Τετάρτη, 26 Ιουλίου 2017 09:55

Ο Κώστας Χαλκιάς στην «Ε» για το «Το κλουβί με τις τρελές»

Γράφτηκε από την

 

Η παράσταση που χάρισε απλόχερα γέλιο το χειμώνα που μας πέρασε, «Το κλουβί με τις τρελές» ανεβαίνει και πάλι, στο Κάστρο Καλαμάτας από τη Θεατρική Διαδρομή από αύριο Πέμπτη ως το Σάββατο στις 9.30 μ.μ. για να το ξαναδούν όσοι δε το χόρτασαν!

Ο σκηνοθέτης της ομάδας και ηθοποιός Κώστας Χαλκιάς εξηγεί περισσότερα στην «Ε», για το έργο που μπήκε για τα καλά στις καρδιές των Καλαματιανών. 

- Γιατί ξανά «Το κλουβί με τις τρελές» και μάλιστα στο χώρο του Κάστρου Καλαμάτας;

«Ως δημοσιογράφος στο χώρο του πολιτισμού, πιστεύω ότι ζήσατε το γεγονός, σχεδόν της «διακοπής» των παραστάσεων μας... Εάν δεν μεσολαβούσε η επέτειος της 23ης Μαρτίου, με τις καθιερωμένες εκδηλώσεις στο Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας, η παράταση μόνο για δυο παραστάσεις διαπιστώθηκε ότι δεν αρκούσε για να κλείσει ο κύκλος προσέλευσης των θεατών που επιθυμούσαν να δουν την παράσταση. Θα παίζαμε δηλαδή για μια εβδομάδα ακόμη, μέχρι το τέλος Μαρτίου. Εχει ενδιαφέρον η διαπίστωση των υπεύθυνων του χώρου, ότι μπήκαν στο χώρο του Πνευματικού, άνθρωποι που δεν είχαν ποτέ ξαναμπεί για οποιαδήποτε εκδήλωση. Με λίγα λόγια ένας αρκετά σημαντικός αριθμός θεατών δεν πρόλαβε να δει την παράσταση που η φήμη της από στόμα σε στόμα λειτούργησε επαγωγικά και με γεωμετρική υπερθετική πρόοδο. Ηταν τέτοιος ο ενθουσιασμός των θεατών «Του κλουβιού», που πολλοί απ’ αυτούς θα το ξαναδούν. Εξάλλου στο χώρο του κάστρου η παράσταση θα αναδειχθεί περισσότερο, έχοντας ισχυρά ατού, ως υπερθέαμα με επιθεωρησιακά στοιχεία, χρώμα, μουσική, ξεκαρδιστικές καταστάσεις, γέλιο, σκέψη αλλά και συγκίνηση... Τι άλλο να επιθυμεί ένας θεατής στη καρδιά του καλοκαιριού!»

- Τέσσερις μήνες μετά από το τέλος των παραστάσεων, θα πρέπει να είστε αρκετά αποστασιοποιημένος και πιο ψύχραιμος ώστε να κρίνετε το αποτέλεσμα αυτής της επιτυχίας...

«Ποτέ δεν έχω καταφέρει να αποστασιοποιηθώ αρνητικά ή θετικά από οποιοδήποτε αποτέλεσμα, συνολικά, οποιασδήποτε σκηνικής δημιουργικής εμπειρίας που έφερα σε κάποιο πέρας. Πάντα το αποτέλεσμα για μένα είναι σημείο κατάδειξης ότι θα μπορούσε να είναι καλύτερο, κάτι που μ ακολουθεί συνεχώς, σχεδόν εφ’όρου ζωής. Ποτέ δεν έχω πει: «αυτό ήταν»! Ευτυχώς... Οσο για «Το κλουβί...." όπως και για κάθε παράσταση, είναι θέμα να οσμιστείς τη συγκυρία, ή να νομίζεις ότι την οσμίστηκες, το έργο, η φήμη του και πάνω απ όλα στη συγκεκριμένη κοινωνική - χρονική στιγμή που αρχίζει η σκηνική περιπέτεια, ποιο είναι το συνολικό διαθέσιμο υλικό που θα σ ακολουθήσει μέχρις «εσχάτων», ηθοποιοί, καλλιτεχνικοί συνεργάτες που «διανοούνται» μαζί σου και καταλαβαίνουν τι απαιτείται από την ιδεολογία της σκηνοθεσίας, τεχνικοί, οργανωτική υποδομή... Κάτι που βρήκα σε σημαντικό βαθμό σ όλα αυτά τα 4 χρόνια συνεργασίας μου με την «Θ.Δ.»... Και για να κυριολεκτώ, να βρίσκεις χρόνο και χώρο, έχοντας τη δυνατότητα να αξιοποιηθούν οι ατέλειωτες ώρες δουλειάς και προσφοράς. Π.χ. ψάχνοντας κάποια στοιχεία στους υπολογιστές μας για τις τωρινές παραστάσεις, πραγματικά έμεινα άναυδος από το εικαστικό και μόνο συγκεντρωμένο υλικό που μας οδήγησε στο συγκεκριμένο σκηνικό, αν υπήρχε τρόπος αυτό το υλικό να εκτεθεί, το ίδιο άναυδος θα έμενε κι ο θεατής»...

- Εχω διαπιστώσει ότι υπογράφετε σ όλες τις παραστάσεις σας το σκηνικό...

«Ναι, ίσως γιατί παράλληλα  με την υποκριτική, τη σκηνοθεσία, εδώ και δεκαετίες ασχολούμαι και με τα εικαστικά... Μια ειδικότητά μου είναι και το πόστερ κάθε παράστασης, ελπίζω σύντομα να κάνω κάποια έκθεση με τα 100 περίπου πόστερ μου...  Εξάλλου το σκηνικό από μόνο του μπορεί να σε εκθέσει ανεπανόρθωτα ως αναλφάβητο θεατρικά... Η μακέτα π.χ. ενός σκηνικού πρέπει να προκύπτει παράλληλα με όλη την προετοιμασία και σε καθημερινή βάση, βεβαίως διακινδυνεύονται τα πάντα, δηλαδή με ένα μη λειτουργικό σκηνικό διακινδυνεύεται η παράσταση η μπορεί και να νομίζεις ότι έχεις παράσταση... Και φυσικά πάνω απ όλα τον τελευταίο λόγο και δικαιωματικά τον έχει ο σκηνοθέτης, σε όλα τα στοιχεία μιας παράστασης».

- Ποιοι χαρακτήρες του έργου, σας δυσκόλεψαν περισσότερο ως προς το πώς θα τους χειριστείτε και ποιοι ήταν οι πιο αστείοι;

«Απαντώ με ό,τι πιο κλασικό έχει ειπωθεί από τον Στανισλάφσκι, δεν υπάρχουν μικροί και μεγάλοι ρόλοι, υπάρχουν κακοί και καλοί ηθοποιοί. Κι αυτό αποδεικνύεται σε πολλές παραστάσεις που τινάζονται στον αέρα από τους μικρούς ρόλους που δεν παίζονται καλά και το αντίθετο. Στη παράσταση «Του κλουβιού...» πέρα από τις ατέλειωτες ώρες δουλειάς των δυο πρωταγωνιστών που μας άφησαν έκπληκτους, είμαστε ευτυχισμένοι όλοι, συντελεστές και θεατές και με τους «μικρούς» ρόλους, «Ταμπαρό», «Χασάπης» (ειδικά αυτοί οι δυο ρόλοι εάν δεν έβγαζαν χειροκρότημα κοιτάγαμε ανήσυχοι ο ένας τον άλλον , μήπως δεν πάει καλά η παράσταση) «Φρανσίς», «Σαλόμ» κ.α. Κι ο μικρός κι ο μεγάλος ρόλος για να κεντήσουν «σταυροβελονιά» πρέπει να τους δώσεις τον καμβά τόσο σε θεωρητικό όσο και σε τεχνικό επίπεδο. Πιστεύω ότι ένα μέρος του καμβά που προσφέρθηκε στους ηθοποιούς «Του κλουβιού...» και κέντησαν ήταν η συνολική στάση μας απέναντι στο έργο». 

- Ποια ήταν η στάση όλων των συντελεστών απέναντι στο έργο;

«Σ’ αυτή τη θεότρελη κωμωδία συνυπάρχουν τα πάντα που αφορούν καταρχήν το περιεχόμενο, τη φόρμα, τις ιδεολογικές προεκτάσεις μέχρι κι αυτήν «του κοινωνικού ραπίσματος» και πάνω απ όλα την ανάγκη εκπαίδευσης των 14 ηθοποιών που απαρτίζουν τη διανομή της παράστασης για να φτάσουν στο σημείο να προσφέρουν άφθονο γέλιο στους θεατές. Αλλά και πέρα από το γέλιο, οι συνεχείς κι αναγκαίες μεταμορφώσεις - μεταμφιέσεις των δυο πρωταγωνιστών του Ζωρζ και του Αλμπέν για να συνεχίσουν απλά και μόνον να ζουν τον «αντισυμβατικό» τρόπο ζωής τους, κυριολεκτικά τους μεταμορφώνουν σε ήρωες στα μάτια του θεατρικού κοινού, καθώς οδηγούν κι αναγκάζουν τους «ραπιζόμενους» από τον συγγραφέα - Ζαν Πουαρέ «εκπροσώπους» του πολιτικού και θρησκευτικού καθωσπρεπισμού, να μεταμορφωθούν – μεταμφιεστούν κι αυτοί, με κύριο στόχο και μόνον να διατηρήσουν το κοινωνικό τους status. Διαπιστώνει κανείς ότι ο τελικό αποτέλεσμα της θεατρικής φόρμας είναι μια φυσιολογική διαχρονική εξέλιξη του γαλλικού μπουλβάρ (του θαύματος της θεατρικής γαλλικής φάρσας), που άρχισε να μεσουρανεί τουλάχιστον 80 χρόνια πριν την εποχή του Ζαν Πουαρέ (1973). Μια αδυσώπητη σκηνική τεχνική, τολμώ να πω οικεία σε μένα και την Ολγα Αλεξανδροπούλου, στο μέτρο του δυνατού, με την οποία αναγκαστικά  ασχοληθήκαμε όταν ανεβάζαμε έργα του Ζ. Φεϋντώ και  του Ε. Λαμπίς». 

Γ.Σαρ.