Δευτέρα, 28 Ιουλίου 2014 20:29

Τοπικό γλωσσάρι ή λέξεις που κινδυνεύουν να χαθούν (μέρος 6ο)

Γράφτηκε από την

Δεν είναι λίγες οι φορές που οι νεότεροι κοιτούν με απορία και οι παλαιότεροι συγκινούνται όταν ακούν ορισμένες λέξεις. Πρόκειται για λέξεις που δίνουν το χρώμα τοπικής διαλέκτου καθώς χρησιμοποιήθηκαν για αιώνες από τους ανθρώπους που έζησαν σε αυτό τον τρόπο. Κουβαλούν στο εσωτερικό την ιστορία με έναν ιδιότυπο τρόπο επειδή είναι λέξεις με καταγωγή από τα αρχαία ελληνικά, τα λατινικά, τα ιταλικά, τα τούρκικα και άλλες γλώσσες.

 

Λέξεις που προσαρμόστηκαν στις ανάγκες ανθρώπινης επικοινωνίας και της αγροτικής κοινωνίας. Και άρχισαν να εξαφανίζονται με την αστικοποίηση, τα ρεύματα μετανάστευσης, τις γλωσσικές μεταρρυθμίσεις αλλά και τις σκοπιμότητες μερικές φορές. Διαπιστώσαμε ότι έχει ενδιαφέρον να αποθησαυρίσουμε αυτό τον πλούτο ανακαλώντας στη μνήμη το παρελθόν και αναζητώντας πληροφορίες από διάφορες πηγές. Θα συνεχίσουμε κάθε Δευτέρα την παρουσίαση αυτής της συλλογής. Με τη βεβαιότητα ότι και οι αναγνώστες μπορούν να συμβάλουν στέλνοντας παρατηρήσεις, διορθώσεις και υλικό με οποιονδήποτε τρόπο κρίνουν πρόσφορο. Θα το περιμένουμε και θα φροντίσουμε για τη δημοσίευσή του.   

Ξ

ξάγναντο (το) το ξέφωτο.

ξαδειάζω ευκαιρώ.

ξαίνω επεξεργάζομαι το μαλλί, το χτενίζω ώστε να γίνει κατάλληλο για φτιάξω νήμα.

ξακρίζω πηγαίνω στην άκρη.

ξαμώνω αποτρέπω, χειρονομώ απειλητικά.

ξανάβω ανάβω εκ νέου, μεταφορικά φουντώνω, θυμώνω.

ξανασαίνω παίρνω ανάσες.

ξαρίζω καθαρίζω το έδαφος με μεγάλη επιμέλεια, συνήθως χρησιμοποιείται για τα αλώνια στα οποία απλώνουν τις σταφίδες.

ξαφρίζω καθαρίζω τον αφρό από το κρέας ή άλλα τρόφιμα που βράζουν, μεταφορικά κλέβω χωρίς να με καταλάβουν.

ξεβγάζω ξεπροβοδίζω κάποιον, βγάζω κάποια υποχρέωση πρόχειρα, ξεπλένω τα ρούχα από τη σαπουνάδα.

ξεβουρτσολόγος (ο) αυτός που κλέβει ελιές τραβώντας τους καρπούς με το χέρι από το κλαρί μέσα σε ένα καλάθι που έχει στο άλλο χέρι

ξεγερεύω βρίσκω την υγεία μου μετά από αρρώστια.

ξεγ(κ)οφιάζουμαι εξαρθώνεται ο γοφός μου, μεταφορικά η κούραση από έντονες και απότομες κινήσεις.

ξεδίνω εκτονώνομαι.

ξεζαλώνω ξεφορτώνω κάποιον.

ξεθερμίζω ρίχνω καυτό νερό και καθαρίζω από το δέρμα το χοιρινό ή τα υπολείμματα στο δέρμα των πτηνών.

ξεΐγκλωτος (ο) το ζώο που δεν έχει ίγκλα, δηλαδή λουρίδα που να δένει το σαμάρι του, μεταφορικά ο άνθρωπος που δεν στερεώνεται το παντελόνι του και κρέμονται τα ρούχα του, ο ασουλούπωτος.

ξεκαμπίζω έρχομαι.

ξεκατινάζουμαι κουράζομαι από μεγάλη οδοιπορία ή εργασία, μεταφορικά η δημόσια διαμάχη με χαμηλού επιπέδου προσωπικές επιθέσεις.

ξέκοπα κατ’ αποκοπήν, ανάληψη εργασίας με συμφωνημένη τιμή για την εκτέλεσή της.

ξεκορφίζω εξέχω, είμαι πάνω ή πιο ψηλός από τους άλλους.

ξεκουμπίζουμαι φεύγω κακήν κακώς.

ξεκούτρουλος (ο) χωρίς καπέλο.

ξεκωλώνω ξεριζώνω.

ξελακκώνω ανοίγω λάκκο γύρω από τη ρίζα φυτού ή δέντρου.

ξελημεριάζω περνάω όλη την ημέρα μου.

ξελιγώθηκα εξαντλήθηκα από την πείνα ή την κούραση.

ξελογγώνω εκχερσώνω από θαμνώδη βλάστηση.

ξελόντζα (η) πρόχειρη κατασκευή για τον σταβλισμό των αιγοπροβάτων.

ξεμασκαλίζω τραβάω με δύναμη και παίρνω το κλαδί του δέντρου, μεταφορικά το απότομα τράβηγμα του χεριού.

ξεμοναχιάζω απομονώνω κάποιον συνήθως με κακό σκοπό, βρίσκω την ευκαιρία να μιλήσω σε κάποιον χωρίς να είναι άλλος μπροστά.

ξεμπινιάστηκα εξαντλήθηκα.

ξεμπροστιάζω αποκαλύπτω κάποιον για πράξεις του μπροστά σε άλλους.

ξεμπρατσαλώνουμαι σηκώνω τα μανίκια μου ή κυκλοφορώ ρούχα που φαίνονται τα μπράτσα μου.

ξένα (τα) η ξενιτιά.

ξενηστικωμάρα (η) η πείνα.

ξεπεζεύω ξεκαβαλικεύω, φθάνω κάπου μετά από μια διαδρομή.

ξεπεταρούδι (το) το πουλί που μόλις άρχισε να πετάει, μεταφορικά το πολύ μικρό παιδί.

ξεπίτυσα πείνασα πολύ.

ξεραΐλα (η) η ανομβρία.

ξεράκι (το) το ξερό δέντρο.

ξερακιανός (ο) ο αδύνατος στο πρόσωπο.

ξεριάς (ο) ο ξεροπόταμος.

ξερικός (ο) ο τόπος που δεν ποτίζεται.

ξεροκούμουτσο (το) ξερό κομμάτι ψωμιού.

ξερολιθιά (η) τοίχος από πέτρες ανάμεσα τις οποίες δεν υπάρχει συνδετικό υλικό.

ξεροσταλιάζω στέκομαι όρθιος για πολύ ώρα περιμένοντας κάτι.

ξερός (ο) ο πεθαμένος.

ξεροφάι (το) η ξηρά τροφή.

ξεσαγωνιάστηκα αδυνάτισα πολύ.

ξεσηκώνω αντιγράφω επακριβώς.

ξέσκουρα επιπόλαια, επιφανειακά.

ξεσπινίζω αφαιρώ τους καρπούς από το καλαμπόκι, τα ξεραμένα φασόλια, το ρόδι κλπ.

ξεσυνερίζουμαι αντίδικα, κάνω κάτι εξαιτίας κάποιου πράγματος που κάνει κάποιος άλλος.

ξεσυνέρ(γ)ια (η) ο ανταγωνισμός.

ξεφουρτσίζω γδέρνω.

ξεφουσαίνω ξεφυσάω, συνήθως χρησιμοποιείται για την κατάσταση ύπνου.

ξεφτέρι (το) το μικρό γεράκι, ο πολύ έξυπνος άνθρωπος.

ξέφωτο (το) ανοιχτό μέρος σε δάσος ή θαμνώδη τόπο.

ξεχαρβαλωμένος (ο) ο διαλυμένος ή αυτός που είναι έτοιμος να διαλυθεί.

ξηνταβελώνης (ο) ο τσιγγούνης.

ξιέμαι ξύνομαι.

ξινάρι (το) η αξίνα.

ξόβεργα (η) παγίδα για πουλιά.

ξύσμα (το) κομμάτι ξυσμένης φλούδας.

ξυστρί (το) εργαλείο με το οποίο έξυναν την τρίχα των αλόγων.

ξώσπιτο (το) σπίτι στο χωράφι που χρησιμοποιείται είτε σαν αποθήκη είτε σαν πρόχειρο κατάλυμα.

ξωτικό (το) μυθικό πλάσμα των δασών, δαιμόνιο της λαϊκής παράδοσης.

ξώφαλτσα ξυστά, ίσα που ακούμπησε.

 

Ο

Οβραίος (ο) ο Εβραίος (και Οβριός).

όγιος όποιος.

ογλήγορος γρήγορος, ταχύς.

ολούθε παντού.

ολότελα εντελώς.

οματιά (η) χοντρά έντερα του χοιρινού γεμισμένα με χοντροκομένο σιτάρι, μικρά κομμάτια από σπλήνα, καυκαλήθρες, πορτοκαλόφλουδες και μπαχαρικά. Το έψηναν στο φούρνο την επομένη από τις γουρνοσφαξιές.

όμπυο (το) το πύον.

οξαποδός (ο) ο διάβολος.

ορίζω διατάζω.

ορμήνεια (η) η οδηγία, η συμβουλή.

όρνιο (το) το αρπακτικό πουλί και μεταφορικά ο χαζός άνθρωπος.

ούλος όλος.

όχτος (ο) χωμάτινο φυσικό αντέρισμα, απότομος βράχος ή γκρεμός.

οχτρός (ο) ο εχθρός.

 

Π

πααίνω πηγαίνω.

παγανά (τα) οι καλικάντζαροι, τα δαιμονικά, τα ποντίκια.

παγανιά (η) ανιχνευτικό "σάρωμα" μιας περιοχής από ένοπλη ομάδα.

παιδοκομάω περιποιούμαι το παιδί.

παΐρι (το) η επίτευξη στόχου με δύναμη και αξία (με το παΐρι του).

(τον) παίρνω δίπλα αποκοιμιέμαι.

πάκια (τα) οι γοφοί.

πάλαι πάλι.

παλάντζα (η) είδος φορητής ζυγαριάς που αποτελείται από ένα δίσκο στον οποίο τοποθετείται το υπό ζύγιση αντικείμενο και έναν κανόνα (σιδερένιο χάρακα με υποδιαιρέσεις για το βάρος) με κινητό αντίβαρο που προσδιορίζει το βάρος στο σημείο ισορροπίας. Μεταφορικά ο άνθρωπος που αλλάζει διαρκώς γνώμη επηρεαζόμενος από διάφορους παράγοντες, ο άνθρωπος που ταλαντεύεται.

παλιόπραμα (το) ο παλιάνθρωπος.

παλούκι (το) ο πάσσαλος.

παλουκώσου κάθισε κάτω ήσυχος.

παναγιάρι στρογγυλή ξύλινη σφραγίδα με την οποία σημαδεύουν το πρόσφορο. 

παναίριος εξαιρετικός, πολύ ωραίος.

πανιάρα (η) πανί δεμένο σε ξύλο που το βουτούσαν στο νερό και καθάριζαν τον ξυλόφουρνο για να ρίξουν τα καρβέλια.

πάντα (η) η πλευρά, η άκρη.

παντέρμος ο μόνος στον κόσμο.

παντόφιλα (η) η παντόφλα.

πανωπροίκι (το) η πρόσθετη προίκα που ζητούσε ο γαμπρός για κάποιο λόγο.

πανώρια η πολύ ωραία γυναίκα.

πάπαλο ο αγαθός μέχρι ανοησίας.

παπάρα (η) πρόχειρο φαγητό με κομμάτια νερού μέσα σε λάδι ή νερό.

παπαριάζω μουσκεύω κάτι στο νερό μέχρι να μαλακώσει.

παπαρίζω μιλάω συνεχώς και λέω κουταμάρες.

παπορίσιο αυτό που πωλείται σε υπερβολική τιμή (το πλήρωσα παπορίσιο).

παπάς το δοκάρι στη στέγη που ξεκινάει από εκεί που ενώνονται τα ψαλίδια και φθάνει μέχρι το πάτερο.

παραγώνι (το) ο χώρος γύρω από τη γωνιά που άναβαν φωτιά στο τζάκι.

παράδες (οι) τα χρήματα.

παραθάρρια το τολμηρό ξεθάρρεμα.

παρα(ε)θύρι (το) το παράθυρο.

παρακά πιο κάτω.

παρακατίτσα λίγο πιο κάτω.

παρακούμπαρος ο δεύτερος κουμπάρος.

παραλογάω παραληρώ.

παραλοΐζω χάνω το νου μου.

παραπανίσιος αυτός που περισσεύει.

παραπόρτι (το) βοηθητική πορτούλα, συνήθως μυστική.

παραπούλια (τα) ξεσταχιασμένα παραβλάσταρα στα λάχανα.

παρατσούκλι (το) το παρωνύμιο.

παράφθαστο αξεπέραστο.

παράωρα πέρα από την ώρα του, αργά, προχωρημένη νύχτα.

παρδαλή (η) η ποικιλόχρωμη, μεταφορικά η γυναίκα ελαφρών ηθών.

παρδαλίσανε χρησιμοποιείται για τα σταφύλια όταν αρχίζουν να μαυρίζουν (οπότε έχουν διάφορα χρώματα) και να ωριμάζουν.

παρηγοριά το έθιμο να μαζεύονται στο σπίτι του νεκρού τα τρία βράδια μετά το θάνατο, συγγενείς, φίλοι και γείτονες.

παρλιακός (ο) ο ανισόρροπος.

πάρτη το μερίδιο, ο εαυτός.

Πάσκα (το) το Πάσχα.

πασμαγούδι (το) κάτι για τη λιγούρα, "μπινελίκι"

πασπαλίζω ρίχνω λεπτή σκόνη που επικάθεται σε κάτι.

πάστα (η) το τοματοπολτός.

παστό (το) χοιρινό κρέας που διατηρείται βρασμένο και καπνισμένο μέσα σε λίπος.

παστρικιά (η) η καθαρή, μεταφορικά η γυναίκα ελαφρών ηθών.

πατάκα (η) η πατάτα.

παταλιά μεταφορά ανθρώπου που δεν μπορεί να κινηθεί, από άλλους με τα χέρια ή σε πρόχειρο φορείο.

παταλιακός (ο) ο παράλυτος.

πατατούκα (η) βαρύ μάλλινο πανωφόρι.

πάτερο (το) οριζόντιο ξύλινο δοκάρι από τον ένα τοίχο μέχρι τον άλλον που στήριζε τη στέγη του σπιτιού και από το οποίο κρεμούσαν σκόρδα, κρεμμύδια, ρόδια, κολοκύθια και φρούτα που μπορούσαν να συντηρηθούν.

πατικώνω συμπιέζω.

πατιρντί (το) φασαρία, αναστάτωση.

πατόξυλα (τα) ξύλα από κυπαρίσσι πάνω στα οποία στηριζόταν το πάτωμα.

πατουλιά (η) συστάδα από θάμνους, συνήθως σε σύμπλεγμα με βάτα.

πατσαβούρι (το) παλιό πανί για σκούπισμα, μεταφορικά ανήθικο ή αναξιοπρεπής άνθρωπος.

πάτσι η ισόποση ανταπόδοση.

πάφιλας (ο) ο τσίγκος.

πάχνη (η) η πρωινή δροσιά.

παχνί (το) το μέρος μέσα στο οποίο τρώνε τα ζώα.

πεδούκλι (το) σκοινί με το οποίο έδεναν τα πόδια του ζώου για να μην φεύγει.

πεδουκλώνουμαι μπερδεύω τα πόδια μου σε κάτι και παραπατάω ή πέφτω.

πεζούλα (η) ξερολιθιά η οποία στήριζε τα χώματα σε κατηφορικά εδάφη, φυσικό ανάχωμα.

πεζούλι (το) πέτρινο κάθισμα στον αυλόγυρο εκκλησιών.

πελεκούδα (ι) η (το) κομμάτι ξύλου που πετάγεται από το πελέκημα.

πεντάρφανος (ο) αυτός που δεν έχει κανέναν στον κόσμο.

περίδρομος (ο) το χείλος τους πιάτου, μεταφορικά η πολυφαγία (έφαγε τον περίδρομο).

περικοπά από σύντομα διαδρομή, από μονοπάτι για να αποφύγω μακρύ δρόμο ή εμπόδια.

περονιάζω διαπερνώ.

πεσκέσι (το) δώρα κυρίως φαγώσιμα.

πεσκίρι (το) πετσέτα στην οποία τοποθετούσαν το ψωμί και το σκέπαζαν μέχρι "να γίνει" και να το ρίξουν στο φούρνο.

πετιμέζι (το) παχύρρευστο υγρό που μένει μετά το πολύωρο βράσιμο του μούστου πριν αυτός υποστεί ζύμωση, διατηρείται και χρησιμοποιείται ως γλυκαντικό.

πετσάφι (το) πρόχειρο πανί, μεταφορικά ο ανήθικος και ανυπόληπτος άνθρωπος.

πετσώνω βάζω σόλα στο παπούτσι, μεταφορικά χορταίνω φαγητό.

πήδος (ο) το πήδημα.

πηνιάτα (η) πήλινη κρεμαστή χύτρα με λαιμό την οποία χρησιμοποιούσαν για να πήξουν το γιαούρτι.

πίγκωσα βούλωσε η μύτη μου.

πιέτα (η) πτυχή ή τσάκιση στα ρούχα.

πίκρα (η) μεταφορικά η στεναχώρια.

πιλάλα (η) η τρεχάλα.

πιλάλι τρέχοντας.

πιόμα (το) το πιοτό.

πίπιζα (η) πνευστό λαϊκό όργανο.

πιστρόφια η επίσκεψη της νύφης στο πατρικό της σπίτι μετά το γάμο, μετά από αυτή επιτρέπεται να πάνε και οι συγγενείς της στο σπίτι του γαμπρού.

πιτάκι (το) τα σκουλήκια που πιάνει το αλλοιωμένο τυρί.

πιταρούλια (τα) είδος κρέπας από ζυμάρι σε σχήμα μικρής πίτας που τηγανίζεται και τρώγεται ζεστή με τυρί σφέλα.

πλακοπαΐδα (η) παγίδα για μικρά πουλιά τα οποία εγκλωβίζονταν μέσα σε ταψί ή κόσκινο στο οποίο έμπαιναν για να φανεί το δόλωμα, που στηριζόταν σε μικρά ξυλαράκια και με την ανατάραξη έπεφτε.

πλακόπιτα (η) μοιάζει με κρέπα, την βουτούν σε καυτό λάδι και την πασπαλίζουν με ξερή μυτζήθρα.

 

πλακουτσό αυτό που είναι σαν να έχει πατηθεί με αποτέλεσμα να πλατύνει.

Η συνέχεια την επόμενη Δευτέρα