Πέμπτη, 05 Νοεμβρίου 2015 21:09

Ο "Θείος Βάνιας” στην Καλαμάτα: Σπουδαίες ερμηνείες σ' ένα διαχρονικό υπαρξιακό δράμα

Γράφτηκε από την

Την υπαρξιακή μας ιλαροτραγωδία, μπλεγμένη απελπιστικά με το συνεχιζόμενο και εντεινόμενο οικολογικό μας δράμα, παρακολουθήσαμε την Τρίτη 3 και την Τετάρτη 4/11 στο Πνευματικό Κέντρο της Καλαμάτας όπου παρουσιάστηκε ο "Θείος Βάνιας" σε σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ.

Από την πρώτη ματιά το σκηνικό (Αριάδνη Βοζάνη) αλλά και τα κοστούμια (Βασιλική Σύρμα), όπως το ίδιο το κείμενο του Τσέχωφ σε μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη, έμοιαζαν να θέλουν να υπερβούν το πλαίσιο του χώρου και του χρόνου - ώστε η δράση να μην εγκλωβίζεται σε συγκεκριμένους τόπους κι εποχές, αλλά να αιωρείται ελεύθερα μέχρι τα βάθη της πιο οικείας μας πραγματικότητας. 

Εκείνο το βαρύ τραπέζι μάλιστα, που στη διάρκεια της παράστασης τοποθετήθηκε σε όλα τα σημεία της σκηνής, ανατράπηκε και ξαναστήθηκε όπως όπως, μου θύμισε έντονα ότι στην Ψυχολογία οι αναδιατάξεις των επίπλων προδίδουν τις εσωτερικές μετακινήσεις των ανθρώπων. Μετακινήσεις, βέβαια, που γίνονταν -για ανθρώπους και για πράγματα- μέσα στο ίδιο, ασφυκτικό και αναπόφευκτο πια πλαίσιο. 

Οι ηθοποιοί πάντως μάς έβαλαν κυριολεκτικά μέσα στο «σπίτι τους» και στην τελματωμένη ατμόσφαιρά του. Μας καλωσόρισε με την απλή ζεστή καρδιά της η Νένα της πολύπειρης κι αγαπημένης Ερσης Μαλικένζου. Κανάκευε τον κουρασμένο μα φλεγόμενο γιατρό Αστρόφ του Στέλιου Μάινα, που προσπαθεί σχεδόν παραιτημένος αλλά ανεξιχνίαστος μέχρι τέλους, να σβήσει τις εστίες της φωτιάς με βότκα και γαλήνη από τα δάση. Τα δάση που όλο χάνονται -και για ποιο λόγο;- μαζί μ' όλα τα ζώα και τα πουλιά τους, αφού οι άνθρωποι «μόνο να καταστρέφουν ξέρουν». 

Ο Γιάννης Βόγλης ως ηλικιωμένος καθηγητής Σερεμπριάκοφ, κι ο Γιάννης Φέρτης ως Θείος Βάνιας, ως το σιωπηλό επίκεντρο μιας ζωής ματαιώσεων που εκρήγνυται, δίκασαν και καταδίκασαν, υπερασπίστηκαν, ειρωνεύτηκαν, εξόρισαν και αθώωσαν εαυτούς κι αλλήλους - υφαίνοντας απ' την αρχή ένα δράμα που στην κορύφωσή του χρειάστηκε να επιστρατεύσουμε κάθε ψυχραιμία για να μη σπάσουμε κι εμείς, μαζί με τους ήρωές τους. 

Καταλύτης, η ωραία Ελένα της Μαρίνας Ψάλτη, που είχε όλα τα ελκυστικά κι απόκρημνα ανάγλυφα μιας προδομένης απ' τον εαυτό της και τις περιστάσεις ύπαρξης, και της επιθετικής της πλήξης. 

Ο καλοκάγαθος γαιοκτήμονας με το παρατσούκλι "Βάφλας" (Χάρης Χαραλάμπους), όπως επίσης η Μελίνα Βαμβακά ως μητέρα του Βάνια και της νεκρής του αδερφής, πρώην γυναίκας του καθηγητή, παρείχαν όχι μόνο τη δική τους κωμική ανακούφιση, αλλά και μια σιωπηλή υποστύλωση στις κλονιζόμενες δομές και ψυχές.

Το πρόβλημα όμως με τον Τσέχωφ είναι ότι δεν σε αφήνει σε ησυχία. Ακόμα και η ησυχία του, τέλος πάντων, είναι οδυνηρή - ενώ ειδικά στον "Θείο Βάνια" δεν καταφεύγει καν σε κάποια λύτρωση. Η Αλεξία Καλτσίκη συμπύκνωσε στη Σόνια της όλη αυτή την άβολη παραδοχή... και ήταν δικός της ρόλος να ρίξει την αυλαία με μια παρηγοριά, σαν καταδίκη: "Θα ζήσουμε, θείε Βάνια. Θ' αναπαυτούμε...". 

Ανάβοντας βεβαίως τα φώτα στη σκηνή, κανείς δεν αισθανόταν καθησυχασμένος - πόσω μάλλον για ζωή και ανάπαυση. Η μόνη του ικανοποίηση πήγαζε ίσως απ' την παράξενη αίσθηση ότι είχε κοιτάξει ξανά από μια γνωστή κλειδαρότρυπα τη δική του αεικίνητη ανησυχία.