Κυριακή, 03 Μαϊος 2015 09:00

Οδωνυμικά της Μεσσήνης (μέρος 23ο)

Γράφτηκε από τον

Μικρές ιστορίες γραμμένες στους δρόμους

ΤΣΟΥΔΕΡΟΥ

ΤΣΟΥΔΕΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

Από τους σημαντικότερους αρχηγούς της επανάστασης του 1821 στην

Κρήτη, γόνος της οικογένειας των Καλλεργών. Ονομάσθηκε διαδοχικά εκατόνταρχος, πεντακοσίαρχος (1822), χιλίαρχος (1825) και αρχιστράτηγος της Ρεθύμνης (1828). Στη συνέχεια εξελέγη μέλος του ανωτάτου στρατιωτικού συμβουλίου της Κρήτης.

Σύμφωνα με τον Κριτοβουλίδη «άμα γνωσθείσης της επαναστάσεως του 1821, αυθορμήτως ωπλίσθη και αυτός υπέρ της πατρίδος του. Εκλεχθείς δε εξ αρχής οπλαρχηγός των πολεμικών Λαμπαίων όλης της Επαρχίας εθριάμβευσε διακριθείς πάντοτε εις τα μάχας [...] Και εφ' όσον μεν η ηρωική Κρήτη εμάχετο επί του ελληνικού αγώνος, ο Τσουδερός διετέλει πάντοτε οπλαρχηγός εκ των μάλλον διακρινομένων. Αλλά γνωστόν, ότι η ηρωική αύτη νήσος ηναγκάσθη δις και τρις μάλιστα, να προσποιηθή υποταγήν εις τους Τούρκους. Κατά τας σκληράς ταύτας δοκιμασίας ο φιλόπατρις Τσουδερός εν τω

μεν φανερώ ηναγκάζετο να προσποιήται τον υποταγμένον, ίνα μην πάθωσι τα τιμφαλέστερα συμφέροντα της πατρίδος του και τα εαυτού, οικογενιάρχου όντος. Εν κρύπτω όμως προέτρεπαν πάντας τους μη έχοντας οικογενείας ή να διατελώσι αείποτε ένοπλοι και να προστατεύωσι τους αδελφούς των ή να απέρχονται εν τη αγωνιζομένη τότε Ελλάδι και να μάχονται υπέρ πίστεως και πατρίδος». Εφυγε για τη Μήλο και τη Νάξο το 1827 προκειμένου να απελευθερώσει τον αδελφό του Ιωάννη, που είχε συλληφθεί ως πειρατής από Αμερικάνο ναύαρχο, όταν επιχείρησε να αποβιβάσει μικρό σώμα ενόπλων στην περιοχή του Ρεθύμνου. Κάτι που πέτυχε τελικά, αλλά όταν οι Κρήτες έμαθαν την απουσία του και την πρόθεση να πάει προς συνάντηση της Προσωρινής Κυβέρνησης στην Ελλάδα για να πάρει μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις, τον εξέλεξαν αρχιστράτηγο και του ζήτησαν να επιστρέψει. Το ίδιο ζήτησε και ο Κολοκοτρώνης, με αποτέλεσμα πειθαρχώντας ο Γ. Τσουδερός να επιστρέψει στην Κρήτη επικεφαλής σώματος 160 Κρητών. Λίγο αργότερα έφθασε στην Κρήτη και ο Χατζή Μιχάλης σταλμένος από την Προσωρινή Κυβέρνηση με 250 εθελοντές και 60 ιππείς. Στις 15 Μαΐου του 1828 ο Χατζή Μιχάλης έφθασε μέχρι της πύλες του φρουρίου στο Ρέθυμνο όπου συνέλαβε αιχμάλωτο Τούρκο αξιωματούχο. Στη συνέχεια όμως προέκυψαν σοβαρές διαφωνίες ανάμεσα σε αυτόν και τους Κρήτες οπλαρχηγούς μεταξύ των οποίων ήταν και ο Γ. Τσουδερός. Η διαφωνία είχε να κάνει με το γεγονός ότι ο Χατζή Μιχάλης ήθελε να συγκρουσθεί με τις δυνάμεις των Τούρκων σε ανοικτό πεδίο. Κάτι που έγινε τελικά όταν κλείστηκε στο Φραγκοκάστελο κοντά στο χωριό Καψοδάσος και δέχθηκε την επίθεση του Μουσταφά πασά. Την πρώτη ημέρα της επίθεσης σκοτώθηκε ο Χατζή Μιχάλης και το μεγαλύτερο μέρος των ανδρών του. Ο Γ. Τσουδερός πήρε μέρος στη μάχη που συνεχίστηκε επί διήμερο αλλά όταν αντελήφθη ότι οι Τούρκοι έκαναν κυκλωτική κίνηση, απέσυρε τους μαχητές του. Οι εξελίξεις αυτές αποθάρρυναν τους Κρήτες και ο Τσουδερός «ηναγκάσθη να διαλαλήσει διά δημοσίου κήρυκος εις τον στρατόν του, ότι θέλει τουφεκίσει πάντα, όστις ήθελε συζητήσει περί αυτού». Με την επιμονή του όλοι οι οπλαρχηγοί και σωματάρχες υπέγραψαν έγγραφο «δι' ου υπέσχοντο να θυσιάσωσι τα πάντα προς απελευθέρωσιν της πατρίδος των». Πράγματι αργότερα οι επαναστατημένοι Κρήτες πέτυχαν μεγάλη νίκη κατά του Μουσταφά πασά που επιχείρησε να περάσει τα στενά του Ροδακίνου και των Χαλάρων. Γεγονός που ενίσχυσε τη δράση των επαναστατημένων μέχρι το 1830. Τότε υπεγράφη το πρωτόκολλο του Λονδίνου με το οποίο η Κρήτη έμενε υπό την κυριαρχία της Τουρκίας παρά τις αντιδράσεις των επαναστατημένων. Οι οποίοι υποχρεώθηκαν να δεχθούν την ανακωχή που επέβαλαν οι Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) όταν αυτές έστειλαν το στόλο και απέκλεισε το νησί. Ο Σουλτάνος παραχώρησε για μια δεκαετία την Κρήτη στον πασά της Αιγύπτου Μωχάμετ Αλή. Το Σεπτέμβριο του 1830 στη Σούδα αποβιβάστηκαν 3.000 άνδρες του τακτικού Αιγυπτιακού στρατού που κατέλαβαν το νησί υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων. Ταυτοχρόνως ανακλήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση ο τελευταίος αρμοστής της Κρήτης Ν. Ρενιέρης και διαλύθηκε το Κρητικό Συμβούλιο.

Μετά από διαπραγματεύσεις οι Αιγύπτιοι επέτρεψαν τη μετανάστευση

των Κρητικών στην Ελλάδα και δημιουργήθηκε το λεγόμενο «Κρητικόν προσφυγικόν πρόβλημα».

Ο Γ. Τσουδερός ήρθε σε συνεννόηση με τον Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια

και με τρία Υδρέικα πλοία άρχισε να μεταφέρει οπλαρχηγούς, στρατιώτες και γυναικόπαιδα στη Μεσσηνία. Σύμφωνα με τον Α. Γούδα «μετεκόμισεν εις την Μεσσηνίαν προς αποικισμόν κατά ρητήν διαταγήν αυτού του Κυβερνήτου, όστις και αυτοπροσώπως μεταβάς εις τα Μεσσηνιακά φρούρια, παρευρέθη φιλοφρόνως εις την αποβίβασιν του στρατηγού Τσουδερού, όν άμα είδεν, υπεδέχθη διά τον λέξεων «καλώς τον Τσουδερόν, τον Κολοκοτρώνην της Κρήτης». Παρηγόρησε δε καταλλήλως αυτόν και τω υπεσχέθη δικαίων εκτίμησιν των υπηρεσιών του, αλλ' ουδεμία δυστυχώς άμεσος ελήφθη πρόνοια προς ικανοποίησιν των αναγκών του. Οτε δε ήλθε εν Μεθώνη το 1833 ο βασιλεύς Οθων και είδε τον Τσουδερόν, ηθέλησε να μάθη και παρ' αυτού, αν τω όντι ήσαν αληθή, τα όσα η κοινή γνώμη απέδιδεν αυτώ ανδραγαθήματα υπέρ της πατρίδος του. «Μάλιστα μεγαλειότατε» απήντησεν αφελώς ο ένδοξος γέρων, «εγώ είμαι ο Τσουδερός εκείνος, όν άλλοτε έτρεμον οι στρατιώται του Σουλτάνου και του Μεχμέτ Αλή, αλλά σήμερον

ουδείς με γνωρίζει, ουδείς ερωτά αν ζω και πως ζω». Ο Οθων προσηνέχθη φιλοφρόνως προς τον γέροντα, υποσχόμενος και ούτος δικαίαν εκτίμησιν των θυσιών του».

Το 1838 δόθηκε στον Γ. Τσουδερό ο βαθμός του Συνταγματάρχη της Βασιλικής Φάλαγγας, αλλά το 1841 όταν και πάλι επαναστάτησε η Κρήτη γύρισε στην πατρίδα του για να πολεμήσει. Η επανάσταση απέτυχε και ο Τσουδερός γύρισε πάλι στην Ελλάδα «απεσύρθη όμως εν Μεσσηνία και εκεί εβίωσεν εν οικονομική στενοχώρια μέχρι του 1849, ότε απεβίωσε εν ηλικία ενενήκοντα και ενός έτους» κατά τον Α. Γούδα.

Η ονοματοθεσία στη Μεσσήνη βασίζεται στην πληροφορία του Θεόδ.

Τσερπέ ότι «αμέσως μετά την επανάσταση μέχρι το 1859 που πέθανε στην Μεσσήνη, εγκαταστάθηκε οικογενειακώς και ο ήρωας αρχηγός της επαναστάσεως του Ρεθύμνου του 1821, Γεώργ. Τσουδερός». Από τα διαθέσιμα ιστορικά στοιχεία όμως δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Στα αποσπάσματα από το έργο του Α. Γούδα που προαναφέρθηκαν, ο Γ. Τσουδερός το 1831 αποβιβάστηκε στα «Μεσσηνιακά φρούρια» δηλαδή στην περιοχή της Πυλίας, ενώ στην ίδια περιοχή (στη Μεθώνη) συναντήθηκε το 1833 με τον Οθωνα. Ο Δικαίος Βαγιακάκος παρουσιάζει δύο έγγραφα που φέρουν την υπογραφή του Γ. Τζουδερού (όπως υπογράφει) και άλλων μελών της οικογενείας του, στα

οποία υποβάλλονται αιτήματα «από μέρους των κατά την Κορώνην παροικούντων Κρητών».

Στα έργα όσων ασχολήθηκαν τόσο με την οικογένεια των Τσουδερών, όσο και με την ιστορία της Κρητικής επανάστασης και την εγκατάσταση των προσφύγων στη Μεσσηνία δεν υπάρχει καμία αναφορά για εγκατάσταση του Γ. Τσουδερού στο Νησί. Αντιθέτως υπάρχουν έγγραφα που αναφέρουν ότι κάποιοι Κρητικοί που μετακινήθηκαν στο Νησί, μέσα σε ελάχιστο διάστημα «κατά διαταγήν του Γενικού Αρχηγού επεστρέψαμεν εις την Κορώνην». Αναφορά που υπάρχει για το Νησί είναι αυτή στη «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» η οποία γράφει ότι «απεβίωσεν εν Μεσσήνη εις βαθύ γήρας τω 1859». Στην εγκυκλοπαίδεια «Ελευθερουδάκη» αναφέρεται ότι ο Γ.

Τσουδερός «κατέφυγε εις την ελευθέραν Ελλάδα, εν Κορώνη» και μετά την αποτυχία της επανάστασης του 1841 «απέθανεν εν Μεσσήνη, εις βαθύ γήρας».

Μετά από συνεννόηση με υπαλλήλους των ΓΑΚ Ρεθύμνου, επικοινωνήσαμε με τον συνταξιούχο λυκειάρχη Ιωάννη Τσουδερό που ασχολείται με την ιστορία της οικογένειας των Τσουδερών, ο οποίος μας είπε ότι «δεν είναι ξεκαθαρισμένο από την οικογένειά του που πέθανε» γιατί «κανένας δεν άφησε απομνημονεύματα γι' αυτή την εποχή».

 

ΤΣΟΥΣΗ ΣΤΑΥΡΟΥ

ΤΣΟΥΣΗΣ ΣΤΑΥΡΟΣ

Στρατιωτικός, για δύο θητείες δήμαρχος Μεσσήνης. Η οικογένεια Τσούση, έλκει την καταγωγή της από τα Καλάβρυτα και την οικογένεια Πετμεζά. Σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση, τρεις αδελφοί δολοφόνησαν τον μπέη των Καλαβρύτων για λόγους ηθικής τάξης και έφυγαν από εκεί. Ο ένας από αυτούς, ο Δημήτριος, εγκαταστάθηκε στο Μοσχοχώρι και πήρε το επώνυμο Τσούσης. Πατέρας του Σταύρου Τσούση ήταν ο Παναγιώτης, γιος του Δημητρίου και μητέρα του η Αρετή το γένος Βλαχάκη από το Νησί.

Ο Σταύρος Τσούσης γεννήθηκε το 1896, τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στο Καρτερόλι και το Γυμνάσιο στο Νησί. Μετά από εξετάσεις κατά τις οποίες επετράπη για πρώτη φορά η συμμετοχή υποψηφίων από όλη την τότε Ελλάδα, εισήλθε στην Σχολή Ευελπίδων το 1914 και αποφοίτησε το 1917 ως ανθυπολοχαγός Πεζικού. Πήρε μέρος στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρασιατική εκστρατεία. Ηταν επιτελής στο 3ο Επιτελικό Γραφείο της Μεραρχίας που είχε την ευθύνη της πορείας προς την Κωνσταντινούπολη και γι' αυτό ήταν ο συντάκτης της διαταγής επιχειρήσεων για την κατάληψή της. Επιχείρηση που για πολλούς λόγους δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

Αποχώρησε από το Στρατό και αργότερα προσελήφθη ως ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Δημοσίων Εργων, έχοντας την ευθύνη κατασκευής κυρίως έργων οδοποιίας. Στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά ορίστηκε διοικητής (νομάρχης) των Νομών Κοζάνης και Ηρακλείου. Σύμφωνα με τους βιογράφους του, κανένας δεν εστάλη εξορία από τους δύο νομούς εκείνη την περίοδο, αλλά αντιθέτως καταβλήθηκε προσπάθεια επαναφοράς εξορίστων.

Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, σε τηλεγράφημα από το Ηράκλειο όπου βρισκόταν, ζητούσε να του δοθεί το δικαίωμα κατάταξης στο στρατό αν και δεν είχε κληθεί η ηλικία του: «Εις τον τεράστιον αυτόν αγώνα υπέρ βωμών και εστιών, τον οποίον κάθε ελληνική ψυχή έχει αισθανθεί, παρακαλώ μη με στερήσετε της τιμής να συμμετάσχω εις το ηπειρωτικόν μέτωπον όπως οι άλλοι συνάδελφοί  μου αξιωματικοί».

Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ορίστηκε από τον αντιπρόσωπο του Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα Σουηδό καθηγητή Πέρσον ως πρόεδρος του Ερυθρού Σταυρού Μεσσήνης, καθήκον το οποίο εκτέλεσε χωρίς αμοιβή, ενώ αποποιήθηκε και την παροχή τροφίμων.

Κατήλθε υποψήφιος για πρώτη φορά στις δημοτικές εκλογές του 1951 ως «ανεξάρτητος φιλελεύθερος». Συγκέντρωσε 639 ψήφους έναντι 406 του γιατρού Σταύρου Γιαννόπουλου (που είχε οριστεί δήμαρχος στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και υποστηρίχθηκε από τους Παπανδρεϊκούς και τον Δ. Κούτσικα) και 294 του δικηγόρου Ανδρέα Κουλέτση (που υποστηρίχθηκε από τους Νησιώτες πολιτικούς παράγοντες Φεσσά και Οικονομόπουλο).

Εξελέγη για δεύτερη φορά το 1954 με 929 ψήφους έναντι 919 του Δ. Κούτσικα. Το 1959 όμως έχασε από το Δ. Κούτσικα συγκεντρώνοντας 1.278 ψήφους έναντι 1.764 του αντιπάλου του. Σκηνικό που επαναλήφθηκε στις εκλογικές αναμετρήσεις του 1964 και του 1975.

Στη διάρκεια της δημαρχοντίας του ασφαλτοστρώθηκαν οι δρόμοι εισόδου στην πόλη, όπως και οι δρόμοι της αγοράς. Διαμορφώθηκε ο χώρος της πλατείας και περιφράχτηκε το άλσος. Καθορίστηκε ο χώρος της λαχαναγοράς και απομακρύνθηκε το γουρνοπάζαρο από το κέντρο της πόλης. Ηλεκτροφωτίστηκαν κεντρικοί δρόμοι και βελτιώθηκε το δίκτυο ύδρευσης.

Ο Σταύρος Τσούσης ήταν ένα από τα πρόσωπα που εντυπωσίασαν τον περίφημο Χένρι Μίλερ όταν το 1939 επισκέφθηκε την Ελλάδα φιλοξενούμενος από τον Αγγλο συγγραφέα Λόρενς Ντάρελ και ήρθε σε επαφή με κορυφαίους Ελληνες διανοούμενους στην Αθήνα. Στο έργο του «Ο Κολοσσός του Μαρουσίου» περιγράφει τη συνάντηση που είχε στο Ηράκλειο με τον Σταύρο Τσούση και τις εντυπώσεις από το χαρακτήρα και την προσωπικότητά του:

«Σηκώθηκε πίσω από ένα τεράστιο έπιπλο και ήρθε ζωηρά μπροστά να μας χαιρετήσει. Τίποτε δεν με είχε προετοιμάσει πως θα συναντούσα μια μορφή σαν του Σταύρου Τσούση όπως θα αποδεικνυόταν. Αμφιβάλλω αν υπάρχει άλλος Ελληνας σαν αυτόν σε όλη την Ελλάδα. Τέτοια εξυπνάδα, τέτοια ζωντάνια, τέτοια αυστηρή τυπικότητα, τέτοια μειλίχια, άκαμπτη ευγένεια, τέτοια αγνότητα. Λες και τον χτένιζαν και τον ξύριζαν και τον περιποιούνταν όλες τις νύχτες και τις ημέρες που με περίμενε για να εμφανιστεί μπροστά μου, και σαν να είχε προβάρει τα λόγια του ξανά και ξανά μέχρι να φτάσει στην τελειότητα για να τα εκφράσει με τέτοια άνεση απόλυτη και τρομακτική. Ηταν ο τέλειος αξιωματούχος, σαν αυτόν που φαντάζεται κανείς από τα σκίτσα της γερμανικής γραφειοκρατίας. Ηταν ένας πέρα για πέρα ατσάλινος άνδρας και όμως υποκλινόμενος, συναινετικός και καθόλου επίσημος. Το κτίριο που βρίσκεται το γραφείο του ήταν ένας από αυτούς τους σύγχρονους τσιμεντένιους στρατώνες στους οποίους άνδρες, χαρτιά, δωμάτια και έπιπλα είναι μονότονα τα ίδια. Ο Σταύρος Τσούσης είχε καταφέρει από κάποια ακαθόριστη ικανότητα να μετατρέψει το γραφείο του, παρόλο που ήταν γυμνό, σ' έναν πραγματικό ναό γραφειοκρατίας. Κάθε χειρονομία του ήταν φορτισμένη με σημασία. Ηταν σαν να είχε καθαρίσει το δωμάτιο από κάθε τι που θα μπορούσε να εμποδίσει τις αστραπιαίες κινήσεις του, τις απότομες διαταγές του, την τρομερά συγκεντρωμένη προσοχή στην παρούσα υπόθεση [...]

[...] Πέθαινα να τον ρωτήσω που είχε λάβει αυτή την άμεμπτη εκπαίδευσή του, αλλά κρατήθηκα για μια πιο κατάλληλη στιγμή. Τι διευθυντής θα είχε γίνει σε μια τυπική αμερικάνικη εταιρεία! Τι διευθυντής πωλήσεων! Και αυτός βρισκόταν εδώ σ' ένα προφανώς εγκαταλειμμένο κτίριο, καλοντυμένος για να συνεχίσει να εκτελεί την υπηρεσία του, αλλά χωρίς ακροατήριο, χωρίς θέαμα, μονάχα μέσα στην συνηθισμένη ρουτίνα μιας επαρχιακής πόλης στην άκρη του κόσμου. Δεν έχω δει ποτέ ικανότητα σε τόσο θλιβερά ακατάλληλο μέρος. Αν ήταν διατεθειμένος - και μόνο ο Θεός ξέρει ποιες ήταν οι υπερβολικές φιλοδοξίες ενός τέτοιου ατόμου που έμενε παγιδευμένο εδώ σ' ένα κανό ματαιότητας - θα μπορούσε εύκολα να είχε αξιώσει και να επέβαλε δικτατορία σε όλα τα Βαλκάνια. Σε μερικές ημέρες θα τον έβλεπα να αναλαμβάνει την ηγεσία ολόκληρου του μεσογειακού κόσμου, ορίζοντας με την παχιά υπογραφή του τη μοίρα αυτής της μεγάλης λεκάνης για πολλές μελλοντικές-εκατονταετίες. Χαριτωμένος, γοητευτικός, φιλόξενος καθώς ήταν, σχεδόν με είχε τρομοκρατήσει. Για πρώτη φορά στη ζωή μου είχα βρεθεί μπροστά σ' έναν άνθρωπο με εξουσία, έναν άνθρωπο που μπορούσε να πραγματοποιήσει ό,τι έβαζε στο νου του, και ακόμα περισσότερο έναν άνθρωπο που δεν θα οπισθοχωρούσε και δεν θα σταματούσε μπροστά στο οποιοδήποτε κόστος προκειμένου να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Ενιωθα σαν να κοίταζα έναν εμβρυϊκό τύραννο, όχι αγενή, ασφαλώς πολύ έξυπνο, αλλά πάνω απ' όλα έναν άνδρα ανελέητο, με ατσάλινη θέληση, έναν άνδρα που ήταν γεννημένος για έναν μοναδικό σκοπό: να γίνει ηγέτης. Δίπλα του ο Χίτλερ φαίνεται σαν καρικατούρα και ο Μουσολίνι σαν ξεπεσμένος θεατρίνος. Οσον αφορά τους σπουδαίους μεγιστάνες της βιομηχανίας της Αμερικής, όπως αποκαλύπτονται στον κινηματογράφο και τις εφημερίδες, δεν είναι παρά μεγάλα παιδιά, υδροκέφαλες ιδιοφυΐες που παίζουν με δυναμίτη στα αγιοφανή χέρια των βαπτιστών αγίων. Ο Σταύρος Τσούσης μπορούσε να τους χορέψει σαν τσιμπιδάκια ανάμεσα στα δυο του δάχτυλα».

Από το βιβλίο του Ηλία Μπιτσάνη

«Το Νησί (Μεσσήνη)

στο χώρο και το χρόνο»