Ρώμη τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και οι διανοούμενοι συνέχισαν να δοκιμάζουν τη σκέψη και την καλλιέργεια του πνεύματός τους με την ελληνική γλώσσα και την παιδεία έως αργά μέσα στους μεσαιωνικούς χρόνους. Ενώ στο Βυζάντιο η ελληνική γλώσσα και γραμματεία αποτέλεσε σταδιακά και τον θεμελιώδη άξονα διαμόρφωσης της εθνικής συνείδησης.              

Ο τρίτος κεντρικός πυλώνας του ευρωπαϊκού πολιτισμού, μετά την αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη, στάθηκε η παράδοση του Χριστιανικού πνεύματος και η ηθική της φιλαλληλίας και της αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπινων όντων, που συγκροτούν κοινωνία. Ιδίως με την επί του Όρους Ομιλία Του ο θεμελιωτής του Χριστιανισμού έθεσε ένα αξεπέραστο υπόδειγμα όχι απλά κοινωνικής συμβίωσης, αλλά και δικαιοσύνης, που έχει ξεχωριστή σημασία σήμερα στην υλιστική και στεγνή από ιδανικά εποχή μας. 

Το βαθύτερο νόημα της δικαιοσύνης, θα διδάξει με τα λόγια και το παράδειγμά του ο Χριστός, δεν είναι απλά να μην κάνουμε στους άλλους ό,τι δεν θα θέλαμε αυτοί να κάνουν σ’ εμάς (ανταπόδοση), ούτε να αποφεύγουμε να βλάπτουμε τον άλλον· αλλά η πιο θετική ή ενεργητική στάση και δράση της αγάπης προς τον άλλον. Από αυτή την απολύτως νευραλγική ηθική αρχή, που συνδέεται αναπόσπαστα με τη συμβολή του Χριστιανισμού, απορρέει και το πνεύμα όχι απλά της ανεκτικότητας του άλλου, αλλά και της ενεργού φιλίας και αλληλεγγύης προς τον άλλον, ιδίως εκείνον που μας είναι άγνωστος, είναι αδύναμος και ξένος. Ο ανθρωπισμός δεν νοείται ούτε είναι εφικτός δίχως αλληλεγγύη, θα τονίσει στο δοκίμιό του ο Πρόεδρος· αλλά και η αλληλεγγύη δεν ευοδώνεται δίχως τον αμοιβαίο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δίχως ειρήνη και δικαιοσύνη.

Εν κατακλείδι, αν αυτοί οι βασικοί πυλώνες του ανθρώπινου πολιτισμού συνδυαστούν, όπως συνδυάστηκαν στο μέτρο του δυνατού στο πλαίσιο του εξελισσόμενου ευρωπαϊκού πολιτισμού, τότε το ανθρώπινο είδος έχει την ελπίδα να διατηρηθεί και να ευημερήσει. Αυτό το μήνυμα έχει τεράστια σημασία στη σημερινή εποχή. Μια εποχή που δεν χαρακτηρίζεται απλά από την παγκοσμιοποίηση και την τεχνολογία, αλλά και από έναν υλισμό που αν δεν χαλιναγωγηθεί από την πνευματικότητα του ανθρώπου (δηλαδή, από την ποίηση, τη φιλοσοφία, τη δημοκρατία, το δίκαιο και την αλληλεγγύη), δεν θα καταστήσει μόνο τη ζωή αφόρητη στον πλανήτη, αλλά θα οδηγήσει και την ανθρωπότητα στον όλεθρο και την καταστροφή. 

Αυτό είναι σε γενικές γραμμές και το μήνυμα του Προέδρου μας προς τον κόσμο· ενός πνευματικού και στοχαστικού προέδρου, όπως η ‘Σκεπτομένη Αθηνά’.      

     

Αντώνης Μακρυδημήτρης

Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών


NEWSLETTER