Κυριακή, 11 Ιανουαρίου 2015 09:03

Οδωνυμικά της Μεσσήνης (μέρος 7ο)

Γράφτηκε από τον

Μικρές ιστορίες γραμμένες στους δρόμους

ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ
ΖΩΟΔΟΧΟΣ ΠΗΓΗ
Η εκκλησία που βρίσκεται στο μετόχι της Μονής Βουλκάνου στη θέση "Πανηγυρίστρα". Κατά την απογραφή της εκκλησιαστικής περιουσίας "εις χωρίον Νησί" από τους Ενετούς το 1699, αναφέρεται και "ναός της Παναγίας που είναι εις το μετόχι των Βουρκανιοτών". Στην ίδια απογραφή για την περιουσία της Μονής Βουλκάνου αναφέρεται ότι αυτή έχει "εις το Νησή μετώχη με εκκλησία, ήτανε παλεά και την ανακένησε το μοναστήρι. και ήνε η εκκλησία τα Ισόδια της Θεοτόκου, και σπήτια 5 με την περιοχή τους. και απόξο από το μετώχι χωράφια στρέματα 6". Στην απογραφή του επόμενου χρόνου αναφέρεται ότι "εις το χωρίον Νησί" είναι "ναός της Παναγίας, και είναι εις το μετόχει του μοναστηρίου Βουρκάνου". Και στην αναφορά για την περιουσία της Μονής Βουλκάνου αναφέρεται ότι "έχει και εις το Νησί μετόχι με εκκλησία της Παναγίας και σπήτια 6 με την αυλίν τους. Εχει και απόξω από τη μάντρα χωράφια, και κύπους και είναι στρέμματα 5".
Από τα στοιχεία αυτά είναι σαφές πως η εκκλησία της Παναγίας που αναφέρεται με διάφορες ονομασίες ήταν κτισμένη στον ίδιο χώρο που βρίσκεται σήμερα και η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής. Το γεγονός μάλιστα πως χαρακτηρίζεται παλαιά που ανακαινίστηκε από τη μονή, δείχνει ότι η εκκλησία θα πρέπει να υπήρχε πριν την κατάληψη της περιοχής από τους Ενετούς το 1686. Σύμφωνα με τις περιγραφές σε εκκλησιαστικά συγγράμματα, ήταν ημιυπόγεια και μικρών διαστάσεων. Κατά την επιδρομή του Ιμπραήμ έπαθε σοβαρές ζημιές καθώς από τον Κώδικα της μονής διαπιστώνεται ότι το 1829 σκεπάστηκε η εκκλησία και ένα σπίτι ενώ φτιάχτηκε ένα εργαστήριο που είχε καταστραφεί από τον Ιμπραήμ.
Η εκκλησία επλήγη από τους σεισμούς του 1846 και μάλιστα μαρτυρείται ότι μετά τον πρώτο σεισμό το πρωί της 29ης Μαΐου, τη νύχτα της ίδιας ημέρας είχαν συγκεντρωθεί οι άνθρωποι για δέηση "εντός του Ναού Παναγίας Βουλκάνου" όταν "βοή τρομερά ηκούσθη και κατόπιν αυτής σεισμός τινακτικώτερος αν όχι και διαρκέστερος του πρωϊνού". Οι άνθρωποι "εξεπήδησαν του ναού διά των παραθύρων" και έτρεξαν στα ανοιχτά καθώς οι σεισμοί συνεχίζονταν. Ενας ακόμη μεγάλος σεισμός έγινε το 1886 οπότε και ενδεχομένως δόθηκε η "χαριστική βολή" στην παλιά εκκλησία.
Η σημερινή εκκλησία κατασκευάστηκε κοντά στην παλιά το 1900 με τη συνδρομή των πιστών της περιοχής και με πρωτοβουλία του Παπακοροβέση όπως φαίνεται και από σχετική επιγραφή στο Ιερό Βήμα. Από τότε υπέστη και μια σειρά τροποποιήσεις. Η εκκλησία είναι τρισυπόστατη και τιμάται κυρίως στην Παναγία (Ζωοδόχος Πηγή), αλλά και στην Αγία Βαρβάρα και στον Αγιο Ελευθέριο. Σε αυτή μεταφέρεται κάθε χρόνο η εικόνα της Παναγίας από τη Μονή του Βουλκάνου στις 20 Σεπτεμβρίου και παραμένει για προσκύνημα μέχρι τις 28 του ιδίου μήνα.

ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ
ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
Από το Νησί, υπηρετούσε στρατιώτης στη Μικρά Ασία και σκοτώθηκε στις 13 Αυγούστου 1921 στο Κανλή Γκιόλ, μια ημέρα μετά τη διάβαση της Αλμυράς Ερήμου από τις ελληνικές δυνάμεις και ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η επιχείρηση διάβασης του Σαγγάριου. Ενδεχομένως αδελφός του ήταν ο Παναγιώτης Γ. Ηλιόπουλος από το Νησί που υπηρετούσε νοσοκόμος και πέθανε στις 22 Οκτωβρίου 1918 λίγο πριν την λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Στρατιάς.

ΙΖΑΜΠΩΣ
ΙΣΑΒΕΛΛΑ
Πρωτότοκη κόρη του πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμου Βιλλαρδουίνου και της Αννας Αγγελίνας Κομνηνής. Γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1254. Μετά τη μάχη στο Ταλιακότσο, με απόφαση του πατέρα της το 1271 παντρεύτηκε τον βασιλιά της Νεάπολης Φίλιππο τον Ανδεγαυικό και έμεινε σε κάστρο της περιοχής αυτής. Οταν πέθανε ο άνδρας και ο πατέρας της το 1278, παρέμεινε μόνη της κυρά της Πελοποννήσου αλλά έμεινε έγκλειστη στο κάστρο της Νεάπολης μέχρι το 1289. Τη χρονιά εκείνη για να εξασφαλιστούν τα επικυριαρχικά δικαιώματα των Ανδεγαυών στην Αχαΐα, υποχρεώθηκε να παντρευτεί τον Φλαμανδό ευπατρίδη Φλωρέντιο ντ’ Αινώ. Εφθασαν μαζί στην Πελοπόννησο και με φρόνιμη διοίκηση επανέφεραν την ηρεμία στην περιοχή. Εγκαταστάθηκαν στην Ανδραβίδα και το 1293, οι Σλάβοι από τη Γιάννιτσα κατέλαβαν το Κάστρο της Καλαμάτας στο όνομα του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’. Κατά τις διαπραγματεύσεις για την επανάκτηση του κάστρου έμεναν στο μικρό κάστρο του Νησιού. Τελικά ο πρωτονοτάριος Γεώργιος Σγουρομάλλης γέλασε τους Σλάβους, καθώς παρέλαβε το κάστρο δήθεν για λογαριασμό του αυτοκράτορα, αλλά το παρέδωσε στους ανθρώπους του Φλωρεντίου. Από το γάμο της απέκτησε μια κόρη, την Ματθίλδη που έγινε αργότερα δούκισσα των Αθηνών. Οταν το 1297 πέθανε και ο δεύτερος άνδρας της διοίκησε μόνη την ηγεμονία, αλλά δεν κατόρθωσε να περιστείλει τις διαφορές μεταξύ των βαρόνων. Για να επικρατήσει ζήτησε να παντρευτεί τον ιππότη Φίλιππο της Σαβοΐας, αλλά ο βασιλιάς της Νεάπολης είχε αντιρρήσεις. Ο γάμος έγινε το 1301 αλλά η ηγεμονία δεν απέδωσε τα αναμενόμενα και η Ισαβέλλα εκθρονίστηκε. Εμεινε χήρα για τρίτη φορά και πέθανε το 1311 στη Φλαμανδία όπου κατέφυγε, αφήνοντας την μεν ηγεμονία της Αχαΐας στην κόρη της Ματθίλδη, τα δε Κάστρα Περιγαρδίου, Καρυτσίνης και Ποντικοκάστρου στην άλλη κόρη της Μαργαρίτα.
Το όνομα της Ισαβέλλας έχει συνδεθεί με το Νησί εξ αιτίας του μικρού
κάστρου στο οποίο έμενε συχνά για λόγους αναψυχής. Στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας έμεινε ως "Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ" με το έργο του Αγγελου Τερζάκη που έχει κάνει περίπου 20 εκδόσεις. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην "Καθημερινή" το 1937-1938 και ξαναδουλεμένο κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 1945. Η ιστορία του εκτυλίσσεται στα χρόνια 1292-1297. Με κύριο πρόσωπο την Ισαβέλλα ή Ιζαμπώ, αναφέρεται στην εξέγερση των Ελλήνων και Σλάβων το 1293 και ο κεντρικός άξονας είναι ο έρωτάς της με τον ηγέτη της εξέγερσης Νικηφόρο Σγουρό.

ΙΘΩΜΗΣ
ΙΘΩΜΗ
Νύμφη της μεσσηνιακής μυθολογίας η οποία μαζί με τη νύμφη Νέδα περιποιήθηκαν το νεογέννητο Δία στην πηγή Κλεψύδρα. Θεωρείται πολύ πιθανόν ότι πρόκειται για γεωγραφικό όρο τον οποίο μετέφεραν κάποτε οι Πελασγοί από τη θεσσαλική Ιθώμη που βρίσκεται κοντά στη σημερινή Καρδίτσα. Οι οποίοι ίσως και πριν το 3000 π.Χ. ίδρυσαν οικισμό στους νότιους πρόποδες του βουνού, γύρω από το χώρο του μεταγενέστερου Ασκληπιείου, τον οποίο ονόμασαν Ιθώμη. Και έκτισαν την ακρόπολη που βρισκόταν στο βουνό. Από τα ευρήματα στον αρχαιολογικό χώρο μαρτυρείται ανθρώπινη εγκατάσταση κατά την Υστερη Νεολιθική περίοδο (4300-3000 π.Χ.) και στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (2800-1900 π.Χ.). Κατά τον 9ο π.Χ. αιώνα υπήρχε οργανωμένος οικισμός στην περιοχή του Ασκληπιείου, ενώ στην περιοχή της κρήνης Κλεψύδρας, μέσα στο Μαυρομμάτι, λειτουργούσε ιερό αφιερωμένο στο θεό Αχελώο. Στα 800-700 π.Χ. το ιερό του Διός Ιθωμάτα στο βουνό βρισκόταν σε πλήρη λειτουργία. Στην κάτω πόλη ιδρύθηκε το πρώτο ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος και το πρωιμότερο Ασκληπιείο.
Το κράτος των Μεσσηνίων τελούσε υπό μακρόχρονη σπαρτιατική κατοχή (8ος-5ος π.Χ. αιώνες) στη διάρκεια της οποίας έχουμε τους Μεσσηνιακούς Πολέμους. Κατά τον Τέταρτο Μεσσηνιακό Πόλεμο (5ος π.Χ. αιώνας) πολιορκήθηκε για πολλά χρόνια η ακρόπολη της Ιθώμης και οι εξεγερμένοι Μεσσήνιοι τελικά συνθηκολόγησαν. Διωγμένοι εγκαταστάθηκαν στη Ναύπακτο από όπου εκδιώχθηκαν από εκεί το 399 π.Χ. από τους Σπαρτιάτες και κατέφυγαν στη Σικελία και την Κυρηναϊκή.
Μετά την ήττα των Σπαρτιατών στα Λεύκτρα της Βοιωτίας το 371 π.Χ. ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας και οι Αργείοι ίδρυσαν και πάλι το ανεξάρτητο κράτος των Μεσσηνίων και αρχίζουν να κτίζουν το 369 π.Χ. την Ιθώμη στους πρόποδες του βουνού. Κατασκεύασαν γύρω της ισχυρό τείχος μήκους 9,5 χιλιομέτρων το οποίο περικλείει τον οικισμό και το βουνό Ιθώμη όπου βρίσκονταν η ακρόπολη και ο ναός του Διός Ιθωμάτα, τα ιερά της Ειλειθυίας και των Κουρητών όπως και το ιερό της Αρτέμιδας Λιμνάτιδας στη βορειοανατολική πλαγιά του βουνού. Περικλείει ακόμη την αρχαία Κρήνη Κλεψύδρα μέσα στο σημερινό χωριό. Η επιλογή του χώρου είχε να κάνει με το γεγονός ότι αποτελούσε και φυσικό οχυρό, ενώ διέθετε στο εσωτερικό της νερό, πράγμα απαραίτητο σε κάθε περίπτωση πολιορκίας.
Περίπου 70 χρόνια αργότερα η πόλη πήρε το όνομα Μεσσήνη («Μεσσάνα») προς τιμήν της μυθικής βασίλισσας και για να ικανοποιηθούν οι Αργείοι που ήταν μόνιμοι σύμμαχοι με κοινούς εχθρούς τους Λακεδαιμόνιους, καθώς αυτή σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν κόρη του Τρίοπα από το Αργος. Πρώτοι κάτοικοι της νέας πόλης ήταν οι Μεσσήνιοι που υπηρετούσαν στα στρατεύματα του Επαμεινώνδα, οι είλωτες που απελευθέρωσε ο στρατηγός, οι Ευεσπερίτες της Λιβύης, οι Μεσσήνιοι της Ναυπάκτου και άλλοι από διάφορες περιοχές. Εγκαταστάθηκαν ακόμη Βοιωτοί και άλλοι σύμμαχοι καθώς βρήκαν μια εξαιρετικά εύφορη περιοχή.
Κατά την περίοδο ανάμεσα στον 3ο π.Χ. και 1ο π.Χ. αιώνα η πόλη οικοδομείται με το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα, αποκτά κτήρια θρησκευτικού αλλά και πολιτικού χαρακτήρα, διακοσμείται με πολλά και αξιόλογα γλυπτά του Δαμοφώντα. Από το πλήθος των επιγραφών και των νομισμάτων που ήρθαν στην επιφάνεια, η πορεία της Μεσσήνης συνδέεται με ιστορικά γεγονότα της περιόδου των διαδόχων, του Βασιλείου των Μακεδόνων, της Αχαϊκής Συμπολιτείας, του Κοινού των Αρκάδων και των Αιτωλών, αλλά και της παρέμβασης της Ρώμης στα ελληνικά πράγματα.
Η πόλη παρακμάζει από τον 3ο μ.Χ. αιώνα και πάνω στα ερείπιά της εγκαθίσταται οικισμός των πρωτοβυζαντινών χρόνων (5ος - 7ος μ.Χ. αιώνες), ενώ η ζωή συνεχίζεται στον ίδιο χώρο μέχρι το 15ο αιώνα.
Ο Παυσανίας επισκέφθηκε την πόλη κατά τους χρόνους του Αντωνίνου του Ευσεβούς (155-160 μ.Χ.), όταν αυτή παρέμενε ακόμη σπουδαίο πολιτικό κέντρο. Την περιέγραψε και μετά από αιώνες οι πρώτοι περιηγητές με τη βοήθεια των κειμένων του παρουσίασαν τα πρώτα στοιχεία για τα σωζόμενα μνημεία. Σπουδαιότερες μαρτυρίες το έργο του Αγγλου Ουίλιαμ Ληκ «Ταξίδια στην Πελοπόννησο» που εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1830, αλλά και η δημοσίευση της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής (1831-1838). Στα τέλη του 19ου αιώνα άρχισαν συστηματικές ανασκαφικές εργασίες από το Θεμιστοκλή Σοφούλη (1895), μετά από τον Γεώργιο Οικονόμο (1909 και 1925) και τον Αναστάσιο Ορλάνδο (1957-1975). Από το 1987 έχει αρχίσει και συνεχίζεται ένα μεγάλο ανασκαφικό και αναστηλωτικό πρόγραμμα της Αρχαιολογικής Εταιρείας υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Πέτρου Γ. Θέμελη, το οποίο έχει φέρει στο φως σπουδαία μνημεία και έχει οδηγήσει στην αποκατάσταση σημαντικών στοιχείων της αρχαίας πόλης.

Από το βιβλίο του Ηλία Μπιτσάνη
«Το Νησί (Μεσσήνη)
στο χώρο και το χρόνο»

Η συνέχεια το επόμενο Σάββατο