Πέμπτη, 30 Ιουνίου 2016 10:33

"Η σύγκρια" από τη Γιολάντα Τσορώνη - Γεωργιάδη

Γράφτηκε από την

 

Το νέο της βιβλίο "Η σύγκρια" παρουσίασε πριν από λίγες μέρες η Καλαματιανή συγγραφέας Γιολάντα Τσορώνη - Γεωργιάδη στο "Book store - Κονταργύρη".

 

Η Γιολάντα Τσορώνη-Γεωργιάδη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καλαμάτα. Είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής, της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, του Παιδαγωγικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών και έχει μετεκπαιδευτεί στο Μαράσλειο Διδασκαλείο. Εργάστηκε επί σειρά ετών στη δημόσια εκπαίδευση, είναι συγγραφέας πάνω από εβδομήντα βιβλίων παιδικής λογοτεχνίας και λαογραφικών μελετών, αρθρογραφεί σε παιδαγωγικά περιοδικά, συμμετέχει εθελοντικά σε οργανώσεις για την προαγωγή της λογοτεχνίας, είναι ενεργό μέλος της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς και της Πανελλήνιας Ένωσης Εκπαιδευτικών Πολιτιστικών Θεμάτων. Έχει ενταχθεί στο Μητρώο Επιμορφωτών του Προγράμματος «Καινοτόμες Δράσεις Ενίσχυσης της Φιλαναγνωσίας των Μαθητών» και έχει αναλάβει επιμορφωτικό έργο σε ημερίδες επιμόρφωσης εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.

 

- Πώς επιλέξατε να γράψετε για αυτό το άγνωστο σε πολλούς έθιμο - θεσμό της Μάνης; Στις αρχές του 2000 ξεκίνησα μια έρευνα, τα αποτελέσματα της οποίας τυπώθηκαν σε βιβλίο που φέρει τον τίτλο «Γιατί το λέμε έτσι…» (ΩΡΙΩΝ, 2007), για το πώς προήλθαν παροιμιακές λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητά μας. Ανάμεσά τους ερεύνησα κι αυτή που λέμε στην Καλαμάτα «Τρώγονται σαν σύγκριες». Ρωτώντας αρχικά τον οικογενειακό μου περίγυρο, έμαθα πως σύγκριες αποκαλούνταν οι συννυφάδες και, όπως εκείνες τσακώνονται εξαιτίας αντιζηλίας, έμεινε η φράση να λέγεται για τις γυναίκες που διαρκώς φιλονικούν. Ψηλαφώντας ωστόσο τη βιβλιογραφία για να διασταυρώσω την πληροφορία, ανακάλυψα πως «σύγκρια» αποκαλούσαν στα χωριά της Μέσα Μάνης τη δεύτερη γυναίκα που έφερνε στο σπίτι ένας από γενιά με μεγάλη περιουσία, όταν η πρώτη δεν έκανε παιδιά ή έκανε μόνο κορίτσια. Κατά την πλέον κρατούσα άποψη η ονομασία «σύγκρια» προέρχεται από τις συν+κυρία: οι δυο κυρίες του σπιτιού. Έχω την αίσθηση λοιπόν πως τότε ρίζωσε ο σπόρος μέσα μου να γράψω κάποτε γι’ αυτήν. Από τότε μέχρι σήμερα βέβαια έχουν περάσει δεκαπέντε χρόνια και στο διάστημα αυτό έχω γράψει πάνω από εβδομήντα παιδικά βιβλία. Φαίνεται όμως πως αυτό το χρονικό διάστημα ήταν απαραίτητο να παρεμβληθεί, για να κατακτήσω τη ματιά με την οποία έπρεπε να τη δω και να την προβάλω όπως θα ήθελα στον αναγνώστη.

- Η έρευνα έγινε σε χωριά από αφηγήσεις ή καταγράφεται και σε βιβλία Μανιατών; Η έρευνα απλώθηκε σε πολλά επίπεδα. Η επίσημη βιβλιογραφία για το θέμα είναι φτωχή, διάσπαρτες αναφορές μόνο έβρισκα, με την επιμονή μου όμως και με τη βοήθεια της βιβλιοθηκονόμου της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών ανακάλυψα κάποτε δυο θησαυρούς: «Ο θεσμός της σύγκριας εις την Μάνην» του Απ. Δασκαλάκη και «Η πρόσληψη της δεύτερης συζύγου» του Ελ. Αλεξάκη. Τα στοιχεία που έδιναν αποδείχτηκαν πολύτιμα για μένα. Από εκεί και μετά όμως ταξίδεψα στη Μάνη, αναζητώντας ανθρώπους που ήξεραν ή είχαν ακούσει για το θέμα που ερευνούσα. Είναι αλήθεια πως ταλαιπωρήθηκα για να τους εντοπίσω, πήρα όμως έτσι μαρτυρίες από πρωτογενείς πηγές και διαπίστωσα πως το έθιμο αυτό του λαϊκού δικαίου παραμένει στη μνήμη των γεροντότερων ως μία από τις πλέον χαρακτηριστικές πτυχές του μανιάτικου βίου παρελθόντων ετών.

- Οι περιγραφές του ταξιδιού και του Έλλις Άιλαντ είναι κάτι παραπάνω από τραγικές. Ήταν όντως τόσο άσχημες οι συνθήκες για τους μετανάστες; Όταν γράφατε το βιβλίο φανταζόσασταν ότι θα είναι πολύ επίκαιρο το θέμα της ξενιτιάς και πάλι; Τα όσα περιγράφονται είναι πέρα για πέρα αληθινά! Μια άλλη κρίση βίωνε τότε η Ελλάδα, η Πελοπόννησος ιδίως τη σταφιδική κρίση, που ανάγκαζε τους ανθρώπους προς αναζήτηση καλύτερης τύχης στην Ευρώπη, στην Αυστραλία, ιδίως όμως στη «Γη της Επαγγελίας» -την Αμερική! Ωστόσο για να εγκατασταθούν εκεί βίωναν έναν Γολγοθά ταξιδιού στον Ατλαντικό 25 ημερών και βίωναν την απειλή της Δαμόκλειου σπάθης στο Έλλις Άιλαντ, αφού τα κριτήρια επιλογής των αμερικανικών Αρχών για την έγκριση άδειας εισόδου στη χώρα ήταν πολύ αυστηρά. Υπήρξαν πολλοί που δεν τα πληρούσαν και αναγκάζονταν να γυρίσουν «με το ίδιο εισιτήριο». Όλα αυτά αναφέρονται στην βιβλιογραφία που μπορεί να αναζητήσει κανείς, αλλά και σε μαρτυρίες πολλών ατόμων που βίωσαν την… Οδύσσεια. Τον περασμένο Οκτώβριο μάλιστα ο Ρόμπερτ ντε Νίρο γύρισε ένα ντοκιμαντέρ στο Έλλις, όπου εξιστορεί τη «δική» του περιπέτεια στο νησί. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να το βρει και να το δει στο Διαδίκτυο. Ωστόσο όσοι παραβρεθούν στην παρουσίαση του βιβλίου που θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη, 23 Ιουνίου, 9:00 το βράδυ στο βιβλιοπωλείο «Κονταργύρη» θα έχουν την ευκαιρία να γίνουν κοινωνοί ενός πλούσιου φωτογραφικού υλικού που τεκμηριώνει τα αναφερόμενα και ταξιδεύει τις καρδιές. Απαντώντας στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας ομολογώ ότι για το πώς θα εξελισσόταν η ιστορία των ηρώων μου ήξερα από την αρχή, αφού ήθελα να προβάλω και το κομμάτι της μετανάστευσης λόγω οικογενειακών βιωμάτων (ο παππούς μου ήταν μετανάστης στην Αμερική τη δεκαετία του 1910, ο γιος μου εδώ και χρόνια βρίσκεται στη Σκωτία). Η έξαρση του μεταναστευτικού στη χώρα μας με βρήκε πάνω στη συγγραφή αυτού ακριβώς του κομματιού της μυθοπλασίας, γι’ αυτό θα έλεγα πως οι δικές μου αναφορές και η κρατούσα κατάσταση στην Ελλάδα (είτε είναι Έλληνες που ξενιτεύονται είτε αλλοδαποί που φτάνουν εδώ) υπήρξε προϊόν σύμπτωσης.

- Είναι μοναδικό μανιάτικο φαινόμενο αυτό της σύγκριας; Αν δει κανείς τον χάρτη διασποράς του, θα διαπιστώσει πως εμφανίζεται σε ορεινές, φτωχές περιοχές της δυτικής Ελλάδας, αλλά και στην Κρήτη. Την προηγούμενη εβδομάδα που ήμουν στα Χανιά, μια κυρία η οποία παρίστατο στην παρουσίαση του βιβλίου και είχε καταγωγή από το Ρέθυμνο, κατέθεσε ανάλογη μαρτυρία που είχε ακούσει από τη γιαγιά της. Βεβαίως οι συνθήκες εφαρμογής του εθίμου διέφεραν από τόπο σε τόπο, ωστόσο μας βάζει στη διαδικασία να σκεφτούμε πως οι ανάγκες καθόριζαν τη ζωή των ανθρώπων και κινούσαν τα νήματα της ζήσης τους

- Καταπιεστικό ή πρωτοποριακό το.... χούι αυτό; Στο βιβλίο βλέπουμε την κεντρική ηρωίδα να συμφωνεί! Είναι δύσκολο να κρίνουμε συμπεριφορές και πράξεις όσων συνιστούσαν παρελθούσες κοινωνικές δομές οικισμών της Μέσα Μάνης με τα μάτια που έχουμε σήμερα. Πρέπει να δούμε τα γεγονότα με τη ματιά εκείνης της εποχής και αυτό ακριβώς ήταν το στοίχημα με τον εαυτό μου: να μπορέσω, μέσα από ένα κείμενο που θα «τρέχει», να μεταφέρω νοητά τον αναγνώστη στα άγονα μέρη, να νιώσει τις ανάγκες των ντόπιων κάτω από τις συνθήκες που περιγράφονται και να συνειδητοποιήσει εν τέλει πως τα συναισθήματα είναι πολλές φορές προϊόν τοπικής κουλτούρας και ενστίκτου για επιβίωση. Στο βιβλίο, πράγματι, βλέπουμε τη νόμιμη σύζυγο να επιλέγει η ίδια τη δεύτερη γυναίκα που θα φέρει στο σπίτι για να κάνει μαζί της ο σύζυγός της τα αρσενικά παιδιά που δεν μπορούσε να του χαρίσει εκείνη. «Μα πώς γίνεται;» αναρωτιόμαστε! «Συναίσθημα ζήλειας δεν υπήρχε; Αντιζηλία δε γεννιόταν μεταξύ τους;» Ποιος ξέρει άραγε τι συνέβαινε στην ψυχή των γυναικών αυτών, το θέμα είναι πως τα αγόρια λογαριάζονταν περιουσία της πατριάς και έπρεπε χρόνο με τον χρόνο να αυξάνονται σε αριθμό με κάθε τρόπο και οποιοδήποτε τίμημα. Για τους κατοίκους εκεί ήταν θέμα εθνικής σημασίας, γι’ αυτό το «εγώ» και το «θέλω» του καθενός αφομοιώνονταν από τα γενικότερα συμφέροντα της πατριάς. Έτσι, αν θέλαμε να σχηματοποιήσουμε τη ζήλια με τις σχέσεις των μελών που εμπλέκονται, δε θα την αποτυπώναμε ως τρίγωνο, αλλά ως τετράγωνο: στους τρεις προστίθεται και η τοπική κοινωνία, το ευρύτερα ενδιαφερόμενο σκέλος

- Ξεκινώντας την ανάγνωση νομίζει κανείς ότι η πρωταγωνίστρια της ιστορίας είναι η σύζυγος. Αργότερα όμως φαίνεται πως είναι η μικρή μάνα. Εσείς ποια από τις δυο είχατε στο μυαλό σας για κεντρική ηρωίδα; Δίκιο έχετε, έτσι φαίνεται και συνειδητά πρόβαλα τη νόμιμη σύζυγο στην αρχή. Αυτή όμως, διαπιστώνει ο αναγνώστης καθώς ξετυλίγεται η υπόθεση, πως δεν είναι παρά το περιβάλλον όπου θα έβρισκε ρόλο και ζωή η βασική ηρωίδα μου, η σύγκρια Αμπελία. Άλλωστε γι’ αυτήν έγραψα το βιβλίο, τη δική της ιστορία ήθελα να μοιραστώ με τον κόσμο και νιώθω ευτυχής που την αγάπησαν τόσο οι αναγνώστες, ώστε, μέσα σε δύο μόλις μήνες από την πρώτη έκδοση του Απριλίου, το βιβλίο εξαντλήθηκε και ανατυπώθηκε την προηγούμενη εβδομάδα. Ευχαριστώ θερμά τους αναγνώστες που «αγκάλιασαν» τη σύγκριά μου κι εσάς βεβαίως για την τόσο εγκάρδια φιλοξενία σας στην έγκριτη εφημερίδα σας!