Παρασκευή, 02 Μαρτίου 2018 14:28

Η καθηγήτρια Λήδα Παπαστεφανάκη για το νέο της βιβλίο, που παρουσιάζεται στην Καλαμάτα: Φωτίζοντας τα κατάλοιπα της μεταλλευτικής δραστηριότητας

Γράφτηκε από την
Η καθηγήτρια Λήδα Παπαστεφανάκη για το νέο της βιβλίο, που παρουσιάζεται στην Καλαμάτα: Φωτίζοντας τα κατάλοιπα της μεταλλευτικής δραστηριότητας

Η παρουσίαση του βιβλίου της αναπληρώτριας καθηγήτριας σύγχρονης ελληνικής ιστορίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Λήδας Παπαστεφανάκη, “Η φλέβα της γης. Τα μεταλλεία της Ελλάδας, 19ος-20ος αιώνας” θα γίνει αύριο Σάββατο στις 7 μ.μ. στο καφέ “στο κύμα” (Ναυαρίνου 167) στην Καλαμάτα.

Την εκδήλωση διοργανώνει η “Αρχείων Τάξις” και ο Πολιτιστικός Αντίλογος. Για το βιβλίο θα μιλήσουν: η Σταυρούλα Βερράρου (δρ. ιστορίας Πανεπιστημίου Κρήτης, εκπαιδευτικός), ο Παναγιώτης Ανδριανόπουλος (ιστορικός - πολιτικός επιστήμων, εκπαιδευτικός, “Αρχείων Τάξις”) και η συγγραφέας. Συντονίζει ο Γιάννης Γονατίδης (υπ. διδάκτορας ιστορίας Πανεπιστημίου Κρήτης, “Αρχείων Τάξις”).

Η Λήδα  Παπαστεφανάκη μιλώντας στην “Ε” για το νέο της βιβλίο της αναφέρθηκε αναλυτικά για το θέμα των μεταλλείων.

- Τι σας οδήγησε στη μελέτη της ιστορίας των μεταλλείων της Ελλάδας;

“Το αρχικό ενδιαφέρον μου ξεκίνησε από τα υλικά κατάλοιπα. Στην Ελλάδα, βλέπει κανείς απομεινάρια της μεταλλευτικής δραστηριότητας του 19ου και του 20ού αιώνα σε πολλά μέρη: μικρές ή μεγαλύτερες εγκαταστάσεις, σκάλες φόρτωσης, συστήματα μεταφοράς, κεκλιμένα, σιδηροδρομικές γραμμές, πυλώνες  εναέριων σιδηροδρόμων, εργατικές κατοικίες… Εκτός από το Λαύριο που είναι ολόκληρο μια πόλη - μνημείο της μεταλλευτικής και μεταλλουργικής δραστηριότητας, υλικά κατάλοιπα της μεταλλευτικής δραστηριότητας συναντά κανείς έως σήμερα σχεδόν σε όλα τα νησιά του Αιγαίου, στην Εύβοια, στην Χαλκιδική, στη Φθιώτιδα, στη Φωκίδα, στην Αργολίδα και σε πολλά ακόμη μέρη. Οι τουρίστες του καλοκαιριού βλέπουν σκάλες φόρτωσης στις ακτές των νησιών, συχνά δεν αναγνωρίζουν, δεν ξέρουν τι είναι αυτές οι εγκαταστάσεις. Τα υλικά κατάλοιπα με παρακίνησαν ώστε να ξεκινήσω να ψάχνω την ιστορία τους. Μετά από μια μικρή έρευνα στη βιβλιογραφία διαπίστωσα γρήγορα ότι το θέμα δεν ήταν σχεδόν καθόλου μελετημένο από τους επαγγελματίες ιστορικούς, παρά μόνο σε ορισμένες λίγες εκφάνσεις του. Τα Λαυρεωτικά, ως ένα ζήτημα που διαπλέκεται έντονα με την πολιτική ιστορία, τις παρεμβάσεις των ξένων δυνάμεων, τον χρηματιστηριακό πυρετό του 19ου αιώνα είναι πράγματι ένα ζήτημα μελετημένο, αλλά οι περισσότερες άλλες όψεις της μεταλλευτικής ιστορίας και του Λαυρίου και των υπόλοιπων περιοχών της χώρας δεν ήταν μελετημένες.  Η κρατική πολιτική, η ιστορία των επιχειρήσεων, του επιστημονικού και εργατικού δυναμικού, της τεχνολογίας, των μεταλλευτικών συνοικισμών, των εμπορικών δικτύων, των απεργιών  ήταν όψεις αδιερεύνητες. Δεν είχαν μελετηθεί αυτές οι όψεις, αν και η μεταλλευτική-εξορυκτική δραστηριότητα αποτέλεσε συνολικά αξιόλογη οικονομική δραστηριότητα, έπαιξε σημαντικό ρόλο στο εξαγωγικό εμπόριο της Ελλάδας, προσέφερε με πολλούς τρόπους στην ελληνική οικονομία. Η μεταλλευτική δραστηριότητα διαμόρφωσε, επίσης, ένα εργατικό δυναμικό εξειδικευμένο στα μεταλλεία,  δημιούργησε μία τεχνογνωσία, και ένα δυναμικό στελεχών μηχανικών μεταλλειολόγων, διαμόρφωσε το τοπίο πολλών κατοικημένων και ακατοίκητων περιοχών… Αφού, λοιπόν, διαπίστωσα ότι τα θέματα αυτά δεν ήταν μελετημένα και οι γνώσεις μας για μια τόσο σημαντική οικονομική δραστηριότητα ήταν περιορισμένες, ξεκίνησα την αναζήτηση των αρχείων. Ο εντοπισμός του αρχειακού υλικού, σε πολλά μέρη της χώρας και στο εξωτερικό, μου δημιούργησε  και άλλα ερωτήματα, στα οποία έπρεπε να απαντήσω”.

- Ποια ήταν τα βασικά ερωτήματα και οι στόχοι σας;

“Το βασικό ερώτημα που με απασχόλησε είναι σε ποιο βαθμό και με ποιους τρόπους μια οικονομική δραστηριότητα, η οποία είχε κυρίως εξαγωγικό προσανατολισμό και συμμετείχε σε μια διεθνοποιημένη οικονομία, συνέβαλε στην εγχώρια οικονομική ανάπτυξη, επηρέασε τις κοινωνικές σχέσεις και διαμόρφωσε πολιτικές. Τα ειδικότερα ερωτήματα αφορούσαν τον ρόλο του κράτους στην ανάπτυξη των μεταλλείων την περίοδο 1830-1960, τη δραστηριότητα των επιχειρήσεων, τη θέση της Ελλάδας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, τη διαμόρφωση των αγορών εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις, την τεχνολογία, την τεχνική διεύθυνση και την οργάνωση των μεταλλείων. Κεντρική θέση στην προσέγγιση μου έχει η έννοια του καταμερισμού εργασίας, η οποία μας επιτρέπει να μελετήσουμε τις κοινωνικές και οικονομικές διαφοροποιήσεις σε πολλαπλά επίπεδα: στο επίπεδο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, στο επίπεδο της εθνικής οικονομίας, στο επίπεδο των επιχειρήσεων,  στο επίπεδο των χώρων παραγωγής, στο επίπεδο της οικογένειας. Στόχος μου ήταν να απαντήσω, εν μέρει τουλάχιστον, στα παραπάνω ερωτήματα, χρησιμοποιώντας τα θεωρητικά και μεθοδολογικά εργαλεία της ιστορικής επιστήμης, και ιδίως της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας. Επιχείρησα να απαντήσω στα ερωτήματα, χαρτογραφώντας ταυτόχρονα, σε αδρές γραμμές το σύνολο του κλάδου και θέτοντας την ιστορική διάσταση της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας”.

- Στο βιβλίο σας σημειώνεται πως «όσο περισσότερο γράφει κανείς, τόσο περισσότερο ανακαλύπτει αυτά που δεν έχει καταφέρει να γράψει ακόμα». Μπορείτε λίγο να μας εντάξετε στο «εργαστήρι» του ιστορικού και να μας περιγράψετε, όσο αυτό είναι δυνατό, πως «γεννιέται» μια ιστορική μελέτη;

“Η απάντηση στην ερώτηση σας μπορεί να αποτελεί αντικείμενο ενός εξαμηνιαίου μαθήματος στο πανεπιστήμιο. Δεν απαντάται εύκολα.  Οπωσδήποτε, η παρατήρηση (η παρατήρηση του τοπίου, των πόλεων, των κοινωνικών συμπεριφορών) παίζει ρόλο στο να γεννηθούν ερωτήματα, να ασκηθεί το μάτι να «βλέπει» πέρα από το αυτονόητο. Τα ερωτήματα μας προέρχονται, συνήθως, από την σύγχρονη μας πραγματικότητα, από τα ευρύτερα πολιτικά, οικονομικά ή κοινωνικά ζητήματα της σύγχρονης πραγματικότητας. Από κει και πέρα, η ιδεολογία, η ευρύτερη παιδεία, η επιστημονική συγκρότηση, ο θεωρητικός εξοπλισμός του καθενός και της καθεμιάς ιστορικού διαμορφώνουν το βλέμμα, την οπτική. Αναζητούμε αρχεία και πηγές κάθε είδους για να τους θέσουμε τα ερωτήματά μας και να επιχειρήσουμε να τα απαντήσουμε. Πάντως, οι πηγές δεν δίνουν αυτομάτως καμία απάντηση, αν δεν υπάρχει από πίσω ένα θεωρητικό και μεθοδολογικό υπόβαθρο για να τις επεξεργαστείς. Και η επεξεργασία των πηγών, η μελέτη, η κατανόηση, θέλουν χρόνο. Η ιστορική γραφή θέλει κόπο, θέλει χρόνο, για να γράψει κανείς τεκμηριωμένα, με σαφήνεια και συνοχή. Και όσο περισσότερο γράφεις, τόσο περισσότερα ερωτήματα σου γεννιούνται. Δεν υπάρχουν, δηλαδή, τελειωτικές, ολοκληρωτικές απαντήσεις, όσο και αν προσπαθούμε να πλησιάσουμε το ιστορικό παρελθόν με κάποιους όρους αντικειμενικότητας και συνολικότητας”.

- Ποιο είναι το θέμα της επόμενης μελέτης σας;

“Συνεχίζει να με ενδιαφέρει ερευνητικά η ιστορία των μεταλλείων, στο βαθμό που ο εντοπισμός νέων πηγών μπορεί να βοηθήσει στην ανάδειξη και εμβάθυνση όψεων της μεταλλευτικής δραστηριότητας. Με ενδιαφέρει, ταυτόχρονα, η οικογένεια ως μονάδα της παραγωγής και ο οικιακός χώρος ως χώρος εργασίας για όλα τα μέλη της οικογένειας (γυναίκες, παιδιά). Επομένως, οι επόμενες μελέτες θα κινηθούν, ανάμεσα στην ιστορία των μεταλλείων και την ιστορία της γυναικείας εργασίας στο σπίτι. Καλά να είμαστε και όλα θα γίνουν”!

- Θα προτρέπατε έναν νεαρό μαθητή/τρια να σπουδάσει Ιστορία σήμερα και αντίστοιχα για ποιους λόγους;

“Φυσικά και θα τον/την προέτρεπα! Αρκεί να έχει κανείς το ενδιαφέρον, το μεράκι και τη διάθεση για μελέτη και έρευνα. Οι σπουδές στην ιστορία προσφέρουν μια ευρύτερη ανθρωπιστική παιδεία, προσφέρουν τα εργαλεία για την κατανόηση των ανθρώπινων κοινωνιών στο παρελθόν, εφόδια δηλαδή χρήσιμα για το ανθρώπινο πνεύμα και για τη δημιουργικότητα σε κάθε πεδίο. Η ιστορική έρευνα δεν είναι ένα βαρετό και μονότονο αντικείμενο, όπως το διδάσκονται οι περισσότεροι/περισσότερες στο σχολείο. Αντιθέτως, κρύβει εκπλήξεις, πάθη, μυστήρια. Ομως τίποτε δεν αποκαλύπτεται σε κανέναν ερευνητή και σε καμιά ερευνήτρια, αν δεν δουλέψει πολύ και με συστηματικότητα”.

- Πριν λίγους μήνες απεβίωσαν ο μεσσήνιος ιστορικός Βασίλης Κρεμμυδάς, αλλά και ο ιστορικός Σπύρος Ασδραχάς. Θα θέλατε να μας σχολιάσετε τη συμβολή τους στην ελληνική ιστοριογραφία;

“Και οι δύο ιστορικοί, ο Σπύρος Ασδραχάς  και ο Βασίλης Κρεμμυδάς, ανήκουν στη γενιά που μεγάλωσε μέσα στα χρόνια του πολέμου και σπούδασε στα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια, σε μια εποχή που η ελληνική ιστορική επιστήμη κινούνταν ακόμη σε πολύ συντηρητικά, θεωρητικά και μεθοδολογικά πλαίσια. Η συμβολή τους στην ελληνική ιστοριογραφία έγινε μέσω της επαφής με το γαλλικό ακαδημαϊκό περιβάλλον της οικονομικής ιστορίας και της ιστορίας των νοοτροπιών κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970. Με την Μεταπολίτευση, η ανανέωση των ιστορικών σπουδών στην Ελλάδα έγινε με το μπόλιασμα της γαλλικής ιστορικής παράδοσης  με την ελληνική ιστοριογραφία, με το ενδιαφέρον για την μελέτη της οικονομίας της οθωμανικής και της βενετικής κυριαρχίας από τους ιστορικούς. Το συγγραφικό έργο και του Ασδραχά και του Κρεμμυδά απαντά σ’ αυτά τα ερευνητικά ζητούμενα της Μεταπολίτευσης. Στη συνέχεια και οι δύο, ο καθένας βεβαίως με την ιδιαίτερη του διαδρομή, προχώρησαν τις έρευνες τους με συστηματικότητα, επιχείρησαν μεγάλες ιστορικές συνθέσεις και συνέβαλαν στην οργάνωση των ιστορικών σπουδών στα πανεπιστήμια και στη θεσμοθέτηση της ιστορικής έρευνας στην Ελλάδα. Υπήρξαν, λόγω των εμπειριών τους και της συγκρότησής τους,  όχι μόνο ιστορικοί, αλλά και διανοούμενοι και ενεργοί πολίτες, μέχρι το τέλος”.

Γ.Σαρ.


NEWSLETTER