Δευτέρα, 30 Ιουνίου 2014 20:05

Τοπικό γλωσσάρι ή λέξεις που κινδυνεύουν να χαθούν (μέρος 2ο)

Γράφτηκε από τον
Τοπικό γλωσσάρι ή λέξεις που κινδυνεύουν να χαθούν (μέρος 2ο)

Δεν είναι λίγες οι φορές που οι νεότεροι κοιτούν με απορία και οι παλαιότεροι συγκινούνται όταν ακούν ορισμένες λέξεις. Πρόκειται για λέξεις που δίνουν το χρώμα τοπικής διαλέκτου καθώς χρησιμοποιήθηκαν για αιώνες από τους ανθρώπους που έζησαν σε αυτό τον τρόπο. Κουβαλούν στο εσωτερικό την ιστορία με έναν ιδιότυπο τρόπο επειδή είναι λέξεις με καταγωγή από τα αρχαία ελληνικά, τα λατινικά, τα ιταλικά, τα τούρκικα και άλλες γλώσσες.

Λέξεις που προσαρμόστηκαν στις ανάγκες ανθρώπινης επικοινωνίας και της αγροτικής κοινωνίας. Και άρχισαν να εξαφανίζονται με την αστικοποίηση, τα ρεύματα μετανάστευσης, τις γλωσσικές μεταρρυθμίσεις αλλά και τις σκοπιμότητες μερικές φορές. Διαπιστώσαμε ότι έχει ενδιαφέρον να αποθησαυρίσουμε αυτό τον πλούτο ανακαλώντας στη μνήμη το παρελθόν και αναζητώντας πληροφορίες από διάφορες πηγές. Θα συνεχίσουμε κάθε Δευτέρα την παρουσίαση αυτής της συλλογής. Με τη βεβαιότητα ότι και οι αναγνώστες μπορούν να συμβάλουν στέλνοντας παρατηρήσεις, διορθώσεις και υλικό με οποιονδήποτε τρόπο κρίνουν πρόσφορο. Θα το περιμένουμε και θα φροντίσουμε για τη δημοσίευσή του.

 

Β

 

βαβούρα (η) η φασαρία.

βαγένι (το) το ξύλινο βαρέλι για κρασιά.

βαγιόλι (το) πετσέτα φαγητού.

βαλαντώνω -ουμαι στενοχωριέμαι, φλέγομαι από ερωτικό πάθος, αρρωσταίνω.

βαρβάτος (ο) το αρσενικό ζώο από το οποίο δεν έχουν αφαιρεθεί τα γεννητικά όργανα, μεταφορικά δυνατό αρσενικό με πολλές σεξουαλικές ορμές.

βαρβατσέλι (το) το βαρβάτο ζώο, μεταφορικά εύρωστο νεαρό αρσενικό.

βαριγκομισμένος (ο) λυπημένος, δύσθυμος.

βαργ(κ)ομώ βαρυγνωμώ, κάνω κάτι βαριεστημένα.

βάρδα φύγε μακριά.

βαρ(ι)κό (το) ελώδης τόπος, κτήμα με υγρασία.

βασταγό (το) το αρσενικό γαϊδούρι.

βασταγούρα (η) η γαϊδούρα.

βατεύει ο κόκορας όταν γονιμοποιεί την κότα.

βατουριώνα πολλοί θάμνοι βάτων με άλλους θάμνους σε πυκνή διάταξη.

βελάζω φωνάζω δυνατά χωρίς να λέω τίποτε.

βέλασμα (το) φωνή κατσικιών και προβάτων.

βελέντζα (η) χοντρό και βαρύ μάλλινο υφαντό για το κρεβάτι.

βερεσ(ιγ)έ με πίστωση, χωρίς πληρωμή, μεταφορικά χωρίς ανταπόκριση.

βετούλι (το) χρονιάρικο κατσίκι.

βίγλα (η) σκοπιά σε ύψωμα, παρατηρητήριο.

βίκα (η) πήλινο δοχείο μεταφοράς πόσιμου νερού με στενό λαιμό.

βίτσα (η) λεπτή εύκαμπτη βέργα που κάνει οξύ πόνο στο χτύπημα.

βιτσιά (η) χτύπημα με λεπτή βέργα, μαστίγιο.

βλογάει (δε) δεν υπάρχει ούτε για δείγμα.

βοϊδομάτης (ο) αυτός που έχει μεγάλα μάτια.

βολά (η) η μια φορά.

βουή (η) το μεγάλο κακό, μεταφορικά η μεγάλη φασαρία, ο δυνατός θόρυβος.

βουρλίζομαι περιστρέφομαι σαν τη σβούρα, βρίσκομαι σε έξαλλη κατάσταση.

βούτα (η) ξύλινο δοχείο που χρησίμευε για αποθήκευση ή μεταφορά νερού, σταφυλιών ή τη διάλυση της γαλαζόπετρας.

βουτσί (το) το βαρέλι για κρασιά, μεταφορικά ο κοντόχοντρος άνθρωπος.

βρακοζώνι (το) η ζώνη του ανδρικού εσώρουχου που ήταν μακρύ και κάλυπτε τα πόδια.

 

Γ

 

γαϊδουριά (η) η απρεπής συμπεριφορά.

γαλίφης (ο) ο κόλακας, ο καταφερτζής.

γαλιφιά (η) η κολακεία.

γανίλα (η) η σκουριά, μεταφορικά η λέρα στα ρούχα.

γδυτός (ο) ο γυμνός.

γελέκο, γελέκι (το) πανωφόρι χωρίς μανίκια.

γεννήματα (τα) όλα τα δημητριακά είτε τα σπαρμένα, είτε οι καρποί τους.

γεννησιάρικο (το) το νεογέννητο.

γεντέκι (το) ξύλινος στύλος, μεταφορικά ο χαζός άνθρωπος.

γεροκομάω περιποιούμαι ηλικιωμένο άνθρωπο.

γερομπαμπαλής (ο) ο πολύ γέρος.

γεροξούρας (ο) ο ξεμωραμένος γέρος.

γιαργούτη (η) η γιαούρτη.

γιατάκι (το) το κατάλυμα, ο τόπος διαμονής, το κλινοσκέπασμα.

για’ τρα για τήρα, για κοίταξε.

γιόμα (το) το διάστημα από το πρωί μέχρι το μεσημέρι ή και το μεσημέρι.

γιόμος (ο) ο πολύς καρπός στα ελαιόδεντρα.

γιοργάδα (η) το γρήγορο και στρωτό τρέξιμο του αλόγου.

γιούκος (ο) στοίβα υφαντών ρούχων τοποθετημένη πάνω στο μπαούλο.

γιοματάρι (το) βαρέλι γεμάτο κρασί που δεν έχει ανοίξει.

γιορντάνι (το) περιδέραιο από αργυρά ή και χρυσά νομίσματα.

γιουρούκι (το) ο δύσμορφος και δυσκίνητος άνθρωπος.

γκάβαλο (το) η κοπριά του γαϊδάρου, του αλόγου ή του μουλαριού.

γκαβός (ο) ο αλλήθωρος.

γκάνιασα δίψασα πολύ.

γκάργκανο (το) ο ξερός τόπος που δουλεύεται δύσκολα, το ξερό ψωμί.

γκαρδιακός (ο) ο αγαπημένος φίλος.

γκαστρολογιέμαι χρησιμοποιείται για εγκύους που ζηλεύουν διάφορα γλυκά ή φαγητά.

γκιόσα (η) η γερασμένη γίδα.

γκιούλι (το) γερός και λεπτός σπάγκος.

γκουργκούνι (το) ο αστράγαλος.

γκλάβα (η) το κεφάλι, συνήθως με την έννοια του οργάνου σκέψης.

γκλαβανίζω μιλάω πάνω από το κεφάλι κάποιου και τον ζαλίζω.

γκλαφουνάω ζητάω με κλάματα.

γκορτσιά (η) αγριοαχλαδιά, και ο καρπός γκόρ(ι)τσο.

γκρεμίλα (η) επικίνδυνα επικλινές και άγονο έδαφος.

γλαρώνω νυστάζω και είμαι έτοιμος να αποκοιμηθώ.

γλέπω βλέπω.

γλυκάδι (το) το ξίδι.

γνώρα (η) η γνωριμία.

γομάρι (το) το φορτίο, ο γάιδαρος, μεταφορικά ο απρεπής άνθρωπος.

γουβί (το) μικρός λάκκος που ανοίγεται στο έδαφος για να φυτευτεί κάτι.

γουβίτσα (η) το κοίλωμα στο πίσω μέρος του κεφαλιού, παιδικό παιχνίδι.

γούλισμα (το) το έδαφος που έχουν αποτεθεί χώματα που μεταφέρθηκαν με τη βροχή ή τα νερά του ποταμού.

γούπατο (το) το βαθούλωμα του εδάφους.

γουρμάζω ωριμάζω.

γούρνα (η) λακκούβα στην οποία μαζεύεται ή τοποθετείται νερό.

γουρνοσφαξιές (οι) το σφάξιμο των γουρουνιών για πάστωμα όταν ανοίγει το Τριώδιο.

γουστέρα (η) η σαύρα.

γρέκι (το) μαντρί γιδοπροβάτων.

γρικάου αντιλαμβάνομαι, αισθάνομαι.

γριμπίλι (το) το εύρωστο και καθαρό ζώο, μεταφορικά ο εύρωστος και περιποιημένος άνθρωπος.

γροθάρι (το) η νεόφυτη ελιά.

(σ)γρουμπούλι (το) το εξόγκωμα από χτύπημα, συνήθως στο κεφάλι.

γράνα (η) βαθύ χαντάκι.

 

Δ

 

δα μόλις (τώρα δα = μόλις τώρα).

δαμάλι (το) αρσενικό νεαρό μοσχάρι μεγαλύτερο των δύο ετών, μεταφορικά ο δυνατός νέος.

δανεικαριά (η) εργασία ομάδας εργατών σε ξένο χωράφι με αντάλλαγμα ισόποση εργασία στο δικό τους.

δασιά (τα) πυκνά.

δεμάτι (το) δέμα με θερισμένα δημητριακά ή βέργες.

δ(ή τ)εφτέρι (το) το κατάστιχο.

διάκε διάβηκε.

διακονιάρης (ο) ο ζητιάνος.

διάνος (ο) ο γάλος (ινδιάνος).

διάσελο (το) το ξέφωτο σε ύψωμα.

διαταή (η) η διαταγή.

διάτανος (ο) ο διάβολος.

δικολάβος (ο) ο δικηγόρος, ο διπλωμάτης και καταφερτζής άνθρωπος.

διμούτσουνος (ο) ο διπρόσωπος.

διπλάρησε γέννησε δίδυμα.

δισάκι (το) μεγάλο σακούλι.

διφόρια (τα) οι καρποί που γίνονται μετά τη συγκομιδή της κύριας σοδειάς.

δόγα (η) η κυρτή σανίδα του ξύλινου βαρελιού.

δόλιος (ο) ο αξιολύπητος άνθρωπος.

δοξαπατρί (στο) κατακούτελα.

δραγάτης (ο) ο φύλακας των αμπελιών, ο αγροφύλακας.

δ(ή τ)ραπέτσι πολύ ξινό.

δρυμός (ο) ο οξύς, ο καυστικός.

δροτσίλα (η) το εξάνθημα που παρουσιάζεται από τον υπερβολικό ιδρώτα τις ημέρες της μεγάλης ζέστης.

δυχατέρα (η) η κόρη.

 

Ε

 

έγκωμος (ο) χοντρός, δυσκίνητος.

εδεφτού, εδεκεί εκεί ακριβώς.

έδιακα διάβηκα, πήγα.

είναιτος είναι αυτός.

έκοψε έφυγε τρέχοντας.

έλαχε έτυχε.

ελόγιασα αντιλήφθηκα.

έμπα (το) η είσοδος.

εμπατή (η) η είσοδος του σπιτιού.

έμπυτο (το) το πύον.

έντος νάτος.

εξαποδώ (ο) ο διάβολος.

εξεπιτούτου επίτηδες, γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό.

εξηνταβελώνης (ο) ο τσιγκούνης.

(ε)προγκίξανε τρόμαξαν και τράπηκαν σε φυγή.

έστυψε στέρεψε.

έφριγο (έγινε) γελοιοποιήθηκε.

εφτού εκεί.

εφτούνος αυτός.

εφτούνος εφτού αυτός εκεί.

έχι (το) η περιουσία.

 

Ζ

 

ζα (τα) τα ζώα, συνήθως αυτά της μεταφοράς.

ζαβλακωμένος (ο) ο ζαλισμένος, ο αδιάθετος.

ζαβός (ο) ο πνευματικά ή σωματικά ανάπηρος.

ζαγά-ζαγά σιγά-σιγά και επιφυλακτικά.

ζαγάρι (το) κυνηγετικό σκυλί, μεταφορικά ο επιθετικός άνθρωπος.

ζάγκλα (η) η απότομη στροφή για να αποφύγεις κάτι.

ζακόνι (το) η συνήθεια, το έθιμο, το ελάττωμα.

ζαλιά (η) το φορτίο, αυτός που παίρνεις στην πλάτη.

ζαλώνω φορτώνω.

ζαμάν φου ο αδιάφορος.

ζαμάνι (το) μεγάλο χρονικό διάστημα (χρόνια και ζαμάνια).

ζάρα (η) πτυχοειδές πήλινο αγγείο μεγάλου μεγέθους για την αποθήκευση αγροτικών προϊόντων, μεταφορικά το πτύχωμα του δέρματος ή του ρούχου.

ζάφτι (φέρνω) τα φέρνω βόλτα, τα καταφέρνω, τα δαμάζω.

ζβουγκούνισμα (το) ο θόρυβος που κάνουν τα έντομα όταν πετούν.

ζεβζέκης (ο) ο σκανδαλιάρης.

ζεματάω είμαι πολύ ζεστός, ζεσταίνω πολύ κάτι, μεταφορικά το πολύ ξύλο ή και ο αυστηρός-αποστομωτικός λόγος.

ζεμπερέκι (το) ο μοχλός στο μεταλλικό χερούλι της πόρτας με τον οποίο σηκωνόταν η ασφάλεια πίσω από αυτή.

ζερζεβούλης (ο) ο διάβολος, μεταφορικά ο πολύ πονηρός.

ζέχνω μυρίζω άσχημα, είμαι λερωμένος, βρώμικος.

ζούδι (το) το άγριο ζώο, το ζωύφιο.

ζουλάπι (το) το άγριο ζώο.

ζουλάω (ζουπάω) σπρώχνω, πιέζω.

ζουνάρι (το) η ζώνη.

ζυγούρι (το) το χρονιάρικο αρνί.

ζυγώνω πλησιάζω κοντά.

ζωντανό (το) το ζώο.

ζωντόβολο (το) το ζώο, μεταφορικά ο βλάκας.

ζωστήρα (η) δερμάτινη ή πάνινη ζώνη.

 

Η

 

ηλιακός (ο) τοποθεσία που τη βλέπει πολύ ο ήλιος.

ήσκα (η) φιτίλι που παίρνει εύκολα φωτιά.

ησκιάδα (η) η σκιά.

 

Θ

 

θαμπίζω μόλις βλέπω.

θανατικό (το) οι ομαδικοί θάνατοι από επιδημία.

θανατικός (ο) ο πολύ φανατικός για κάτι.

θέλημα (το) η παραγγελία που αποφεύγεται να κατονομαστεί (έφερα το θέλημα).

θελόσταχτη (η) το σταχτόνερο με το οποίο έπλεναν τα ρούχα.

θελός θολός.

θεριακωμένος (ο) πολύ μεγάλος, τεράστιος.

θεριό (το) το θηρίο.

θέρμη (η) ο υψηλός πυρετός που συνοδεύεται από ρίγος.

θερμός (ο) το καυτό νερό.

θ(ε)ημονιά (η) σωρός από δεμάτια θερισμένων δημητριακών που προορίζονται για αλώνισμα.

θηλύκι (το) πρόχειρο ράψιμο στη θέση κουμπιού που έχει κοπεί.

θράκα (η) αναμμένα κάρβουνα, τα πυρακτωμένα κομμάτια καμένου ξύλου.

θρασίμι (το) το ψοφίμι, μεταφορικά ο θρασύδειλος.

θράσ(ι)ος ο άνθρωπος που χαραμίζεται, που χάνεται άδικα (πήγε θράσος).

θροΐζομαι ριγώ, ανησυχώ και αναστατώνομαι.

θρόισμα (το) το ελαφρό αεράκι που κάνει μικρό θόρυβο, μεταφορικά το ελαφρό χάδι.

θρύψαλα (τα) πολύ μικρά κομμάτια από κάτι που σπάζει.

θυγατέρα (η) η κόρη.

θύμωμα (το) ο ερεθισμός της πληγής.

 

Ι 

 

ιδιανός (ο) ο ίδιος (είναι του ιδιανού).

(γ)ινάτι (το) το πείσμα, η εχθρική διάθεση απέναντι σε κάποιον με αφορμή κάτι.

 

 

Συνεχίζεται την επόμενη Δευτέρα


NEWSLETTER