Κυριακή, 19 Νοεμβρίου 2017 09:24

Ο σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης στην "Ε": «Δεν κάνω ντοκιμαντέρ, λέω τα δικά μου»

Γράφτηκε από την

 Μία από τις πιο επιτυχημένες και συγκινητικές ταινίες της χρονιάς αποδείχθηκε για την πλειοψηφία των σινεφίλ το “Τελευταίο σημείωμα”, η πρόσφατη ταινία του μεγάλου Ελληνα σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη.

Η προσεγμένη φωτογραφία, το φορτισμένο ιστορικό υπόβαθρο, οι ερμηνείες και η μουσική είναι κάποια από τα στοιχεία που κάνουν τους θεατές να συζητούν για το έργο, να προβληματίζονται και να ψάχνουν στα βιβλία της ιστορίας. Ο ίδιος ο δημιουργός παραδέχεται πως έχει μία ιδιαίτερη σύνδεση με τα γεγονότα της Κατοχής, και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα μέσα από τα καρέ του. Οσο για το τι γίνεται μόλις ολοκληρωθεί η μεγαλεπήβολη προσπάθεια; «Η ταινία φεύγει και γίνεται... κτήμα, ζωή, σε αυτούς για τους οποίους γίνεται. Οι ταινίες δεν είναι για να τις βλέπω εγώ» σημειώνει στην “Ε” Ο Π. Βούλγαρης, περιγράφοντας το ταξίδι του κάθε του φιλμ, σαν το πέταγμα ενός αποδημητικού πουλιού... 

 

- Τι ήταν αυτό που σας ενέπνευσε στο βιβλίο του Αντώνη Φλούντζη "Χαϊδάρι", ώστε να αποφασίσετε πως αυτή θα είναι η επόμενη ταινία σας;

«Το ενδιαφέρον μου για τη νεότερη πολιτική ιστορία είναι αυτό που με κάνει να ψάχνω. Και εκεί οφείλεται η δημιουργία των “Χάππυ Νταίη”, “Πέτρινα χρόνια”, “Ψυχή βαθιά”. Την περίοδο της Κατοχής και τα γεγονότα που συνέβαιναν στην Ελλάδα τότε, και ιδιαίτερα στην Αθήνα, τα ήξερα, αλλά δεν ήταν το θέμα μου εκείνη την εποχή. Τη μορφή του Ναπολέοντος Σουκατζίδη τη γνώρισα πολύ νωρίς. Οταν ήμουν 25 ετών και δούλευα στη “Φίνος”, όλα μου τα χρήματα τα δαπανούσα σε βιβλία (γεννήθηκα σε ένα σπίτι που δεν είχαμε βιβλία). Μέσα σε ένα υπόγειο στο Μοναστηράκι, βρήκα ένα βιβλίο μικρό με μαντινάδες που το είχε γράψει η Μαρία Λιουδάκη. Αργότερα κατάλαβα ότι ήταν η αδερφή της Χαράς Λιουδάκη, της αρραβωνιαστικιάς του Σουκατζίδη. Στην εισαγωγή λοιπόν η Μ. Λιουδάκη ευχαριστούσε το 16χρονο αγόρι, το Ναπολέοντα, για τις ωραίες μαντινάδες που της είχε μαζέψει. Είχα ξαφνιαστεί τότε γιατί σκέφτηκα “κοίτα τι ωραία δουλειά έκανε ένα νέο παιδί”. Αργότερα έμαθα ότι δεν ήταν καν Κρητικός, ήταν από τη Μικρή Ασία και είχαν έρθει εδώ όταν ήταν 9 ετών. Τον “ξανασυνάντησα” μετά ως συνδικαλιστή, κομμουνιστή, πολιτικοποιημένο, και τον παρακολούθησα από τη φυλακή της Ακροναυπλίας, που εκεί ήταν κι ο Αντώνης Φλούντζης, σύντροφος και γιατρός. Το τέλος της ζωής του ήρθε την Πρωτομαγιά του 1944. Αυτά τα γεγονότα του Χαϊδαρίου, η Κατοχή, η σκληρή ναζιστική περίοδος, σιγά σιγά μου εστίασαν το ενδιαφέρον να κάνω μια ταινία για τις 12 τελευταίες μέρες της ζωής των 200. Κατόπιν, διάβασα και άλλα βιβλία, του Μανόλη Γλέζου, του Φλάισερ, του Μαζάουερ, του Σβολόπουλου, του Ζαούση για τη Λέλα Καραγιάννη. Μπήκα στην εποχή και μετά περίμενα να βρω τον τρόπο να κάνω μια ταινία εποχής. Ο κινηματογράφος χρειάζεται χρήματα. Βρήκα το Γιάννη Ιακωβίδη, που είχαμε κάνει και τις προηγούμενες ταινίες μαζί και μπήκαμε σε αυτή την περιπέτεια, σχεδόν χωρίς να έχουμε τα λεφτά. Περιμέναμε το Κέντρο Κινηματογράφου και την ΕΡΤ να αποφασίσουν· αποφάσισαν τελικά μία εβδομάδα πριν προβληθεί η ταινία. Τα καταφέραμε». 

- Το στρατόπεδο αυτό λειτουργούσε και ως “προθάλαμος” για τα μεγάλα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Γιατί όμως αυτό δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό σ' εμάς; Με την ταινία πιστεύετε πως ρίχνετε φως στη ματωμένη ιστορία του;

«Πολλά δεν ξέρουμε... Τελευταία “αποστολή” Εβραίων από το Χαϊδάρι ήταν οι 1.200 - 1.400 της Ρόδου, που φτάσανε στο Αουσβιτς λίγο πριν κλείσει. Πολλά πρόσωπα πέρασαν από εκεί. Ενα άτομο που μου έκανε εντύπωση ήταν ο πατέρας του Μ. Εβερτ, ο Αγγελος Εβερτ, αστυνομικός διευθυντής της Αθήνας. Αυτός διέσωσε πάρα πολύ κόσμο δίνοντάς τους ελληνικές ταυτότητες. Ο Σκαλκώτας ήταν κρατούμενος, ο Οικονομίδης, η Ρένα Ντορ, ο Βεάκης, πολλοί ηθοποιοί πέρασαν από εκεί. Είναι συναρπαστική αυτή η εποχή - και όπως λένε... είχα ντοπαριστεί με όλες αυτές τις πληροφορίες. 

Το ξέρω ότι δεν είναι γνωστό το στρατόπεδο και η ιστορία του, αφού αυτό το κομμάτι δε διδάσκεται στα σχολεία. Κάνω μαθήματα σε σχολές κινηματογράφου και ρωτάω τα παιδιά τι ταινίες θέλουν να κάνουν. Απαντούν συνήθως ότι θέλουν να κάνουν ταινίες με τέρατα, με φαντάσματα. Εγώ τους λέω ότι θέλω να κάνω μια ταινία για το 13χρονο παιδί Ανδρέα Λυκουρίνο, το οποίο ήταν κρατούμενο στο Χαϊδάρι και εκτελέστηκε. Εψαχνα μια ζωή να μάθω τι είχε κάνει! Βρήκα ότι τον έπιασαν μετά την Πρωτομαγιά και εκτελέστηκε αργότερα. 

Πέρα από το ότι η ταινία αγαπήθηκε, όπως φαίνεται και από κριτικούς και κοινό, το πολύ ευχάριστο είναι ότι την ταινία τη βλέπουν σχολεία. Μπήκα μέσα στα Χανιά σε αίθουσα με 420 παιδιά, πίστευα ότι θα κάνουν πλάκα, αλλά δύο λεπτά μετά την έναρξη δεν ακουγόταν τίποτα στην αίθουσα!»

- Γιατί η ταινία βγήκε φέτος συγκεκριμένα, που συμπληρώνονται 100 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση; Ηταν τυχαίο;

«Απλώς τώρα κατάφερα να την κάνω την ταινία». 

- Ποιες ήταν οι προκλήσεις που είχατε να αντιμετωπίσετε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων; Το ότι απαιτούνταν τόσο πολλά πρόσωπα για κάθε σκηνή πρέπει να είχε κάποιες δυσκολίες.

«Χρησιμοποιώ και απλούς ανθρώπους στις ταινίες, στην “Ψυχή βαθιά” έψαχνα 2-3 χρόνια ντόπιους που να μοιάζουν με τα πρόσωπα των φωτογραφιών που είχα από το Δημοκρατικό Στρατό. Στη “Μικρά Αγγλία”  χρησιμοποίησα και ερασιτέχνες από την Ανδρο. Εδώ είχα πάλι το ίδιο “πρόβλημα”. Η ιστορία είναι εστιασμένη στο Σουκατζίδη και στο Γερμανό, αλλά χρειαζόμουν πειστικά πρόσωπα, τα οποία βρήκα στα Χανιά. Τα βρήκα τελικά και τα αξιοποίησα και με αγάπησαν. Κάθε πρωί που έμπαινα στο θάλαμο με 80 άτομα, προσπαθούσα να τους αξιοποιήσω όλους. Δεν κουράστηκα. Ολοι είχαν γνώση για τις πράξεις των Ναζί και κάθε πρωί μου έλεγαν τις ιδέες που είχαν για το γύρισμα». 

- Υπάρχει κάποιος πρόσωπο, εκτός από τον πρωταγωνιστή, με τον οποίο να ταυτιστήκατε, να σας συγκίνησε ιδιαίτερα για κάποιο λόγο;

«Θα σας πω τι συνέβη με τον “Κώστα”, το βετεράνο, τον καθοδηγητή. Για τα βασικά πρόσωπα το κάστινγκ το έκανε η κόρη μου η Κωνσταντίνα. Οταν μπήκε μέσα στο γραφείο ο Τάσος ο Δήμας, τρελάθηκα! Το ήθος, το ταλέντο, η ποιότητά του ήταν κάτι το ασύλληπτο. Με συγκίνησε, γιατί δεν είχε ξανακάνει ποτέ του σινεμά και είπε πως στο εξής... “το αγάπησε”. Ηταν όλα αυτά τα χρόνια ηθοποιός του θεάτρου. Και ο μικρός, ο βοηθός του Γερμανού, ο “Κόβατς”, είναι ο γιος του βενζινά μου, εδώ στη γειτονιά. Πριν από 2 χρόνια είχε έρθει στο σπίτι μου και είπε ένα μονόλογο. Είχα αμφιβολίες αρχικά, δεν ήξερα αν είναι για να παίξει το Γερμανό, του έδωσα λοιπόν μια σκηνή στα Ελληνικά. Σε 2 μέρες ξανάρθε, όπως του είχα πει, είχε βρει άνθρωπο να το μεταφράσει και το είχε προβάρει. Είχε βρει και ανάλογα ρούχα, αμπέχονο, αρβύλες. Του ζήτησα να περπατήσει στο γραφείο, ντρεπόμουν να του ζητήσω να παίξει, δεν φανταζόμουν ότι θα είχε μπορέσει να κάνει την προετοιμασία - και ξαφνικά βουτάει από το σβέρκο το βοηθό μου, τον σηκώνει και αρχίζει να ουρλιάζει στα Γερμανικά! Από τα δίπλα γραφεία βγήκαν να δουν τι γίνεται. Είμαι ευτυχής γιατί είδα πώς ένα νέο παιδί καταφέρνει και κερδίζει αμέσως κάτι στη ζωή του. Τότε ήταν ακόμα στη σχολή». 

- Αναμένατε ότι με την προβολή της ταινίας θα εγείρονταν κάποιες αντιδράσεις σχετικές με το αν αποτυπώνεται ακριβώς η ιστορία; Σας απογοήτευσαν αυτές οι φωνές (οι οποίες μετά από λίγο καταλάγιασαν);

«Συνηθισμένος είμαι, και στις προηγούμενες ταινίες είχα αντιδράσεις. Είναι φυσικό, γιατί και στο “Χάππυ Νταίη” οι άνθρωποι που είχαν βιώματα, θεωρούσαν ότι θα δουν τη δική τους πραγματικότητα. Εγώ όμως δεν κάνω ντοκιμαντέρ, λέω “τα δικά μου”, βεβαίως βασιζόμενος σε ιστορικά γεγονότα. Τώρα, με ξάφνιασε το ότι οι αντιδράσεις άρχισαν πριν προβληθεί η ταινία. Ισως κάποιοι άνθρωποι θέλουν να ακούγεται το όνομά τους; Τι να πω;». 

- Το περιμένατε ότι το φιλμ θα αγκαλιαστεί σε τέτοιο βαθμό; Στο Cine Center της Καλαμάτας ο κόσμος χειροκρότησε, στο τέλος μίας από τις προβολές. Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το μεγάλο "ατού" της ταινίας;

«Είναι δύσκολο να το πω εγώ αυτό. Αλλά επειδή έχω την πείρα, από τα 52 χρόνια σινεμά, έχω να πω αυτό: Πήγα έξω από το σινεμά, είδα κόσμο να τρέχει στα ταμία, να μπαίνει ακόμα κι όταν άκουγε πως είναι ελεύθερη μόνο η πρώτη σειρά, μετά είδα απόλυτη σιωπή, είδα να βλέπουν οι θεατές και τους τίτλους, να αργούν να φύγουν από την αίθουσα. Αυτά δεν τα προγραμματίζεις. Τα ελπίζεις και κάπου μέσα σου λες “θα συγκινήσει αυτό που φτιάχνω”, αλλά δεν είσαι σίγουρος. Αυτό είναι η μαγεία της τέχνης. Η ταινία φεύγει από το δημιουργό και γίνεται κτήμα, ζωή για αυτούς για τους οποίους γίνεται. Οι ταινίες δεν είναι για να τις βλέπω εγώ».

- Μιλήστε μας λίγο και για τη συνεργασία με την Κίνηση Καλλιτεχνών με Αναπηρία και την επιλογή του καταγόμενου από τη Μεσσηνία Χρήστου Κωνσταντακόπουλου στο καστ σας.

«Την Κίνηση την ήξερα από νωρίτερα, γιατί προσπαθήσαμε και φτιάξαμε μία κόπια της “Μικράς Αγγλίας” που μπορούσαν να την παρακολουθήσουν άτομα με αναπηρία. Ηταν μια πραγματικά μοναδική και συγκινητική επαφή και γνωριμία. Μετά, όταν χρειάστηκα το Χρήστο, τον έψαξα, τον είχα γνωρίσει από ένα φίλο του. Τα γυρίσματα συνέπεσαν με το ότι περίμενε να έρθει στη ζωή του ο γιος του! Τον ήθελα, αλλά του είπα “κάτσε βρε παιδί μου να γεννήσει η γυναίκα σου στην Αθήνα και έλα μετά”. Είναι ταλαντούχος, με ήθος, τον αγαπάω πολύ. Αυτή η δουλειά αυτό μου προσφέρει: φιλία, αγάπη με ανθρώπους που γνωρίζω μέσα από τις ταινίες». 

- Θα πάει κάποια στιγμή στο εξωτερικό η ταινία;

«Περιμένουμε να κάνει τον κύκλο της εδώ και μετά θα την προτείνουμε σε φεστιβάλ. Δεν είναι εύκολο, αλλά ελπίζουμε. Και επίσης θέλουμε να προβληθεί και στη Γερμανία» 

- Μετά από μια τόσο μεγάλη επιτυχία, μπορείτε να δείτε την επόμενη μέρα, την επόμενη ιδέα, ή είναι ακόμα νωρίς; 

 «Είναι νωρίς. Απλώς, επειδή έκανα 4 ταινίες εποχής, μετά λέω να κάνω κάτι σύγχρονο, καθημερινό. Κάτι έχω στο μυαλό μου, θα δούμε».