Κυριακή, 05 Μαρτίου 2017 08:26

Ο συγγραφέας Άρης Σφακιανάκης στην "Ε": «Χορεύω με την πένα μου γύρω από τα τοτέμ με μουσική λατρευτική»

Γράφτηκε από την

 

«Δεν μου αρέσει να σαρκάζω, το θεωρώ φτηνό και εύκολο» ξεκαθαρίζει ο Αρης Σφακιανάκης για το συχνά οξύ του χιούμορ, αποκηρύσσοντας κάθε σκέψη να το στρέψει βέβηλα προς μεγάλες ιστορικές μορφές.

Με δέος σκύβει λοιπόν, μέσα απ' το τελευταίο του βιβλίο, στις τελευταίες στιγμές πριν απ' την Εξοδο του Μεσολογγίου - και στρέφει κάθε είδους σαρκασμό αποκλειστικά στον εαυτό του: στον συγγραφέα που τον «στέλνει» από το δύσκολο εδώ και σήμερα, στο εφιαλτικό εκεί και τότε, ώστε να κάνει τις δέουσες συγκρίσεις. Ο ίδιος ο Αρης Σφακιανάκης βρέθηκε πριν από λίγες μέρες νοτιότερα, εδώ στην Καλαμάτα· και «με θέα τα νερά της», όπως επισήμανε ο ίδιος, απάντησε σε κάποιες ερωτήσεις μας. Για το βιβλίο του, για τους παλιούς και νέους ήρωές του, αλλά και για τα αποτελέσματα της σύγκρουσης των προσωπικών με τα συλλογικά μας αδιέξοδα.

- Τι σας έσπρωξε από τη νεοελληνική κρίση να βρεθείτε εικονικά σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή της νεοελληνικής ιστορίας, μες στην μπαρουτοκαπνισμένη έξοδο του Μεσολογγίου;

«Από την αρχή της σημερινής κρίσης με ενοχλούσε ο κλαυθμός και ο οδυρμός των σύγχρονων Ελλήνων, που αντιδρούσαν λες και είχαν χάσει τα παιδιά τους στον πόλεμο. Ισως επειδή ακριβώς οι τελευταίες γενιές δεν έζησαν καθόλου τέτοιες κρίσιμες στιγμές. Δεν ζήσαμε -τρεις φορές ευτυχώς- ούτε Εμφύλιο, ούτε Κατοχή, ούτε Μικρασιατική καταστροφή, ούτε Βαλκανικούς πολέμους, ούτε 400 χρόνια σκλαβιά στους Τούρκους, ούτε, ούτε... Μια τέτοια κρίσιμη στιγμή του έθνους υπήρξε και η πολιορκία μαζί με την Εξοδο του Μεσολογγίου. Οι έγκλειστοι εκεί τότε έζησαν σκληρά και άγρια πράγματα. Θέλησα να κάνω μια αντίστιξη ανάμεσα σε εκείνη την εποχή και το σήμερα. Και μάλιστα, μέσα από τα μάτια ενός σημερινού συγγραφέα που βρίσκεται μέσα στο Μεσολόγγι τις τελευταίες μέρες της πολιορκίας και ακολουθεί τους αγωνιστές στην ηρωική τους Εξοδο. Ηθελα να τον ακούσω να σχολιάζει τη σημερινή κατάσταση σε σχέση με την πείνα που βίωναν τότε οι πολιορκημένοι - οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, του Σολωμού».

- Το βιβλίο σας μοιάζει με ένα όνειρο - και τα όνειρα είναι πολύ αληθοφανείς, έντονες εμπειρίες. Πώς βιώσατε την επαφή σας μ' εκείνη την ιστορική πραγματικότητα, όσο μελετούσατε και γράφατε την «Εξοδο»;

«Ο ήρωας του βιβλίου φτάνει εκεί -στο Μεσολόγγι- βράδυ, αλλά δεν ονειρεύεται καθόλου. Τσιμπιέται βέβαια να δει αν κοιμάται ή όχι, αλλά για κακή του τύχη, όλα όσα συμβαίνουν γύρω του είναι αληθινά. Δεν βρίσκεται μέσα στο Matrix, βρίσκεται μέσα στο Μεσολόγγι του 1826, όταν ο Καραϊσκάκης απέτυχε να φτάσει σε βοήθεια, όταν τα τρόφιμα έχουν από καιρού τελειώσει, όταν ο εχθρός έχει κυκλώσει ασφυκτικά την πόλη. Οι αγωνιστές έχουν αποφασίσει να μην συνθηκολογήσουν, και καθώς νιώθουν να λιγοστεύουν κι οι τελευταίες δυνάμεις τους -σε λίγο δεν θα μπορούν καν να σηκώσουν τα γιαταγάνια- αποφασίζουν να κάνουν την Εξοδο κι όποιον πάρει ο χάρος. 

Εκείνες τις τελευταίες σπαρακτικές μέρες ο ήρωας του βιβλίου τις ζει στο πετσί του. Φλερτάρει με την ιδέα να φάει και ποντίκι ακόμη, όμως τα ποντίκια έχουν φαγωθεί από καιρό. Και για να ξεθολώσει ο νους του ερωτεύεται μια νέα Σουλιώτισσα - και το μυαλό του θολώνει πιο πολύ ακόμη. Ονειρεύεται; Αν η ζωή είναι ένα όνειρο, τότε ναι· μα πρόκειται για εφιάλτη».

- Ο alter ego ήρωάς σας Παρθένιος Σατανάκης αναχώρησε προ καιρού για μακρύ ταξίδι... αφήνοντάς σας χώρο να πλάσετε νέα πρόσωπα. Τι άλλο άφησε πίσω του και τι δικό σας πήρε μαζί του;

«Ο Παρθένιος Σατανάκης, ο ήρωας του "Δεν ήξερες… δεν ρώταγες!", ο ήρωας του "Ου μπλέξεις", ο ήρωας του μυθιστορήματος "Παντρεμένες", αποφάσισε σαν τον Ρεμπώ να αφήσει πίσω του τη λογοτεχνία και την ομφαλοσκόπηση και να αφοσιωθεί στην μελέτη και την ενασχόληση με τα αστρικά ταξίδια. Δεν θα κοιτάει πια πίσω από κλειδαρότρυπες, ούτε θα σαρκάζει εαυτόν μπροστά σε κάποια όμορφη γυναίκα. Εξάλλου παντρεύτηκε, έκανε μια κόρη, χώρισε εσπευσμένα, πίστεψε για μια στιγμή ότι ήταν η ενσάρκωση του Πυθαγόρα, και για χρόνια ακολούθησε την προσταγή του Καζαντζάκη να μην αφήνει μια γυναίκα ανικανοποίητη. Ηρθε πια η ώρα να βάλει ένα τέλος σε όλα αυτά. Αναψε το τελευταίο του τσιγάρο, άφησε μια τολύπη καπνού κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. Καθώς όμως ο Παρθένιος Σατανάκης είμαι εγώ, πάντα θα βρίσκει κάποιον τρόπο να γλιστράει μες στις σελίδες των βιβλίων που γράφω, είτε με το χιούμορ του, είτε με τα διαβάσματά του, είτε με την αγάπη του για τις γυναίκες. Απλώς τώρα είναι πιο σοβαρός, πιο μελετημένος, πιο μεταφυσικός - γερνάει ο συγγραφέας και το επέκεινα γίνεται ολοένα και πιο ενοχλητικό. Για να μιλήσω με όρους facebook, τα σκουντήγματα από τον άλλο κόσμο γίνονται πιο επίμονα και οχληρά, κι είναι αδύνατον -ή δεν ξέρω τον τρόπο- να τα μπλοκάρω».

- Τι συμβαίνει όταν η σαρκαστική ματιά ενός συγγραφέα φεύγει από τις ερωτικές περιπέτειες ενός ορκισμένου εργένη, αποσύρεται κι από τις σύγχρονες κακοδαιμονίες, και πέφτει πάνω σε αγαπημένα ιστορικά τοτέμ;

«Δεν μου αρέσει να σαρκάζω, το θεωρώ φτηνό και εύκολο, διασκεδάζω όμως να αυτοσαρκάζομαι. Ενας ήρωας της Επανάστασης του ’21, ο Λιακατάς -γράφει γι’ αυτόν ο Παλαμάς στον Θάνατο Παλικαριού- ήταν τόσο όμορφος, που όταν έχασε το μάτι του σε μια μάχη έπαψε να περνάει μπροστά από καθρέφτες, γιατί τον ενοχλούσε το θέαμα. Εγώ  αποφεύγω τους καθρέφτες γιατί με ενοχλεί να βλέπω τη φαλάκρα μου. Εχω βέβαια καθρέφτη μεγάλο στο σπίτι, αφού οι γυναίκες που ενίοτε φιλοξενώ λατρεύουν να κοιτούν την ομορφιά τους στο γυαλί - και με το δίκιο τους. Οσο για τα ιστορικά τοτέμ... δεν είμαι τόσο βέβηλος ώστε να διανοηθώ καν να τα σαρκάσω. Μπορώ όμως να αναφερθώ σε αλήθειες που έχουν καταγραφεί κι έχουν να κάνουν με ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα τους, όπως η βωμολοχία του Καραϊσκάκη για παράδειγμα· όμως αυτές ακριβώς οι ιδιαιτερότητες είναι που κάνουν πιο ανάγλυφο τον χαρακτήρα του ήρωα, και τον ίδιο τον ήρωα ακόμη πιο συμπαθή. Χορεύω λοιπόν με την πένα μου γύρω από τα τοτέμ με μουσική λατρευτική και δεν τσικνίζω απλώς με εκατόμβες».

- Πόσο εκρηκτικό είναι το μείγμα των στιγμών όπου τα προσωπικά αδιέξοδα συναντούν τα συλλογικά - και πώς μπορεί κανείς να ισορροπήσει πάνω σε ασταθείς καιρούς; 

«Οταν τα προσωπικά σου αδιέξοδα (έχασα τη δουλειά μου) συναντούν τα συλλογικά (χάσαμε τις δουλειές μας), απλώς δεν νιώθεις τόσο μόνος - όχι ότι αυτό καλυτερεύει τα πράγματα. Καμιά φορά μάλιστα, οδηγείσαι σε συλλογικές εξάρσεις (Αγανακτισμένοι στην πλατεία Συντάγματος) και σε συλλογικές φαντασιώσεις (Θα βαράμε το ζουρνά και θα χορεύουν - οι δανεισταί). 

Πιστεύω στη μοναχική μαθητεία κι όχι στη μαζική εκπαίδευση. Οι ασταθείς καιροί απαιτούν καλούς καπετάνιους - είτε σε συλλογικό είτε σε προσωπικό επίπεδο. Δυστυχώς, η χώρα αυτόν τον καιρό βρίσκεται σε κυβερνητική απορία. Εμείς όμως, καθώς περιμένουμε να βρεθεί ο κυβερνήτης, καλό θα ήταν να πάρουμε μερικά μαθήματα κολύμβησης σε τρικυμισμένη θάλασσα· δεν είναι πάντα καλοκαίρι στα εύκρατα κλίματα».