Κυριακή, 24 Μαρτίου 2019 09:18

Ο ποιητής Δημήτρης Κοσμόπουλος στην "Ε": “Ο αληθινός δημιουργός δεν νιώθει ότι ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους ανθρώπους”

Γράφτηκε από την
Ο ποιητής Δημήτρης Κοσμόπουλος στην "Ε": “Ο αληθινός δημιουργός δεν νιώθει ότι ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους ανθρώπους”

“Πολύ ψηλά στης ποίησης τη σκάλα” έχει καταφέρει να φτάσει μέχρι τώρα ο καταγόμενος από τη Μεσσηνία ποιητής Δημήτρης Κοσμόπουλος, ο οποίος την Πέμπτη το βράδυ τιμήθηκε με το Βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών.

Ο ίδιος το 2018 εξέδωσε τη συλλογή “Θέριστρον”, συνεχίζοντας έτσι μια μακρόχρονη πορεία με 9 ποιητικά και 3 δοκιμιακά έργα στο ενεργητικό του. Εκτός αυτού, είναι διευθυντής του περιοδικού “Νέα Ευθύνη”, μεταφρασμένος στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες και επί πλέον στα αλβανικά, στα σερβικά και στα αραβικά. Η απόδοση του βραβείου έγινε στην τελετή από την ολομέλεια της Ακαδημίας Αθηνών. Το 2005, να θυμίσουμε πως είχε τιμηθεί με το βραβείο Ελληνα Λυρικού Ποιητή «Λάμπρος Πορφύρας» της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ το 2013 του απονεμήθηκε το Διεθνές Βραβείο Καβάφη για το σύνολο του έργου του.

 

- Αρκετά χρόνια πλέον στον δύσκολο χώρο της ποίησης. Μετά από κάθε βιβλίο, κάθε νέα διάκριση, από πού αντλεί ο δημιουργός την ώθηση για να πάει ένα βήμα παραπέρα; Τι εφόδια κουβαλά στο σάκο του ψυχισμού του;

Ο αληθινός δημιουργός δε νιώθει ότι ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Αντιθέτως συνέχεται από μια κραταιά αίσθηση ομοιότητας με τους άλλους. Αυτή ακριβώς η αίσθηση τον καθιστά εντολοδόχο μιας δωρεάς που του δόθηκε άνωθεν. Εν προκειμένω στην ποιητική περιοχή, μιλώ για την δωρεά της έκφρασης μέσα από την γλώσσα. Μέσα από την πάλη με τις λέξεις, οι οποίες όταν η ποίηση αληθεύει ταυτίζονται στον μέγιστο δυνατό βαθμό με τα πράγματα. Και τα πράγματα και τα νοήματα είναι κοινά για όλους τους ανθρώπους. Η φθορά του χρόνου, το μυστήριο της αγάπης, το μυστήριο του θανάτου, το στοίχημα της κοινωνίας με τους άλλους - η αναμέτρηση με όλα τούτα δεν είναι προνομία του ποιητή ή οποιουδήποτε δημιουργού. Είναι το βάρος, η οδύνη και η ομορφιά της ζωής που μας δόθηκε, ως στάδιο για να προγευόμαστε μιαν πραγματική διάρκεια. Η γραφή και η πάλη με τις λέξεις παιδιόθεν, αντιλήφθηκα ότι είναι ένας τρόπος για να ξορκίζω τις πολλαπλές καθημερινές εκφάνσεις του θανάτου, να συνομιλώ με τους αποδημήσαντες νεκρούς και να δοξάζω για την χαρά και την ελπίδα. Ευτυχώς ή δυστυχώς ο ποιητής είναι κατάδικος στην ομορφιά και στο μαρτύριο της τέχνης του. Οταν η ποίηση είναι πραγματική παραπέμπει στην δίψα για μεταμόρφωση, πέρα από τα δεσμά της ειρκτής μας στην φθορά. Ευτυχώς ή δυστυχώς, κάθε φορά μέσα από μια λέξη από την βαθύρριζη αίσθηση ενός πρωτογενούς ρυθμού, από ένα βλέμμα ή από την όποια εμπειρία, ξεκινά κανείς απ’ την αρχή. Η λευκή σελίδα γίνεται πέλαγος αντίστοιχο με τη θάλασσα του βίου και ο αγώνας είναι κάθε φορά να δαμάσει κανείς την φερόμενη ουσία του υλικού του, πειθαρχώντας σ’ αυτόν τον πρωτογενή ρυθμό.

- Το σονέτο είναι ένα είδος που το υπηρετείτε με προσήλωση. Πότε ξεκινά αυτή η σχέση και γιατί κατέχει τόσο ξεχωριστή θέση στο έργο σας;

Είχα το προνόμιο από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού να διαβάζω τους κορυφαίους του λυρισμού μας, τον Σολωμό, τον Παλαμά, τον Κάλβο, τον Παπαδιαμάντη. Οφείλω ευγνωμοσύνη στους δασκάλους και λογίους γονείς μου που με εισήγαγαν στον θαυμαστό κόσμο της ποίησής μας. Από μικρός συναντήθηκα αναγνωστικά με τους κορυφαίους ποιητές του μοντερνισμού. Με τον μείζονα λυρικό του 20ού αιώνα Γιάννη Ρίτσο ανέπτυξα αλληλογραφία και του εμπιστεύτηκα τα ποιήματά μου. Ο Ρίτσος, οι αγαπημένοι μου Δ.Π. Παπαδίτσας και Ν.Δ. Καρούζος μου δίδαξαν το ενιαίο της λυρικής μας παράδοσης. Κάθε έκφανση της ποιητικής μας έκφρασης βγαίνει με καιρό και με κόπο από την προηγούμενη και η ενότητα είναι θαυμαστή, παρά τις τομές και τις ανανεώσεις, ή μάλλον εξ αιτίας ακριβώς αυτών. Τα πρώτα ποιήματα που δημοσίευσα στην δεκαετία του '80 ήταν και έμμετρα και ελευθερόστιχα. Δεν μπορώ να κρίνω το ποιητικό αποτέλεσμα της εργασίας μου. Η άγνοια και η συνεπάγωγη λήθη δημιουργούν περιχαρακώσεις που προξενούν καγχασμό. Η λυρική παρακαταθήκη της γλώσσας μας, αλλά και των δυτικών γραμματειών, είναι ενιαία κατορθώματα δημιουργικής έκφρασης.

Ειδικώς στην ελληνική ποιητική παράδοση, από την οποία αργόσυρτα μέσα από τις τομές, τις αναιρέσεις, κάθε νέο ρίγος στο μέτωπο της έκφρασης βγαίνει από προηγούμενο. Να θυμηθούμε την οργανική σχέση με τις έμμετρες μορφές των μεγάλων της μοντερνιστικής παράδοσης (Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Εγγονόπουλος, Παπατσώνης κ.ά.), με την ποίηση του Παλαμά και των ποιητών του μεσοπολέμου. Ο πρωτοπόρος του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, Ελιοτ, στα δοκίμιά του για την ποίηση τονίζει ότι δεν υπάρχει ελεύθερος στίχος. Και επεξηγεί ότι ο στίχος είναι συγκεκριμένη στοίχιση των λέξεων στους αντίποδες της εργαλειακής χρήσης της γλώσσας.

Αφήνω που σύγχρονοι ποιηματογράφοι λησμονούν ότι το “Waste land”, το κορυφαίο έργο του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, είναι γραμμένο σε έμμετρη μορφή. Σήμερα αναπτύσσονται δύο πόλοι που βολεύουν με την μηχανιστική τους άκοπη και ανίδρωτη «άνεση»: Ο πρώτος πόλος έχει να κάνει με τον πολτό μιας άμετρης παραληρηματικής στιχοποιημένης έκφρασης, η οποία θεωρεί εαυτήν μοντερνιστική, αποδεικνύοντας ότι δεν έχει ιδέα από την εσωτερική ρυθμική και προσωδιακή τάξη του στίχου στους μεγάλους του μοντερνισμού. Ο άλλος πόλος, που έρχεται ως αντίδραση απέναντι σε αυτή τη λεκτική πιτυρίδα, φέρνει στο προσκήνιο μια άγονη μιμητική αναπαραγωγή παλαιών παραδοσιακών μορφών.

Σε ό,τι με αφορά, επικαλούμενος τον Μπωντλαίρ, θεωρώ ότι αν καταργήσεις στίχο και προσωδιακή τάξη, δεν υπάρχει ποίημα. Η έγνοια μου απέναντι στο μανιχαϊκό δίπολο του κορεσμού που περιέγραψα είναι να επανεφεύρουμε την ευρωστία του ελεύθερου στίχου. Αυτό μπορεί να γίνει μέσα από μετοχή στην εμμετρότητα και την προσωδία σε μια σύγκριση δημιουργική με τις κατακτήσεις του μοντερνιστικού στίχου. Δεν μπορεί κανείς να γίνει Πικάσο ή Καντίνσκι χωρίς να γνωρίζει σχέδιο ή χρώμα (γαλάζια περίοδος του Πικάσο), χωρίς να γνωρίζει μυστικά του μέτρου και της προσωδίας, εργαλεία της ποιητικής τέχνης. Η τεχνική είναι άλλωστε μέρος του οράματος. Οχι ρετσέττα προς αναμηρυκασμόν.

- Η ποίησή σας δείχνει μια τεράστια σπουδή πάνω στην ελληνική γλώσσα. Δείχνετε τολμηρός, ρισκάρετε, θα έλεγε κανείς, πλέκοντας λέξεις γεμάτες εικόνες και οράματα μεγαλεπήβολα. Πόσο δικαιωμένος νιώθετε με το αποτέλεσμα ή υπάρχει πάντα η αίσθηση του ανικανοποίητου;

Το θησαυροφυλάκιο της γλώσσας μας το προσεγγίζω ως ενιαίο σύνολο με διαφορετικά πρόσωπα. Το βάρος των εκφραστικών αποκρυσταλλώσεών της είναι τεράστιο. Πάντα αισθάνομαι ελλειμματικός και ατελής. «Με καιρό και με κόπο» προχωρώ στην ασκητική μιας τέχνης που εξ υποστάσεως είναι ταπεινή και αφανής.

- Πολύ δυνατό -και σκληρό συνάμα- το ποίημα “16η Μαρτίου 2015 μ.Χ., 6.00 μ.μ.”. Αν δεν κάνω λάθος, αναφέρεται στο χαμό του Βαγγέλη Γιακουμάκη. Πόσο βαρύ είναι το φορτίο του ποιητή, απέναντι στα τεκταινόμενα του σήμερα; Πώς αποφασίζει να πιάσει την πένα και να μεταφέρει στο χαρτί αυτό που τον πνίγει, μετά από τέτοια ερεθίσματα;

Ο άνθρωπος είναι το μεγαλύτερο θηρίο. Τονίζοντας τον ασκητικό χαρακτήρα της ποιητικής τέχνης, νομίζω ότι η ποίηση παραπέμπει σ’ αυτό το νόημα που μεταμορφώνει το ρύγχος του θηρίου σε πρόσωπο ανθρώπου. Υπάρχουν ποιήματα που έρχονται ολότμητα από ένα «τρίτο χέρι» (Ελύτης), που γράφει μέσα μέσα στην ψυχή σου. Αλλα μένουν πυριφλεγή και ατέλειωτα για χρόνια κι έρχονται όταν το τρίτο χέρι θέλει.

- Καταπιάνεστε αρκετά στο “Θέριστρον” με τα ζητήματα της ευθύνης, της πράξης, της αμαρτίας. Διαβάζοντας ποίηση, ο άνθρωπος καταφέρνει να παλέψει με όλα τα παραπάνω ή μένει τελικά εντελώς γυμνός απέναντί τους;

Η ποίηση είναι κατορθωμένη μορφή. Δεν είναι προθέσεις, δεν είναι στιχοποιημένη σκέψη, δεν είναι ιδεολογική διακήρυξη, δεν είναι «γαργάλημα των δακρυγόνων» (Σεφέρης). Οταν οι λέξεις συναιρούνται οντολογικά με τα πράγματα, τότε παράγεται εκείνος ο σπινθήρας, τον οποίο ονομάζω παραπεμπτικότητα. Η ποίηση μ' άλλα λόγια δεν είναι όχημα ιδεών, και το ποίημα, ως κατορθωμένη εντελής μορφή ενός ολόκληρου κόσμου, παραπέμπει στο διάφωτο της «αληθινής» αλήθειας, δηλαδή της μη λήθης. Εάν ο ποιητής αντιλαμβάνεται την ποίηση ως αυταξία αποκόπτοντάς την από τη γενεσιουργή πηγή και το τέλος -με την αριστοτελική έννοια- του νοήματος, τότε μένει γυμνός και πεινασμένος. Αυτό συμβαίνει με την καθεστηκυία ποιηματογραφία που είναι ο κανόνας του καιρού μας, με φαιδρά και συσκοτιστικά αποτελέσματα.

- Το ανθρώπινο δράμα, ο ανείπωτος πόνος ξεπηδούν σε αρκετά ποιήματά σας. Ακόμα και αν το ποίημα αναδεικνύει “δύσβατες” πλευρές της ζωής, πιστεύετε πως αποτελεί χρέος του να δίνει έναυσμα για μελέτη, ανάλυση, συζήτηση ακόμα και για τα πιο επώδυνα;

«Υπαγε ανίατε, ο πόνος θα είναι η ζωή σου». Σας θυμίζω την αμάραντη φράση του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη από το διήγημά του «Η Φαρμακολύτρια». Ο πόνος εξανθρωπίζει την δημιουργία μας και το πρόσωπό μας. Στην σημερινή «μαζικοδημοκρατική» (Π. Κονδύλης) συνθήκη όπου η εικονική προσομοίωση υποκαθίσταται στην θέση της αληθινής ζωής, έχουμε ξεχάσει ότι ο πόνος είναι παιδαγωγία για την διαχείριση της ελευθερίας μας. Είτε ως εγωπαθούς εχθρότητας προς τους άλλους, είτε ως αφορμή για βαθύτερη συνάντηση μ’ αυτούς και αγάπη που νικά το θάνατο. «Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος / δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε», μας λέει όμως ο Σεφέρης. Δεν μιλώ εδώ για εφ’ όρου ζωής πονοκρατία. Αντιθέτως μιλώ για την δυνατότητα σταυρικής ανάληψης του πόνου, που οδηγεί στην οντολογικώς χαρμόλυπη και αναστάσιμη γαλήνη.

Η παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Δημήτρη Κοσμόπουλου με τίτλο “Θέριστρον” θα γίνει την Τρίτη 26 Μαρτίου στις 6 μ.μ. στο καφέ “Ιανός” (Σταδίου 24, στην Αθήνα) από τις Εκδόσεις “Κέδρος” και τον “Ιανό”. Με τον ποιητή θα συνομιλήσει ο δημοσιογράφος Νίκος Θρασυβούλου. Παρεμβαίνει ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης πεζογράφος και ομότιμος καθηγητής ΕΚΠΑ. Ποιήματα διαβάζουν η συγγραφέας και ηθοποιός Ελένη Ζιώγα και η ηθοποιός Γιάννα Σταυράκη. Συμμετέχει χορός του «Σχολείου Ψαλτικής», υπό τη διεύθυνση του Κωνσταντίνου Φωτόπουλου.


NEWSLETTER