Κυριακή, 08 Μαϊος 2016 09:05

O Δήμος Αβδελιώδης στην "Ε": «Ας μην ψάχνουμε για ενόχους, ούτε για ηγέτες χωρίς παιδεία»

Γράφτηκε από την

 

Πρωτοποριακές θεατρικές παραστάσεις και βραβευμένες κινηματογραφικές ταινίες που αγαπιούνται βαθιά από το κοινό, καθώς και μια ιδιαίτερη μέθοδος εκφοράς της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, ώστε να ακούγεται φυσική και ζωντανή επί σκηνής. 

Ετσι θα περιγράφαμε με δυο φτωχές κουβέντες τη μεγάλη προσφορά ενός από τους πιο σημαντικούς Ελληνες δημιουργούς και σκηνοθέτες, του Δήμου Αβδελιώδη, τα έργα του οποίου αποτελούν συχνά σταθμούς και ορόσημα στη διαδρομή της τέχνης, αγγίζοντας ταυτόχρονα τις πιο ευαίσθητες χορδές των θεατών. Και τις αγγίζουν έτσι, ώστε από το σκοτάδι να πηγάζει φως. Φως χαμογελαστό, το οποίο μας τρέφει τρυφερά και γενναιόδωρα -αλλά ποτέ καταναγκαστικά- με τις ουσίες μιας κληρονομιάς δικής μας όσο και παγκόσμιας.

Αύριο Δευτέρα 9 Μαΐου ο Δήμος Αβδελιώδης θα βρίσκεται στην Πύλο, όπου θα μας μυήσει στη «μουσική των κειμένων» - στο πλαίσιο ενός  βιωματικού σεμιναρίου που θα γίνει στο Ινστιτούτο «Νέστωρ»                                                                                               

(Παλαιό Γυμνάσιο) 5 - 8 μ.μ., με θέμα «O έλεγχος και ο τρόπος εκφοράς του λόγου, ως ρυθμιστής της σημασίας και του νοήματος». Και στις 17 Μαΐου, εγκαινιάζοντας το Φεστιβάλ «Θεατρικοί Βηματισμοί» στην Καλαμάτα, θα φέρει στο ΔΗΠΕΘΕΚ μία από τις 20 περίπου παραστάσεις στις οποίες εργάζεται τα τελευταία χρόνια και τις παρουσιάζει στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Πρόκειται για το κλασικό κείμενο του Γεωργίου Βιζυηνού «Το Αμάρτημα της Μητρός μου», σε θεατρική προσαρμογή και σκηνοθεσία δική του, με τον Θεμιστοκλή Καρποδίνη και την Αγάπη Μανουρά στους δύο ρόλους. 

Με αυτές ακριβώς τις αφορμές, είχαμε κι εμείς τη χαρά να μιλήσουμε μαζί του.

- Συνήθως καταπιάνεστε με δύσκολα κείμενα κι αντικείμενα, αλλά οι παραστάσεις και οι ταινίες σας έχουν απήχηση σε ευρύ κοινό, όχι μονάχα σε "μυημένους". Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό;

 «Αυτό που προσδοκώ και ο ίδιος σαν θεατής κι έχω ανάγκη από την τέχνη, είναι θετικά αισθήματα και ενθουσιασμός, για να μπορώ να αντλώ πίστη και δημιουργικότητα. Δεν θα ’θελα να βιώνω από την τέχνη τα αρνητικά εκείνα συναισθήματα που θα προσπαθούσα με κάθε τρόπο να αποφύγω στην πραγματικότητα. Πιστεύω πως οι περισσότεροι άνθρωποι αυτό αναζητούν από την τέχνη, να πάρουν χαρά και ανάταση».

- Τον κεντρικότερο, ίσως, ρόλο στη σκηνή τον δίνετε στη γλώσσα: Σας ενδιαφέρουν κείμενα δυσπρόσιτα, αρχαία ή της καθαρεύουσας, που τα φωτίζετε όμως έτσι ώστε να τα απολαμβάνουν όλοι. Πώς το κατορθώνετε;

 «Στην πραγματικότητα με προσελκύουν τα κλασικά κείμενα, όχι επειδή θεωρούνται δύσκολα και θέλω να αναμετρηθώ μαζί τους, αλλά επειδή είναι ξεκάθαρα και έχουν πάντα κάτι σημαντικό και γόνιμο να μας μεταδώσουν. Τα έργα του Βιζυηνού, του Παπαδιαμάντη, του Χορτάτση, του Κορνάρου για παράδειγμα, είναι συγκροτημένα λογικά και αισθητικά, με εικόνες, ιδέες και αισθήματα τέτοια, που δημιουργούν γνήσια και πηγαία συγκίνηση σε όλους - όπως και το αρχαίο δράμα, που δεν απευθυνόταν σε ένα περιορισμένο θεατρόφιλο κοινό. 

Η συγκίνηση αυτή είναι ιδιαίτερης σημασίας γιατί συν-κινούνται όλοι με τα ίδια ιδεώδη, επομένως ενώνονται σε μια κοινότητα όπου η ιεράρχηση των αξιών είναι προφανής και αποδεκτή από όλους.

Το "εμπόδιο" για να επικοινωνήσουμε με αυτά τα έργα θεωρούσαμε πως ήταν η καθαρεύουσα π.χ., στους δύο πρώτους συγγραφείς, ή το κρητικό ιδίωμα στους άλλους. Ομως στην πραγματικότητα δεν φταίει η "δυσκολία" της ιδιαιτερότητας της γλώσσας, αλλά μόνο ο τρόπος με τον οποίο εκφέρεται αυτή. 

Χρησιμοποιώντας προσωπικά εδώ και χρόνια μια πρακτική μέθοδο στην εκφορά του λόγου, έχουμε βρει τον τρόπο με τους συνεργάτες μου, ώστε η απαγγελία αυτών των κειμένων να αποκτά βιωματικό χαρακτήρα. Ετσι, μπορεί να νιώθει κανείς αισθηματικά και αισθητικά  τι "παίζεται" στην ουσία μέσα στο έργο, κι ας μην καταλαβαίνει κάποιες λέξεις. Γιατί οι σημασίες και τελικά το νόημα δεν υπάρχουν αυτονόητα μέσα στην οριζόντια διάταξη των λέξεων, αλλά μέσα στις μουσικές παραμέτρους που θα ειπωθούν οι ίδιες αυτές λέξεις. 

Μπορώ να λέω με βεβαιότητα πως, ειδικά στο θέατρο, δεν χρειάζεται να δούμε καλά, αλλά κυρίως να ακούμε καλά: Γιατί όσο καλά και να βλέπεις τους ηθοποιούς, στο τέλος ούτε θα νιώσεις ούτε θα δεις τίποτα αξιοθαύμαστο, αν δεν έχεις παρασυρθεί και συγκινηθεί από τον ίδιο τον λόγο».

- Στην Καλαμάτα θα φέρετε "Το Αμάρτημα της Μητρός μου" του Γ. Βιζυηνού: ένα λογοτεχνικό έργο που τελευταία αποθεώνεται στο θέατρο. Τι σας συγκινεί σ’ αυτό και πού εστιάζετε σκηνοθετώντας το;

«Εκείνο που προσδίδει στο έργο αυτό τη συγγένειά του με το αρχαίο δράμα, και με συγκινεί προσωπικά, είναι η στάση του Βιζυηνού απέναντι στην σκληρή απόρριψή του από τη μητέρα του. Αντί να "πλασάρει" φοβικά, σκανδαλιστικά ή και εκδικητικά το προσωπικό του δράμα, μπαίνει στη θέση της μητέρας του βλέποντας τα πράγματα από τη δική της σκοπιά. Ετσι γνωρίζει τους φόβους της, τις εμμονές της και τις αδυναμίες της, και μπορεί να την κατανοήσει, να τη συγχωρέσει και να συν-χωρεθεί κι αυτός με αμοιβαιότητα. 

Ταυτόχρονα μαθαίνει κι ο ίδιος από τη μητέρα του, να μην εξοργίζεται με τους αχάριστους και άχαρους ανθρώπους, αλλά να τους συμπονά, γιατί αυτά τα αρνητικά αισθήματα που βγάζουν εκείνοι, δεν είναι από τη δύναμή τους αλλά από την αδυναμία τους.

Και ενώ το έργο τοποθετείται μέσα σ’ ένα τέτοιο δραματικό πλαίσιο, είναι λουσμένο μέσα στο φως, με εναργείς εικόνες ακόμα και μέσα στο σκοτάδι, αλλά και χιούμορ και αυτοσαρκασμό - έτσι ώστε αυτός που το ακούει συγκεντρωμένος, να μπορεί να το απολαμβάνει την κάθε στιγμή».

- Εχετε ένα σχετικά σταθερό θεατρικό ρεπερτόριο, το οποίο παρουσιάζετε -ή, ακριβέστερα, διδάσκετε, κατά την αρχαιοελληνική έκφραση- σε όλη την Ελλάδα. Ποιος είναι ο στόχος σας;

 «Επειδή ο τρόπος διδασκαλίας-σκηνοθεσίας αυτών των έργων υπακούει σε μουσικές παραμέτρους, οι παραστάσεις αυτές αποκτούν χαρακτήρα ρεπερτορίου όπως στην όπερα, όπου παρά τα εντυπωσιακά σκηνικά και τον πλούτο του θεάματος, αυτό που κυρίως ενδιαφέρει τους λάτρεις της είναι η μουσική ερμηνεία, που προσδοκά κανείς να τον συγκινήσει κάθε φορά. 

Το κυριότερο όμως γι' αυτή την περιοδεία σε όλη την Ελλάδα είναι η χαρά που παίρνουμε, κυρίως από τα παιδιά και τους νέους, που αποκτούν -είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα- συναίσθηση της αδιάλειπτης συνέχειας της ελληνικής γλώσσας. Ακούγοντας, απολαμβάνουν τον λόγο σαν ζωντανό υποκείμενο και ενθαρρύνονται από τον λόγο μεγάλων δημιουργών. Γιατί αυτό εμπνέει στα παιδιά, αδιόρατα, ενθουσιασμό και δημιουργικότητα, μέσα από έναν συγκροτημένο κόσμο διαχρονικών ιδεών και ιδανικών, που τα απελευθερώνει από τη σύγχυση και την περιορισμένη αντίληψη της πραγματικότητας».

- Εχετε δημιουργήσει μια παράσταση ωδή στον Αλέξανδρο Παναγούλη, ίσως τον μόνο σύγχρονο ήρωα που έχουμε - λέγοντας μάλιστα, και ορθά, ότι η Ελλάδα δεν τον έχει ανακαλύψει ακόμα. Τι ανακαλύψατε εσείς στον Παναγούλη;  

«Την οικογένεια Παναγούλη, για την ακρίβεια, την κατανόησα πραγματικά όταν μου δόθηκε η ευκαιρία να ασχοληθώ δραματουργικά με τη σχετική παράσταση· αλλιώς θα είχα μείνει κι εγώ με την άποψη πως ήταν απλώς κάποιοι αξιόλογοι αγωνιστές. Ομως μελετώντας το βιβλίο του Κ. Μαρδά για τον Παναγούλη, είδα μπροστά μου μια μυθική προσωπικότητα που ξαναβρέθηκε μέσα στον πραγματικό κόσμο, ένα σύμβολο που ξεπερνούσε τα όρια κάθε είδους πολιτικής φιλοδοξίας ή οποιασδήποτε άλλης ιδιοτέλειας. Ενα πρόσωπο που η στάση του ήταν απαύγασμα της αγάπης και του ήθους αυτής της πενταμελούς οικογένειας για τις αξίες, τους ανθρώπους και για την πατρίδα σαν χώρου δημιουργίας και συμφιλίωσης».

- Με το έργο σας «Ο Μεγαλέξανδρος κι ο Καταραμένος Δράκος» επιχειρήσατε να βγάλετε το θέατρο σκιών από το οθωμανικό του πλαίσιο. Η νεοελληνική κοινωνία έχει βγει εντελώς από αυτό το πλαίσιο;

«Οχι, δυστυχώς! Η νεοελληνική κοινωνία είναι συμβολισμένη τραυματικά και αγιάτρευτα μέχρι σήμερα από μια άτυχη μάχη για την Ελλάδα η οποία δόθηκε κατά τη διάρκεια της εθνικής ανεξαρτησίας, μεταξύ των υποστηρικτών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού που εκπροσωπούσε ο Καποδίστριας, και από την άλλη τους αγωνιστές της επανάστασης που δεν μπορούσαν και δεν είχαν τα εφόδια να κατανοήσουν και να οραματισθούν μια εντελώς νέα δομή κράτους, χρήσιμης και γι' αυτούς αλλά και για τους υπόλοιπους. 

Εκεί έχει καθηλωθεί μέχρι σήμερα η μη εξέλιξη του ελληνικού κράτους, γιατί νίκησε συμβολικά κατά κράτος το ελληνικό Σεράι. Ετσι οι Ελληνες μπορούν ατομικά να εξελίσσονται, να διακρίνονται και να δημιουργούν, ενώ συλλογικά δεν μπορούν να κάνουν τίποτα δημιουργικό - αφού αυτή η παραγωγική και προωθητική μηχανή που έπρεπε να είναι το κράτος, ώστε να προάγει τις δεξιότητες και την ευημερία των Ελλήνων, δεν λειτούργησε ποτέ έτσι».

- Οι βραβευμένες σας ταινίες με το χιούμορ, την τρυφερότητα αλλά και τα βαθιά πολιτικά τους σχόλια, χαϊδεύουν και ειρωνεύονται τη χώρα - τη συναισθάνονται μα και την ψέγουν. Με αυτό το βλέμμα, πώς ανιχνεύετε τη σημερινή επικαιρότητα;

«Η Ελλάδα είναι η πιο ευνοημένη χώρα σαν τόπος του φωτός, της φυσικής πολυποίκιλης ομορφιάς, και γέννησε το πνεύμα ενός οικουμενικού πολιτισμού που παραμένει πάντα επίκαιρος και ανεξάρτητος, χωρίς στενά εθνικά χαρακτηριστικά, επειδή εδραιώνεται στα ιδανικά της αγάπης και της ευτυχίας των ανθρώπων. Η ελληνική πολιτική και κοινωνική ιστορία όμως, πέρα από τις λίγες στιγμές μεγαλείου, έχει συσσωρεύσει πολύ πόνο, προδοσίες και απογοητεύσεις. Δεν νομίζω πως μας φταίνε οι όποιοι άλλοι - οι οποίοι κι αυτοί φοβισμένοι μάχονται για να μη χάσουν την υποτιθέμενη ασφάλειά τους. Αλλά ούτε πρέπει να ψάχνουμε ανάμεσά μας ενόχους, γιατί δεν είναι καθόλου εύκολο και απλό, ούτε και για ηγέτες, χωρίς προϋποθέσεις παιδείας και αυτογνωσίας ώστε να ενσωματώσουν τα ιδανικά του πολιτισμού μέσα στους θεσμούς. 

Πιστεύω όμως και αισιοδοξώ ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή που, μπροστά στο παγκόσμιο ηθικό, υλικό και πλανητικό αδιέξοδο, όλα μπορούν να στραφούν σε μια νέα πορεία σύνεσης και αυτογνωσίας».

- Πού αφιερώνετε το χρόνο σας αυτό το διάστημα και πού θα σας συναντήσει το καλοκαίρι που έρχεται;

«Αυτό το διάστημα μέχρι τις 15 Μαΐου θα παίζεται η Αναπαράσταση της Δίκης του Σωκράτη -στην αρχαία ελληνική γλώσσα, με υπέρτιτλους ελληνικούς και αγγλικούς- στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, και κατόπιν θα ξεκινήσει μεγάλη περιοδεία ανά την Ελλάδα και το εξωτερικό, σε 54 προγραμματισμένες παραστάσεις.

Παράλληλα, γράφω το σενάριο για την επόμενη ταινία μου».λλά και κινηματογραφικές ταινίες του έχουν συμμετάσχει σε ελληνικά αλλά και διεθνή φεστιβάλ κατακτώντας σημαντικά βραβεία.

 

ΘΕΑΤΡΟ

«Πλάτωνα, Απολογία Σωκράτη». «Το Μυρολόγι της Φώκιας - Το Καμίνι» Αλ. Παπαδιαμάντη. «Ονειρο στο Κύμα - Ερως Ηρως» Αλ. Παπαδιαμάντη. «Η Γυναίκα της Ζάκυθος» Δ. Σολωμού. «Το Αμάρτημα της Μητρός μου» Γ. Βιζυηνού. «Περλιμπλίν και Μπελίσα» Φ.Γ. Λόρκα. «Ωδή στον Αλέξανδρο Παναγούλη» (βασισμένο στο βιβλίο του Κ. Μαρδά «Α.Παναγούλης, Πρόβες Θανάτου»). «Ερωφίλη» Γ. Χορτάτση. «Η Νοσταλγός» Αλ. Παπαδιαμάντη, «Πέρσες» Αισχύλου. «Ταξιδεύοντας με τον Παναΐτ Ιστράτι». «Ιχνευτές» Σοφοκλή. «Το Μόνον της Ζωής του Ταξείδιον» Γ. Βιζυηνού. «Βαβυλωνία» Δ. Βυζάντιου. «Μαράν Αθά» θεατρική διασκευή και σκηνοθεσία του ομώνυμου μυθιστορήματος του Θωμά Ψύρρα. «Ο Μεγαλέξανδρος και ο καταραμένος Δράκος» Δ. Αβδελιώδη. «Ασμα Ασμάτων» Σολομώντα. «Λίγ’ απ’ όλα» Αντώνη Μόλλα. «Τρία ελληνικά παραμύθια». «Μορφές από το έργο του Βιζυηνού».

 

ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ

«Η Εαρινή Σύναξις των Αγροφυλάκων» 1999. «Νίκη της Σαμοθράκης» 1990. «Το Δέντρο που Πληγώναμε» 1987. «Αθέμιτος Συναγωνισμός» 1982.