Κυριακή, 17 Δεκεμβρίου 2017 08:36

Η Ματθίλδη Μαγγίρα στην “Ε”: “Πάντα θέλω κάτι να με δυσκολεύει, για να το υπερβαίνω και να μη βαριέμαι”

Γράφτηκε από την

 

Γεννημένη χορεύτρια αισθάνεται κατά βάθος, αλλά η δημιουργικότητα και το κέφι της την καθιέρωσαν κυρίως ως ηθοποιό, αν και δεν εξαντλούνται εκεί:

Η Ματθίλδη, το ένα ήμισυ του πολυτάλαντου διδύμου των αδελφών Μαγγίρα, μεταξύ άλλων τραγουδάει, σχεδιάζει ρούχα, παρουσιάζει λαμπερά events… Και σε ό,τι κάνει αναζητά με πάθος μια δυσκολία, για να την υπερβεί ώστε να εξελιχθεί. Αυτόν τον καιρό η Ματθίλδη Μαγγίρα βρίσκεται στην Καλαμάτα, για τις ανάγκες του «Φιάκα» ο οποίος έκανε πρεμιέρα την Παρασκευή στο ΔΗΠΕΘΕΚ. Βρήκε μια οικογένεια εδώ, μας λέει ενθουσιασμένη, που απαλύνει τον πόνο του πρόσφατου αποχωρισμού από την κόρη της. Μιλάει βέβαια και για αυτό το ιδιαίτερο θεατρικό που ανεβαίνει φέτος στο Δημοτικό μας Θέατρο, ενώ εξηγεί με ποια φιλοσοφία πορεύεται γενικότερα, αλλά και πώς τρελαίνεται να μας κάνει να γελάμε. 

 

- Πώς προέκυψε η συμμετοχή σας στον "Απατεώνα Φιάκα" και η συνεργασία σας με το ΔΗΠΕΘΕ της Καλαμάτας; 

«Μέσα στο καλοκαίρι δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον κ. Φίλιππο Σοφιανό, ο οποίος μου είπε ότι θέλει να κάνει στο ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας τον "Φιάκα". Το έργο το ήξερα, το είχα διαβάσει πολλά χρόνια πριν, όταν ήμουν ακόμα στη σχολή του Ευαγγελάτου. Μου αρέσει, θεωρώ ότι είναι πολύ επίκαιρο κι ας γράφτηκε το 1870. Η μεγάλη πρόκληση είναι η γλώσσα του - όμως ό,τι έχει δυσκολία με έλκει. Πάντα θέλω κάτι να με δυσκολεύει, για να το υπερβαίνω σε κάθε παράσταση ώστε να μη βαριέμαι. Και σε άλλες περιπτώσεις δηλαδή, που δεν υπάρχει μια τέτοια γλώσσα για παράδειγμα, εγώ η ίδια θα βάλω κάτι στο ρόλο μου ως δυσκολία, για ν' ασχολούμαι μαζί του κάθε βράδυ και να το δουλεύω, να έχω έναν στόχο που θα με κρατάει "εν εγρηγόρσει".

Πιστεύω ότι ο "Φιάκας" είναι ένα πολύτιμο έργο που το μήνυμά του ισχύει και σήμερα, κι είναι ένα μήνυμα το οποίο πραγματεύομαι και στα δικά μου shows. Δηλαδή, το πώς οι Ελληνες μετά την Επανάσταση επέλεξαν να πάνε με το δυτικό γίγνεσθαι - δεν πήγαν με τους Ρώσους, πήγαν με τους Αγγλους, μιμήθηκαν το γαλλικό θέατρο... Αυτή η ξενομανία μας λοιπόν είναι το θέμα, η τάση μας να "δυτικοποιηθούμε", ενώ δεν έχουμε καταλάβει ποιοι είμαστε κι έχουμε έλλειψη ταυτότητας. Γιατί οι Ελληνες δεν είμαστε Δυτικοί. Δεν είμαστε ούτε Ανατολίτες. Παίρνουμε την Ανατολή, τη φιλτράρουμε και τη δίνουμε στη Δύση. Εμείς δίνουμε στη Δύση, όχι η Δύση σ' εμάς. Το έργο το πραγματεύεται αυτό. Ετσι, τώρα που το ξαναδιάβασα και το θυμήθηκα, το έργο και η γλώσσα του ήταν ο ένας λόγος για τον οποίο θέλησα να μπω σ' αυτή την περιπέτεια.

Ενας δεύτερος λόγος ήταν η ίδια η Καλαμάτα, που είναι μια πολύ όμορφη πόλη. Μου άρεσε και η ιδέα να φύγω λίγο καιρό απ' την Αθήνα, όσο θα διαρκούσαν οι πρόβες και οι παραστάσεις. Αλλωστε είμαι παιδί της επαρχίας, έχω γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ξάνθη, οπότε μου είναι οικείοι οι ρυθμοί της επαρχιακής πόλης, ξέρω τη ζωή, ξέρω τη νοοτροπία της... Και ήταν μια ωραία συγκυρία όλο αυτό».

- Εκτός από τη γλώσσα, κρύβει κι άλλες δυσκολίες ο "Φιάκας" για τους ηθοποιούς ή και για το κοινό; 

«Η γλώσσα είναι το κύριο. Είναι όμως παράλληλα ένα πολύ κωμικό έργο. Για παράδειγμα ο ρόλος μου, η Ευανθία, είναι μια ξιπασμένη. Την έχουν σπουδάσει, ο μπαμπάς της την έστειλε να μάθει τα γαλλικά της και τα συναφή, και κυκλοφορούσε στα σαλόνια. Κι έρχεται ο απατεώνας ο Φιάκας, ο οποίος έψαχνε να βρει μια πλούσια νύφη, και η Ευανθία γίνεται το θύμα του. Είναι κάπως κακομαθημένη, ψάχνει τα μεγαλεία... γι' αυτό κι όταν ανακαλύπτει πως αυτός χρωστάει παντού και πάει να τον βρει, εκείνος της κάνει τρίπλα και την ψήνει ότι είναι ευγενής, Γερμανός βαρόνος - οπότε εκεί γουστάρει ακόμα περισσότερο, γιατί έχει κολακευτεί από τον τίτλο.

Το φοβερό σ' αυτό το έργο είναι ότι κανείς δεν αγαπάει κανέναν... Κανείς. Πολύ σημερινό κι αυτό. Ο ένας εξαπατά τον άλλον. Επίσης πολύ επίκαιρο. Γι' αυτό το θεωρώ ένα "σύγχρονο" έργο ως προς τις καταστάσεις και τα μηνύματά του. Δουλεύοντας με το κείμενο, ανακάλυπτα πως τίποτα δεν έχει αλλάξει από τότε που γράφτηκε, τουλάχιστον ως προς την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Η τεχνολογία εξελίσσεται, ΟΚ. Ο άνθρωπος πότε θα εξελιχθεί; Αυτό είναι το λυπηρό.

Είναι όμως τόσο ωραία γραμμένο το έργο από τον Μισιτζή, αριστοτεχνικά! Και είναι "τόσο, όσο" - δηλαδή η υπόθεση κρατάει περίπου 1 ώρα και 20 λεπτά και δεν κουράζει. Είναι πολύ περιεκτικό, "ζουμερό" έργο, και περνάει όλα αυτά τα μηνύματα μέσα από μια δύσκολη γλώσσα που δε μιλιέται σήμερα, αλλά εμείς οι ηθοποιοί καλούμαστε να τη μιλήσουμε σαν να είναι η καθημερινή μας γλώσσα, με ζωντάνια, με φυσικότητα, κάτι που κάνει όλο το εγχείρημα ακόμα πιο ενδιαφέρον. Γιατί στόχος μας είναι φυσικά να καταλάβει το κοινό. Αλλά και να του χαϊδέψουμε τα αυτιά με μια γλώσσα ξεχασμένη μα τόσο πλούσια, τόσο όμορφη, τόσο μουσική! Σε μια εποχή που έχουν ισοπεδωθεί τα πάντα, και η γλώσσα, είναι ωραίο να θυμίζεις πόσο πλούσιο είναι αυτό το εργαλείο που έχεις στα χέρια σου για να επικοινωνήσεις, και πόσο εμείς το έχουμε μαζέψει και φτωχύνει και μιζερέψει...». 

- Σ' εσάς προσωπικά, τι νέο έχει να προσφέρει ο ρόλος στη συγκεκριμένη παράσταση;

«Καταρχάς την Ευανθία την ερωτεύτηκα για όλα αυτά της τα στοιχεία, παρόλο που είναι αρνητικά τα περισσότερα. Δείχνει αγαθοσύνη η Ευανθία, αν και θέλει να περνάει για πονηρούλα. Και την πατάει και πονάει στο τέλος... ενώ πριν, κάνει τα πάντα για τους τίτλους και τα μεγαλεία. Δεν μένει στην ψυχή του ανθρώπου αυτού που συναντά, για να τον εξερευνήσει, να τον αξιολογήσει, να τον αγαπήσει. Αλλωστε, ξαναλέω, κανείς δεν αγαπάει κανέναν σ' αυτό το έργο.

Από την άλλη, ζούμε σε μια χώρα όπου μπαίνουν πολύ εύκολα οι ταμπέλες (μόνο εκεί που πρέπει δεν μπαίνουν, και χανόμαστε στους δρόμους ψάχνοντας ένα νούμερο, μια οδό - και όπου μπαίνουν συχνά σε στέλνουν σε λάθος κατεύθυνση). Η Ευανθία λοιπόν είναι μια ενζενί. Ε, δεν πηγαίνουν σε μένα οι ρόλοι ενζενί! Πηγαίνουν σ' ένα κοριτσάκι πιο τρυφερό, πιο... Εγώ έχω μια τρέλα, μια αγριάδα, μια σκληράδα. Είμαι και μαλακή, είμαι και γλυκιά, είμαι όλα - πιστεύω έτσι κι αλλιώς πως όλοι είμαστε όλα· αρκεί να το συνειδητοποιήσουμε, ν' ανοίξουμε τα κανάλια μας και να εκφράσουμε όσα έχουμε. 

Η Ευανθία μου έδωσε αυτή την ευκαιρία: να δείξω το συγκεκριμένο μου κομμάτι το οποίο δεν είχα δείξει μέχρι τώρα. Εύχομαι να την απολαύσει το κοινό, να χαρεί όλη την παράσταση, γιατί πραγματικά την απολαμβάνω κι εγώ. Κι άμα έχω έρωτα για ένα ρόλο... τίποτα δεν μπορεί να με χωρίσει από τον έρωτά μου!» 

- Ενσαρκώνοντας πρόσφατα την Ξανθίππη, τη σύζυγο του Σωκράτη, τι αισθανθήκατε πως θέλετε να πείτε στις σύγχρονες γυναίκες, αλλά και στους άνδρες;

«Η Ξανθίππη ήταν ένας μονόλογος, όπου έπαιζα 14 ρόλους... Μπαινόβγαινα στην Ξανθίππη, έκανα το Σωκράτη, έκανα τον Περικλή, την Ασπασία, τον Αλκιβιάδη, τον Μέλητο... Εγώ είμαι ερωτευμένη με το Σωκράτη πάρα πολλά χρόνια. Οταν λοιπόν μου ήρθε η πρόταση για την Ξανθίππη, ήταν μια μοναδική ευκαιρία να μπω στα οικογενειακά του Σωκράτη! 

Η Ξανθίππη ως μια κραυγή, στο έργο του Γιώργου Α. Χριστοδούλου, παρουσιάζει το Σωκράτη μέσα απ' τα δικά της μάτια. Το έργο αναδεικνύει έτσι κι αλλιώς τη σημαντική διαφορά ανάμεσα στη γυναίκα του τότε με τη γυναίκα του σήμερα. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η Ξανθίππη δεν ήταν ένα συνηθισμένο πλάσμα. Εμεινε στη συνείδηση του κόσμου ως μέγαιρα - και ήρθε με το έργο αυτό να πει τη δική της εκδοχή. Ηταν 30 χρόνια μικρότερη απ' τον άντρα της, μια κούκλα, πρασινομάτα και κοκκινομάλλα, ένα αγρίμι, ένα αγοροκόριτσο. Ιππευε άλογα από 5 χρονών, ήταν από καλή οικογένεια, ήταν κι απίστευτη μίμος... Και μετά το θάνατο του Σωκράτη, συνέχισε το έργο του. Βρήκα, έπειτα, κι άλλες αναφορές στο πρόσωπό της - κυρίως σε γερμανικές βιβλιοθήκες όπου ανακάλυψα πάρα πολλές πληροφορίες από την αρχαία ελληνική γραμματεία. Το έργο αυτό λοιπόν ξαναγράφεται. Δεν έχω τελειώσει μαζί της· μα αυτή θα είναι μια νέα Ξανθίππη, που θα μιλά κυρίως για τη δική της ζωή».

- Στην καριέρα σας δοκιμάζετε γενικώς πολλά και διαφορετικά πράγματα. Με ποια φιλοσοφία πορεύεστε και πώς επιλέγετε την κάθε δουλειά;

«Οταν κάνω κάτι που με δυσκολεύει -όπως επιδιώκω- και καταφέρνω να το υπερβώ, μετά θέλω κάτι άλλο που δεν έχω ξανακάνει και μου προσφέρει μια καινούργια δυσκολία. Οπότε, όταν έρχεται ένα κείμενο και το διαβάζω, μετράει αρχικά το τι μου δίνει: Αν με εμπνεύσει το κείμενο, και μικρός να είναι ο ρόλος, θα τον κάνω. Γιατί θα βρω τον τρόπο μου, αυτό το μικρό σε έκταση κομματάκι να το κάνω να μείνει, να το πάρει ο θεατής μαζί του όταν φύγει. Αυτό είναι για μένα ο στόχος: Να μπει ο κόσμος μέσα στην αίθουσα και για όσο διαρκεί η παράσταση να ξεχάσει ποιος είναι και πού βρίσκεται. Θέλω να απορροφηθεί, να μαγευτεί. Να τον πάρω και να ξεχάσει τα προβλήματά του, τα πάντα. Για μένα αυτό είναι ο πιο μεγάλος μου στόχος σε ό,τι κι αν κάνω».

- Ενώ είστε εντυπωσιακή, δεν εγκλωβιστήκατε ποτέ στο προφίλ μιας ντίβας και δεν φοβηθήκατε το κωμικό, το οποίο υπηρετήσατε ανεπιφύλακτα και με μεγάλη επιτυχία. Ποιο κομμάτι του εαυτού σας το τροφοδοτεί 

«Από μικρό παιδί με ευχαριστούσε όταν έκανα τους άλλους να γελάνε. Με γέμιζε, με ολοκλήρωνε. Θέλω να γελάνε οι άνθρωποι, θεωρώ ότι είναι θεραπεία το γέλιο. Νιώθω και σαν θεραπεύτρια όταν γελάνε από κάτω - και παίρνω τόσο πολλή ενέργεια από τα γέλια, νιώθω τόσο γεμάτη, που δεν συγκρίνεται με τίποτα αυτό. Βέβαια είναι κι ο πατέρας μου έτσι, και η γιαγιά μου η Ματθίλδη είχε απίστευτο χιούμορ. Ημουν τυχερή γιατί μεγάλωσα σε μια οικογένεια που δεν με μπλόκαρε. Ισα ίσα. Μπορεί να είχα εγώ κάτι σ' αυτή την κατεύθυνση, αλλά αυτό το κάτι δεν το σταμάτησαν, μου το ενίσχυσαν. Είχα ελευθερία στο περιβάλλον μου να εκφράζομαι, και γέμιζα τόσο πολύ όταν τους έκανα να γελάνε... ή όταν χόρευα.... Νομίζω μάλιστα ότι χορεύτρια γεννήθηκα! Απλώς στην Ξάνθη, τότε, δεν υπήρχε καμία σχολή χορού - κι ό,τι έμαθα το έμαθα μόνη μου. Η ελευθερία που νιώθω όταν χορεύω δεν περιγράφεται. 

Με έναν διαφορετικό τρόπο, αισθάνομαι μια τέτοια ελευθερία κι όταν καταφέρνω ν' αφήσω τον εαυτό μου και να γίνω ο ρόλος. Θέλω ο θεατής να μη βλέπει πουθενά τη Ματθίλδη, να βλέπει μόνο το ρόλο. Αν δεν το πετύχω, τρώγομαι με τα ρούχα μου, δεν μπορώ να κοιμηθώ. Το ξέρω όταν συμβαίνει - πιστεύω πως όλοι οι ηθοποιοί το καταλαβαίνουν, απλά δεν ξέρω κατά πόσο έχουν αυτή την πετριά που έχω εγώ και με τρελαίνει. Μπορεί να μείνω ξάγρυπνη νύχτες ολόκληρες προσπαθώντας να δω τι δεν έχω βρει ώστε να γίνω αυτό το άτομο και να φύγω τελείως από μένα, να μην υπάρχω. Οταν το καταφέρνω, είμαι ευτυχής».

- Τι θεωρείτε ότι έχει αλλάξει για τον πολιτισμό τα τελευταία, δύσκολα χρόνια;  

«Ο πολιτισμός είναι ένας κοινωνικός αντικατοπτρισμός: Αν το πράγμα φθηναίνει κοινωνικά, θα φθηνύνει και πολιτιστικά. Στην εποχή των παχιών αγελάδων, και πολιτιστικά, μ' ενοχλούσαν πολλά πράγματα. Υπήρχε ένας κορεσμός, ένας υπερκαταναλωτισμός, ένα τέλμα, όπου δεν έβλεπες μια σπίθα, δεν γινόταν κάτι, δεν διακρίνονταν αξίες. Τώρα, με τις δυσκολίες, τόσο οι αξίες όσο και η έλλειψή τους άρχισαν σιγά σιγά να γίνονται πιο αντιληπτές. Κι αυτό το διαπιστώνω από τις συζητήσεις μου με πολύ κόσμο - γιατί δεν είμαι κι άνθρωπος που δεν συμμετέχει, ζω την κάθε μέρα και είμαι μέσα σε όλα: Θα πάω στη λαϊκή, θα κάνω τις δουλειές μου... Μου αρέσει η επαφή με τους ανθρώπους, και μάλιστα οποιασδήποτε "κάστας". Παίρνω και πληροφορίες έτσι, αντλώ υλικό, με ευχαριστεί πολύ.

Οι δυσκολίες λοιπόν μας εξελίσσουν. Είναι για όλους μας μια ανηφόρα που δεν πρέπει να τη φοβηθούμε, πρέπει να την ανέβουμε με τσαμπουκά. Και θα νικήσουμε εμείς την ανηφόρα, δεν θα μας νικήσει αυτή».

- Λανσάρατε κάποια στιγμή και μια δική σας σειρά ρούχων, Μ&Μ. Τι επιθυμούσατε να προσφέρετε με αυτήν στις γυναίκες;

«Προς το παρόν δεν συνεχίζω, γιατί η εποχή εμπορικά είναι πολύ δύσκολη. Ειδικά στο ρούχο... Είχαμε όλοι ψωνίσει πάρα πολύ, παλιότερα. Ολοι νομίζω ότι έχουμε πολλά ρούχα στις ντουλάπες μας. Αντί λοιπόν να πάρεις 5 κομμάτια φέτος, θα πάρεις ένα, αφού έτσι κι αλλιώς έχεις ρούχα.

Ομως, ήταν κι αυτό κάτι πολύ δημιουργικό για μένα. Η κάθε σειρά έβγαινε πάνω σε μία ιδέα μου. Ηθελα, καταρχάς, να δώσω στις γυναίκες στιλ και καλό υλικό. Δεν χρησιμοποίησα ποτέ κάτι συνθετικό, μόνο μετάξια, βαμβάκια, φυσικά υλικά. Κάθε σειρά ήταν εμπνευσμένη από μια γυναίκα: Η πρώτη ήταν η γυναίκα Ρομά. Η δεύτερη, η χειμερινή, ήταν η Αμέλια Ερχαρτ, η πρώτη γυναίκα πιλότος, μια δυναμική γυναίκα δηλαδή. 

Αυτό που ήθελα ήταν το κάθε ρούχο που θα πάρει κάποια να μπορεί να το φοράει 24 ώρες, από το πρωί ως το βράδυ. Μου αρέσει αυτό γιατί ο τρόπος ζωής μας έχει πλέον τέτοιες ταχύτητες... Η γυναίκα πλέον εργάζεται, είναι όλη μέρα έξω, μετά μπορεί να πάει κάπου αλλού, σ' ένα ραντεβού, για έναν καφέ... Οπότε με ένα διαφορετικό παπούτσι ή ένα αξεσουάρ, πρέπει να μπορεί με το ίδιο ρούχο να κινηθεί όλη μέρα. Αυτή ήταν η φιλοσοφία της σειράς μου. Και αν το ξανακάνω, πάλι με την ίδια φιλοσοφία θα πάω - γιατί είναι μια δική μου ανάγκη αυτή, ως καταναλώτρια. Εψαχνα κάποια πράγματα και δεν τα έβρισκα. Βρήκα τρύπες στην αγορά, γι' αυτό και θέλησα να δημιουργήσω κάτι για να τις καλύψω».

- Διάβασα σε μια προηγούμενη συνέντευξή σας για την εμπειρία σας από τη σωματική ψυχοθεραπεία. Σκέφτηκα πως οι περισσότεροι, διάσημοι και άσημοι, δεν μιλούν για τέτοια θέματα - και συνδέθηκα επίσης πολύ με την προτροπή σας να δοκιμάσουν όλοι αυτή τη διαδικασία. Γιατί όμως ακόμα, στην εποχή μας, τόσοι άνθρωποι αρνούνται στον εαυτό τους αυτό το δώρο;

«Γιατί ο μεγαλύτερος φόβος του ανθρώπου είναι η ευτυχία. Και η επιτυχία. Γιατί μεγαλώνουμε όλοι μας σε προβληματικά κοινωνικά-οικογενειακά περιβάλλοντα. Αλλά θεωρώ ότι για ν' αλλάξει οποιαδήποτε κατάσταση στη ζωή μας, η αλλαγή γίνεται από μέσα μας. Πώς όμως αλλάζεις; Πολλοί λένε ότι θέλουν ν' αλλάξουν, άλλοι ότι το παλεύουν μόνοι τους... Δεν μπορείς να το παλέψεις μόνος σου, όμως. Μήπως γεννήθηκε κανείς ξέροντας να οδηγεί αυτοκίνητο; Χρειάζεσαι καθοδήγηση, για να γνωρίσεις και να οδηγήσεις τον εαυτό σου. 

Εγώ για παράδειγμα μπορούσα πάντα να είμαι ο ρόλος μου στη σκηνή και ταυτόχρονα να με παρατηρώ με ψυχραιμία. Αυτό όμως που έκανα εύκολα στο θέατρο, δεν κατάφερνα να το κάνω στην καθημερινή μου ζωή. Ενώ είχα ήδη κατακτήσει τη διαδικασία, δεν ήξερα πώς να τη φέρω στη ζωή μου. Σ' αυτό με βοήθησε η ψυχοθεραπεία - και μου χάρισε ισορροπία. Επίγνωση. Και είμαι "πτυχιούχος", ξέρεις, έχω αποφοιτήσει. Αν έρθει τώρα κάποιος και μου πει "έχεις πρόβλημα κορίτσι μου", ξέρω πως εκείνος έχει κάποιο πρόβλημα, που το προβάλλει επάνω μου. Δεν το παίρνω πια προσωπικά, όπως παλιά. 

Η ψυχοθεραπεία είναι προσωπική εξέλιξη, είναι προσωπική δουλειά. Οποιος δεν την κάνει... εκείνος χάνει. Χάνει κυρίως χρόνο και ενέργεια. Περνάει όλη τη ζωή του χωρίς να καταλάβει τι εξαιρετικό πολυμηχάνημα, τι σπουδαίο εργαλείο είναι ο εαυτός του, πόσο ανώτερος είναι από αυτό που αντιλαμβάνονται απλά οι 5 αισθήσεις του. Και κάποτε, ο πραγματικός του εαυτός θα τον χτυπήσει από μέσα. Είναι όμως κρίμα, ο κάθε άνθρωπος να μη δώσει στον εαυτό του αυτό το δώρο. Την ευκαιρία να φτάσει στην αυτογνωσία, στη βαθιά, απόλυτη αυτογνωσία».  

- Πώς είναι τώρα για εσάς η ζωή στην Καλαμάτα; Τι απολαμβάνετε περισσότερο αυτόν τον καιρό και τι σας λείπει; 

«Είμαι εδώ από τις 7 Νοεμβρίου που ξεκινήσαμε τις πρόβες. Η ζωή εδώ είναι πολύ ωραία, γιατί έχω την τύχη να μένω στο "Elite" κι έχω μπροστά μου αυτή την υπέροχη θάλασσα, έχω αυτό το υπέροχο πεζοδρόμιο που είναι ό,τι πρέπει για να περπατήσεις, να τρέξεις... Τρέχω με το σκύλο μου, έκανα μάλιστα και μπάνιο πρόσφατα αν και δεν είμαι χειμερινή κολυμβήτρια. Γνωρίζοντας δε και τους υπόλοιπους συναδέλφους -που οι περισσότεροι ζουν και κατάγονται από εδώ- δημιουργήσαμε μια ωραία ομάδα. Τόσο ωραία, που τους αισθάνομαι ήδη σαν οικογένειά μου. Αν χρειαστώ οτιδήποτε, παίρνω τηλέφωνο και τους βρίσκω. Να, προχθές λούσαμε το σκύλο μου τον Πατσίνο στην Ολγα, που έχει κι εκείνη ζώα. Δεν νιώθω μοναξιά έτσι. Μαζί με τη φιλοξενία του "Elite", που έχει μπει χορηγός, όπως και το "Κύμα", εδώ, με κάνουν να αισθάνομαι μια ζεστασιά... κι αυτό με ευχαριστεί πολύ. Μου δίνει δύναμη ν' αντεπεξέλθω στις δυσκολίες του έργου. Πηγαίνω λοιπόν στο θέατρο, γυρίζω... ζω μια ζωή πιο ξεκούραστη. Αυτή την ηρεμία δεν τη βρίσκεις εύκολα στην Αθήνα. 

Μέχρι στιγμής μου αρέσει πολύ εδώ. Κι αν μου λείπει κάτι... όλα αυτά κάπως το αναπληρώνουν. Περνώ μια δύσκολη φάση, γιατί έφυγε από την Ελλάδα η κόρη μου 15 χρονών κι ο απογαλακτισμός έγινε λίγο απότομα και νωρίς. Από την άλλη, αν είχα την κόρη μου δεν θα μπορούσα να πάρω το ρόλο στην Καλαμάτα, δεν θα μπορούσα να λείψω τόσο απ' την Αθήνα. Το ένα λοιπόν σε πονάει, μα έρχεται το άλλο και σου δίνει κάτι διαφορετικό. Ισορρόπησαν κάπως τα πράγματα και είμαι ευχαριστημένη». 

- Πώς σχεδιάζετε λοιπόν να περάσετε τις φετινές γιορτές;

«Μες στις γιορτές έτσι κι αλλιώς έχουμε παραστάσεις, οπότε δεν θα μπορούσα να πάω Αμερική, όμως θα έρθει η κόρη μου από την Αμερική. Και όπως βλέπω το πρόγραμμα των παραστάσεων... "παίζει" να κάνω γιορτές εδώ στην Καλαμάτα, μαζί με την κόρη μου και με την υπόλοιπη οικογένεια του θιάσου!».