Δευτέρα, 18 Αυγούστου 2014 20:10

Τοπικό γλωσσάρι ή λέξεις που κινδυνεύουν να χαθούν (μέρος 9ο - τελευταίο)

Γράφτηκε από την
Τοπικό γλωσσάρι ή λέξεις που κινδυνεύουν να χαθούν (μέρος 9ο - τελευταίο)

Το ταξίδι στις λέξεις τελειώνει κάπου εδώ. Οχι όμως και η αναζήτηση καθώς η έρευνα πρόσθεσε νέες λέξεις, ενώ δεν είναι λίγοι οι φίλοι που έχουν εκφράσει την επιθυμία να συνεισφέρουν με τη δική της εμπειρία. Ηταν ένα ταξίδι με εξαιρετικό ενδιαφέρον και αυτό πιστοποιείται από την υποδοχή της οποίας έτυχε. Πολλοί από τους αναγνώστες μας είχαν την ευκαιρία να θυμηθούν πάλι τη γλώσσα των παιδικών χρόνων καθώς η ενσωμάτωση στα αστικά κέντρα συνοδεύτηκε από σταδιακή εγκατάλειψη λέξεων που έχουν ιστορία αιώνων. Αλλοι που έμειναν στην ύπαιθρο και κράτησαν στο καθημερινό τους λεξιλόγιο πολλά στοιχεία του παρελθόντος είδαν τη σειρά των δημοσιεύσεων σαν μια δικαίωση της δικής τους παράδοσης. Ενώ οι νεότεροι και οι άνθρωποι που γεννήθηκαν στην πόλη και έζησαν σε αστικό περιβάλλον είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν τη γλωσσική παράδοση του τόπου.

 

Οσοι θα ήθελαν να συμβάλουν στη διάσωση περισσότερων λέξεων που διέφυγαν ή από επιλογή δεν περιλήφθηκαν στο αρχικό εγχείρημα, μπορούν το επόμενο διάστημα να στείλουν τις παρατηρήσεις και τις προσθήκες τους με οποιονδήποτε τρόπο κρίνουν πρόσφορο, προκειμένου να περιληφθούν σε μελλοντική έκδοση αν και εφόσον αυτή καταστεί δυνατή.

Φ (συνέχεια)

φουρλέτσι πάνω-κάτω και γρήγορα.

φουρφουράω κάνω θόρυβο, χτυπώ.

φούσκα (η) η ουροδόχος κύστη.

φουσκί (το) η κοπριά των ζώων, μεταφορικά το ασήμαντο.

φουσκοδεντριά (η) ο κατάλληλος καιρός την άνοιξη που ανοίγουν τα μάτια των δέντρων.

φούσκος (ο) το χαστούκι, η άσχημη πτώση στο έδαφος με το πρόσωπο προς τα κάτω, το φουσκωμένο σύκο.

φράχτης (ο) φυσική συνήθως περίφραξη κτήματος.

φρόκαλο (το) σκουπίδι, πολύ άσχημη γυναίκα.

φρύξα (η) μπαγιάτικο ψωμί φρυγανισμένο.

φτενός (ο) ο λεπτός.

φτούνα φτου αυτά εκεί.

φτούνος αυτός.

φτούριος (ο) ο χορταστικός.

φυγιό (το) ξαφνική κακοκαιρία με πολύ κρύο, το μέρος που το παίρνει από παντού ο άνεμος.

φυντάνι (το) νεαρό φυτό που μεταφυτεύεται, μεταφορικά παιδί με την έννοια του απόγονου κάποιου.

φώλος (ο) το αυγό που βάζουν στη φωλιά για να γεννήσει η κότα.

φωτίκια (τα) τα βαφτιστικά ρούχα.

φωτογωνιά (η) η εστία στο σπίτι, το μέρος όπου ανάβουν τη φωτιά.

 

Χ

χαβάς (ο) σκοπός τραγουδιού, μεταφορικά κάτι που επαναλαμβάνεται διαρκώς.

χαβάνι (το) το ορειχάλκινο γουδί.

χαβιά (η) χαλινάρι που τοποθετούσαν στα κάτω σαγόνια για να τιθασεύσουν τα άλογα.

χαβώνω εξαπατώ

χαγιάτι (το) η βεράντα.

χαϊβάνι (το) το ζώον, μεταφορικά ο χαζός άνθρωπος.

χαϊλωμένος (ο) χαζός

χαιρετούρα (η) η επίσκεψη στις ονομαστικές γιορτές, μεταφορικά όταν κάποιος χαιρετάει πολλούς ανθρώπους διαδοχικά με χειραψία.

χαϊμάρα (η) η μεγάλη καταστροφή, η αίσθηση ότι χάνω τον κόσμο.

χαΐρι (το) η προκοπή.

χαλάω σκοτώνω.

χαλές (ο) το αποχωρητήριο, ο ύπουλος άνθρωπος.

χαλεύω γυρεύω.

χάλιακας (ο) ο βλάκας.

χαλιάς πετρώδες έδαφος.

χαλκός (ο) η γαλαζόπετρα.

χαλκιάς (ο) ο σιδηρουργός.

χαλκώματα (τα) τα χάλκινα σκεύη.

χαλκωματένιος (ο) ο κατασκευασμένος από χαλκό.

χαμοκέλα (η) χαμηλό σπίτι ή καλύβι ευτελούς αξίας στο οποίο πολλές φορές στάβλιζαν ζώα.

χαμολόι (το) το μάζεμα των ελιών που έχουν πέσει κάτω.

χαμόσπιτο (το) μικρό ισόγειο κτίσμα που χρησιμεύει συνήθως για κατοικία.

χάμου κάτω.

χάμουρα (τα) τα χαλινάρια.

χαμούρι (το) ο πολτός της ελιάς στο ελαιοτριβείο.

χαμπέρι (το) η αναγγελία, η είδηση.

χαμπαρίζω υπολογίζω.

χαμπηλά χαμηλά.

χάνι (το) το πανδοχείο.

χανταβουλιάζομαι χάνομαι.

χαντρολέμι (το) κολιέ.

χαράκι (το) η αφαίρεση κομματιού από το φλοιό στον κορμό του κλήματος.

χαραμάδα (η) η σχισμή.

χαράμι άδικα.

χαραμοφάης (ο) αυτός που τρώει τσάμπα ή πληρώνεται χωρίς να προσφέρει.

χαρανί (το) καζάνι.

χαραυγή (η) το γλυκοχάραμα.

χαράπατο (το) το ετοιμόρροπο.

χάρβαλο (το) το ετοιμόρροπο.

χαρβαλεύω ψαχουλεύω θορυβωδώς.

χάση (η) το χάσιμο του φεγγαριού.

χάσκω έχω το στόμα ανοιχτό και γελάω συνήθως χωρίς λόγο, μεταφορικά αυτό που έχει σκιστεί ή ανοίξει στα ρούχα, στους τοίχους, στο έδαφος και γενικά σε κάθε συμπαγές αντικείμενο.

χασκογελάω γελάω χαζά χωρίς λόγο.

χασομέρι (το) η αργοπορία.

χαψιά (η) η μπουκιά.

χαΐρι (το) η προκοπή.

χαύω καταβροχθίζω, μεταφορικά πιστεύω ένα ψέμα.

χεριά (η) ποσότητα όσο πιάνει ένα χέρι.

χέρσος (ο) ο ακαλλιέργητος τόπος.

χερικό (το) το αναφερόμενο στο χέρι (όπως στο ποδαρικό).

χιόνα (η) λευκή, ονομασία συνήθως για τις άσπρες γίδες.

χιονίστρα (η) φλεγμονή του δέρματος μετά την έκθεση σε κρύο, η αρχική μορφή κρυοπαγημάτων.

χλαπακιάζω τρώω γρήγορα και χωρίς να μασάω.

χλαπάτσα (η) πηχτό φλέμα, η ασθένεια των γιδοπροβάτων.

χλαπουτάω τρώω με λαιμαργία.

χλιαίνω ζεσταίνω.

χλιμιντρίζω ο ήχος που βγάζει το άλογο, μεταφορικά μιλάω χωρίς να καταλαβαίνει κανένας τι θέλω να πω.

χόβολη (η) η θράκα, τα αναμμένα κάρβουνα.

χορήγι (το) ασβέστης.

χουγιάζω αποδοκιμάζω δυνατά, διώχνω κάποιον με φωνές.

χουλιάρι (το) το κουτάλι.

χουνέρι (το) το πάθημα, το καψώνι.

χούνη (η) μικρό φαράγγι.

χούφταλο (το) ο πολύ γέρος και ξεμωραμένος.

χουχλάζει βράζει.

χούχλος (ο) βρασμός.

χουχουλιέμαι κλαίω με αναφιλητά.

χρέπι (το) κάτι που είναι έτοιμο να διαλυθεί.

χρίζω αλείφω την επιφάνεια του αλωνιού με κοπριά για να ξεραθεί πριν το άπλωμα της σταφίδας, μεταφορικά τρώω κάτι και γεμίζω το πρόσωπο με λάδια και τροφές, λερώνω κάτι.

χρονιάρα (η) εορτή (χρονιάρα ημέρα).

χρυσή (η) ο ίκτερος.

χτικιό (το) η φυματίωση.

χτικιάρης (ο) ο φυματικός, μεταφορικά ο πολύ αδύνατος και ασθενικός.

χυλός (ο) πρόχειρο φαγητό από αλεύρι καλαμποκιού, λάδι, αλάτι και νερό.

χωρατό (το) το αστείο.

χωματουλιά (η) χωματίλα, μυρωδιά του χώματος.

 

Ψ

ψαλίδια (τα) τα ξύλα της στέγης.

ψάνη (η) ο καρπός του σιταριού όταν "ψωμώνει" και μπορεί να φαγωθεί, πριν όμως κιτρινίσει και σκληρύνει.

ψαρής (ο) το άσπρο άλογο, μεταφορικά ο ασπρομάλλης άνθρωπος.

ψαροκασέλα (η) ξύλινο φαρδύ και ρηχό κιβώτιο στο οποίο τοποθετούσαν ψάρια, μεταφορικά η άσχημη και αδύνατη γυναίκα.

ψαχνίδα (η) η πιτυρίδα.

ψιχάλα (η) η σιγανή βροχή.

ψουμάρνι (το) το όψιμο αρνί.

ψυχοβγάλτης (ο) ο κουραστικός άνθρωπος που σου βγάζει την ψυχή για να κάνει κάτι.

ψυχοκέρι (το) το κερί που ανάβουν στους πεθαμένους.

ψυχογιός (ο) αγόρι ξένο συνήθως ορφανό, που το έπαιρναν και έμενε σε άλλο σπίτι οικότροφο για να κάνει δουλειές.

ψυχοπαίδι (το) έχει την ίδια έννοια με τον ψυχογιό.

ψυχοπονιέμαι αντιμετωπίζω κάποιον με πόνο ψυχής, ευσπλαχνικά.


NEWSLETTER