Δευτέρα, 29 Ιουλίου 2019 19:13

Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Οχυροί οικισμοί της Εξω Μάνης - Λαγκάδα

Γράφτηκε από την
ανάλογα με τις συγκυρίες και τις συμμαχίες, οι καπετανίες ενώνονταν ή χωρίζονταν

ανάλογα με τις συγκυρίες και τις συμμαχίες, οι καπετανίες ενώνονταν ή χωρίζονταν

 

Η ανάγκη για την εξασφάλιση των χώρων κατοικίας των «ισχυρών γενών» σε όλο τον τραχύ βραχίονα της Μάνης, αλλά και η ανάγκη για την επίδειξη της δύναμής τους, γέννησε τους γνωστούς πέτρινους πύργους που ορθώνονται σε όλη την έκταση της τραχιάς μανιάτικης γης και αποτελούν σύμβολο για κάθε Μανιάτη.

Μετά τον αναγκαστικό νόμο του 1937, που χώρισε τη Μάνη αποσπώντας της το ΒΔ κομμάτι της, την Εξω Μάνη, με απόλυτο σεβασμό στον αδιαίρετο και ενιαίο χαρακτήρα της, θα αναφερθούμε σε πύργους και πυργόσπιτα που μπορεί διοικητικά να βρίσκονται στη Μεσσηνία αλλά σίγουρα ανήκουν στη μανιάτικη παράδοση και ψυχή.

Μετά την πτώση του Μυστρά και την υποταγή του ελληνικού χώρου στη λαίλαπα των Τούρκων, λίγα ορεινά κυρίως μέρη με ανυπότακτους κατοίκους, αντιστάθηκαν και κατάφεραν να υπαχθούν σε ειδικό προνομιακό καθεστώς εσωτερικής αυτονομίας. Αυτά ήταν το Σούλι, η Χειμάρρα και βέβαια η Μάνη. Στα πλαίσια αυτής της αυτονομίας με μοναδική υποχρέωση να καταβάλλουν ετήσιο φόρο υποτέλειας, οι Μανιάτες είχαν τη δυνατότητα να οπλοφορούν και να αυτοδιοικούνται. Τα γένη και οι ισχυρές οικογένειες είχαν ηγετικό ρόλο κατά περιοχή. Το πατριαρχικό σύστημα αυτοδιοίκησης στηριζόταν κυρίως στον αριθμό των μελών που ήταν και η δύναμη της οικογενείας, δηλαδή του γένους. Η βάση της κοινωνικής δομής ήταν η συγγένεια αίματος. Ετσι, σε κάθε περιοχή, αυτές οι ευρείες οικογενειακές ομάδες συγκροτούσαν και ένοπλους, αυτοδύναμους, στρατιωτικο-πολιτικούς και οικονομικούς σχηματισμούς. Η δομή αυτής της ιδιότυπης πατριαρχικής κοινωνίας, απαιτούσε διαδοχή για το ισχυρό γένος, από το πρώτο αγόρι της οικογένειας. Αυτή ήταν η αρχή της αρρενο-πρωτοτοκίας. Ισως έτσι εξηγείται και η μεγάλη επιθυμία των Μανιατών να κάνουν «κούρους» (γιους). Στη διάρκεια της Β΄ Βενετοκρατίας (1685-1715) αφού και οι Βενετοί απέτυχαν να οργανώσουν διοικητικά τη Μάνη αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν επίσημα τους αρχηγούς των διαφόρων περιοχών, που τότε ονομάστηκαν καπετάνιοι ή καπιτάνιοι και οι περιοχές τους καπετανίες. Βέβαια για τη Μέσα Μάνη τίποτα δεν άλλαξε. Η πατριαρχική δομή της κοινωνίας της, έμεινε ανέγγιχτη.

Στη Β΄ Τουρκοκρατία, αφού και οι Τούρκοι απέτυχαν να ελέγξουν διοικητικά τη Μάνη, εδραιώθηκε ο θεσμός των προνομίων και η Μάνη έγινε Μπας-Μπεηλίκι. Από το 1776 μέχρι το 1821, οριζόταν ως μπέης, ένας από τους καπετάνιους της. Αυτός ήταν υπεύθυνος για τη συγκέντρωση του φόρου, αλλά και τη δημόσια τάξη και ασφάλεια κυρίως των γειτονικών με τη Μάνη τουρκοκρατούμενων περιοχών. Η Μάνη τότε υπαγόταν απ’ ευθείας στον Καπουδάν-πασά, τον αρχιναύαρχο του τουρκικού στόλου. Συνολικά στα σαράντα πέντε χρόνια του θεσμού, ορίστηκαν οκτώ μπέηδες που συνήθως είχαν την έδρα τους στις Κιτριές ή και στο Μαραθονήσι.

Η Μάνη έγινε έτσι ένα μεγάλο στρατόπεδο που μάλιστα συγκέντρωσε ετοιμοπόλεμους και ανυπότακτους άνδρες και από άλλες περιοχές. Μετατράπηκε σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή, που άγονη και άνυδρη δεν μπορούσε να ζήσει τους κατοίκους της. Οι ξερολιθιές και τα αναλήμματα έκαναν καλλιεργήσιμο κάθε μικρό κομμάτι γης, αλλά και πάλι οι πόροι ήταν λίγοι για τόσους πολλούς. Ετσι αυτοί, ήταν επόμενο να στραφούν σε άλλα μέσα για να ζήσουν, μέσα που στηρίζονταν στη δύναμη των όπλων. Η ληστεία και η πειρατεία και λιγότερο η εμπορική ναυτιλία έδωσαν άλλο χρώμα στο μανιάτικο τοπίο. Η βορειοδυτική Εξω Μάνη, λόγω της πληθώρας των όρμων και της εύκολης επικοινωνίας με τα βενετικά λιμάνια της Κορώνης αλλά και της Μεθώνης, συγκέντρωσε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Τα πιο εύφορα εδάφη της έγιναν όμως και πόλος έλξης επιδρομέων, που το 17ο αιώνα ήταν ξένοι πειρατές κυρίως Τούρκοι.

Λόγω των μεγάλων αντιθέσεων που φέρνει η συνύπαρξη τόσων πολλών οπλισμένων σε έναν τόπο, αναπτύσσονταν πολλές και ατέλειωτες εμφύλιες διαμάχες, οι βεντέτες, που κρατούσαν χρόνια και αποδεκάτιζαν οικογένειες. Για την αντιμετώπιση των ξενόφερτων επιδρομέων αλλά και της βεντέτας χρειάζονταν κατάλληλα οχυρωματικά έργα. Οι ξενιτεμένοι, κυρίως σαν μισθοφόροι (stradioti) Μανιάτες, έφεραν δυτικά ήθη και τεχνοτροπίες στη Μάνη. Οι οχυροί πύργοι και οι καστροκατοικίες της Δύσης, άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια και στην τραχιά Μάνη. Κάθε ισχυρή οικογένεια είχε τον πύργο της που μάλιστα το ύψος του έδειχνε και τη δύναμή της. Ο ψηλότερος πύργος ήταν αυτός του καπετάνιου. Αν κάποιος επιχειρούσε να χτίσει ψηλότερο πύργο τότε ο ισχυρότερος μπορούσε να του επιβάλει να τον γκρεμίσει.

Η ιεράρχηση των καπετάνιων και των καπετανιών είχε τρεις τάξεις. Ανάλογα με το μέγεθος και τη δύναμη των όπλων που συγκέντρωνε η καθεμιά υπήρχαν οι κύριες και μεγάλες καπετανίες με τους πρώτους και μεγάλους αρχηγούς τους. Ετσι αναφέρονταν «πρώτα», «δεύτερα» και «τρίτα» σπίτια. Αυτή η ιεράρχηση των καπετανιών όπως και των γενών ήταν ρευστή. Ο αριθμός των ατόμων μπορούσε να μειωθεί δραματικά μετά από εμφύλιες έριδες ή άλλες πολεμικές συγκρούσεις. Ακόμα, κυρίως στην Εξω Μάνη, υπήρχε ιεράρχηση των γενών και κυριαρχία στην περιοχή ακόμα και για τις μικρότερες αλλά και ταυτόχρονα ισχυρές οικογένειες που ασκούσαν κληρονομικά το δικαίωμα του τοπικού καπετάνιου.

Ο αριθμός των καπετανιών στην προεπαναστατική περίοδο, όπως ήταν φυσικό, δεν ήταν σταθερός. Ανάλογα με τις συγκυρίες και τις συμμαχίες οι καπετανίες ενώνονταν ή και χωρίζονταν. Ετσι κατά καιρούς αναφέρονται από έξι μέχρι και δεκαπέντε καπετανίες.

Από μια άλλη σκοπιά η βεντέτα, η ληστεία και η πειρατεία κράτησαν ετοιμοπόλεμο ένα σημαντικό φυσικό οχυρό, όπως είναι η Μάνη, που την κατάλληλη στιγμή αποτέλεσε ορμητήριο για το μεγάλο ξεσηκωμό. Είναι πολύ αμφίβολο αν θα μπορούσε να περιμένει κανείς μια επιτυχημένη εξέγερση αν δεν υπήρχε το «στρατόπεδο» της Μάνης. Ακόμα και οι ξένοι στήριζαν τα κατακτητικά τους σχέδια και τους αντιπερισπασμούς στους ετοιμοπόλεμους Μανιάτες, που άλλοτε σαν μισθοφόροι (stradioti) και άλλοτε σαν οργανωμένες ελληνικές ομάδες, αποτελούσαν ισχυρή δύναμη στο πλευρό τους. Είναι χαρακτηριστικά τα παραδείγματα του Morosini το 1659 και το 1685 αλλά και των Ορλώφ και του Παπάζωλη το 1770.

Κατά τη διάρκεια του ξεσηκωμού, η Μάνη είχε πληθυσμό 35.000 με περίπου οκτακόσιους πύργους. Οι μάχιμοι άνδρες που βρίσκονταν στις διαταγές των καπετάνιων ήταν από έξι μέχρι δέκα χιλιάδες. Από υπολογισμούς οι οχυρές εγκαταστάσεις που υπήρχαν στην Εξω Μάνη ήταν περίπου εκατόν ογδόντα. Οι περισσότεροι πύργοι, περίπου τετρακόσιοι πενήντα, βρίσκονταν στην Κάτω Μάνη. Μια προσεκτική ματιά σ’ αυτές της οχυρές εγκαταστάσεις και στο πολεμικό πλέγμα των πύργων, συμβάλει στην κατανόηση, αλλά και τη διαφύλαξη της τοπικής κληρονομιάς. Αυτές οι οχυρές εγκαταστάσεις που διακρίνονται σε πολεμικούς πύργους (γουλάδες, βάρδιες και ντάπιες), πυργοκατοικίες, τειχισμένες εγκαταστάσεις (οχυρά με οχυρωματικό περίβολο ή περιτειχισμένα συγκροτήματα κτιρίων) και «κρατικά» κάστρα και φρούρια.

Τα τειχισμένα συγκροτήματα τα συναντούμε σε επίλεκτα στρατηγικά σημεία της κάθε περιφέρειας και ανήκαν στις πρώτες οικογένειες του τόπου, δηλαδή σε αυτές που ήταν επικεφαλής των μεγάλων καπετανιών ή και εκείνων που ‘έδωσαν’ μπέηδες στη Μάνη. Εκτός όμως από τα τειχισμένα συγκροτήματα ένας άλλος τύπος ευρύτερου οχυρού συγκροτήματος ήταν και οι οικισμοί. Ετσι, αφού η κύρια δύναμη της κάθε οικογένειας ήταν ο αριθμός των μελών της, οι συγγενείς μαζεύονταν και κατοικούσαν σε συνοικίες ή μαχαλάδες που είχαν και το όνομα του γένους.

Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου οχυρού συγκροτήματος ήταν και αυτό της Λαγκάδας με τους τρεις μαχαλάδες της:

α. τα Μπλουτσιάνικα

β. τα Αλεξιάνικα-Μιχαλιτσιάνικα-Ξυλαστοριάνικα-Καντούνι και

γ. τα Τσιχολιάνικα.

Το Αλεξιάνικο συγκρότημα αποτελείται από την τετραώροφη πυργοκατοικία του Οικονομέα, τον πενταώροφο πολεμόπυργο του Καπιτσίνου, οκτώ διώροφα σπίτια, ενώ κοντά του και στα δυτικά βρίσκεται και ο χαρακτηριστικός στρογγυλός πύργος ή γουλάς. Η Λαγκάδα είναι ένα σημαντικό οικιστικό συγκρότημα, χτισμένο αμφιθεατρικά, στους πρόποδες του Ζυγού.

Στη φραγκοκρατία, την εποχή που ο ανήλικος Roberto de Taranto επιτροπευόταν από τη μητέρα του αυτοκράτειρα Catherine de Valois, το 1336, η Λαγκάδα μαζί με άλλους οικισμούς της Εξω Μάνης παραχωρήθηκε σαν φέουδο στον εραστή της, το Φλωρεντιανό τραπεζίτη Nicollo Acciaiuoli. Από το 1503 αναφέρεται στον οικισμό η οικογένεια των μισθοφόρων stradioti Βούλτσου ή Μπλούτσου (Μπλουτσιάνικα).

Η διακύμανση του πληθυσμού του οχυρού οικισμού ήταν μεγάλη και ανάλογη των ιστορικών περιόδων της Μάνης. Ομως και εδώ οι πανύψηλοι πύργοι του οικισμού είναι οι πέτρινοι γίγαντες που στέκονται διαχρονικά σαν μόνιμοι κάτοικοι, διδάσκοντας την Ιστορία του τόπου.


NEWSLETTER