Τετάρτη, 03 Αυγούστου 2016 14:45

4η Αυγούστου: Δικτατορία & Ιδεολογία (μέρος Α΄)

Γράφτηκε από την
4η Αυγούστου: Δικτατορία & Ιδεολογία (μέρος Α΄)

Η ιστορική έρευνα της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου ξεκινά με καθυστέ­ρηση για καθαρά πολιτικούς λό­γους.

Από τη μακρά δεκαετία, που ξε­κινά με δικτατορία το 1936 και κα­ταλήγει το 1949 με την ήττα του Δη­μοκρατικού Στρατού, το μετεμφυλιακό κράτος της δεξιάς επιλέγει να προβάλει τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, όχι όμως και τη συνέχεια του μετά τη γερμα­νική εισβολή. Λόγοι πολιτικής σκοπιμό­τητας επιβάλλουν χειραγώγηση της ιστο­ρικής έρευνας και διαχείριση της ιστορι­κής μνήμης, προσπάθεια που διατηρείται μέχρι την κατάρρευση της απριλιανής δι­κτατορίας.

Η δικτατορία Μεταξά δεν επαναφέρει στη συλλογική μνήμη παρά μόνο αρνητι­κές παραστάσεις. Επιπλέον, η 4η Αυγού­στου αντιγράφει τις βίαιες μεθόδους κατα­στολής της φασιστικής Ιταλίας και της να­ζιστικής Γερμανίας οι οποίες, παρά την ι­δεολογική ταύτιση τους με το μεταξικό καθεστώς, δεν διστάζουν φυσικά να εισβά­λουν στην Ελλάδα και να χρησιμοποιή­σουν τους μηχανισμούς που το καθεστώς αυτό έχει συγκροτήσει για να επιβάλουν ένα εξαιρετικά σκληρό καθεστώς κατο­χής. Αμηχανία, λοιπόν, και στην καλύτε­ρη περίπτωση ένοχη σιωπή, από το επί­σημο κράτος για την 4η Αυγούστου και τα επιτεύγματα της, ενώ για μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού είναι στιγματισμένοι ως συνεργάτες, και επομένως ως δωσίλο­γοι, οι στρατηγοί του Μετώπου που επάν­δρωσαν τις κατοχικές κυβερνήσεις.

Ο Σπύρος Λιναρδάτος είναι ο πρώτος που διαπραγματεύεται το πρόβλημα της μεταξικής δικτατορίας με τα δύο βιβλία του «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου» («θεμέλιο», Αθήνα 1965) και «Η 4η Αυ­γούστου» («θεμέλιο», Αθήνα 1966). Με τα βιβλία αυτά αμφισβητείται για πρώτη φο­ρά, και μάλιστα από μαρξιστική σκοπιά, η ά­ποψη των α­στι­κών κομμά­των και υπο­γραμμί­ζεται η ευ­θύνη    τους στην   επιβο­λή της δικτατορίας.

Τα αποτελέσμα­τα της  στηριγμένης σε αρχειακές πηγές έ­ρευνας αρχίζουν να εμφανί­ζονται στην Ελλάδα κατά τη διάρ­κεια της δεκαετίας του 1980. Η έμφαση ό­μως δίνεται στις πολιτικές εξελίξεις της περιό­δου, γεγο­νός που συ­νεχίζε­ται και στην επό­μενη δε­καετία, ό­ταν αρχίζουν να αναπτύσσονται και οι πρώτες μελέτες για τις επιμέρους πτυχές του καθεστώ­τος. 

Σε μία χώρα όμως, όπου η προώθηση της έρευνας στις κοινωκές επιστήμες, τουλάχιστον, επαφίεται  πατριωτισμό των ερευνητών, η μελέτη των επιμέρους πτυχών του μεταξικού κα­θεστώτος καθυστερεί ακόμα περισσότερο, με αποτέλεσμα η προπαγάνδα της 4ης Αυ­γούστου να αποτελέσει το αντικείμενο δύο εξειδικευμένων βιβλίων που εκδόθηκαν πρόσφατα. Πρόκειται για τα βιβλία: Marina Petrakis, «The Metaxas Myth, Dictatorship and Propaganda in Greece» («Tauris Academic Studies», London 2006) και Βαγγέλης Αγγελής «Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά­ει πατέρα..., Μαθήματα Εθνικής Αγωγής και νεολαιίστικη προπαγάνδα στα χρό­νια της μεταξικής δικτατορίας» («Βιβλιόραμα», Αθήνα 2006).

Η ερευνητική αδράνεια για την περίοδο αυτή είχε ως αποτέλεσμα να μην παρακο­λουθεί η ελληνική ιστοριογραφία τον επι­στημονικό διάλογο για την επικράτηση των δικτατορικών καθεστώτων στην Ευρώ­πη του Μεσοπολέμου, όπου η μακρά ενασχόληση με το θέμα αυτό έχει οδηγήσει στη συγκρότηση μίας πλούσιας ιστοριο­γραφίας. Αυτή την ιστοριογραφία και την εξέλιξη της μεταφέρουν στα καθ' ημάς τα δύο αυτά βιβλία και ταυτόχρονα υπαινίσ­σονται την έρευνα που απομένει να γίνει για την περίοδο αυτή.

Η εκτεταμένη, χρονοβόρα και επίπονη έρευνα σε αρχειακό υλικό και δευτερογενείς πηγές σπάνια γίνεται αντιληπτή, ό­πως συνήθως συμβαίνει, από τον αναγνώ­στη που δεν ασχολείται ειδικά με την Ιστο­ρία όταν διαβάζει το τυπωμένο κείμενο. (Η συμπαθής τούτη άγνοια συμβάλλει και αυτή στην ευρύτατα διατυπωμένη άποψη ότι η συγγραφή της Ιστορίας είναι εύκολη υπόθεση).

Για τις ανάγκες της έρευνας ήταν απα­ραίτητη και ευπρόσδεκτη η προσφυγή, για πρώτη φορά στην ιστοριογραφία της περιόδου, στο κινηματογραφικό υλικό που χρησιμοποίησε ο προπαγανδιστικός μηχα­νισμός του καθεστώτος.

Τα δύο αυτά βιβλία δεν επικαλύπτονται παρά αναπόφευκτα σε μικρό τμήμα τους  και στo πλαίσιο συγκρότησης της δομής τους. Αυτό προ­κύπτει από τη θεματική, αλλά και από τη διαφορετική προσέγγιση που επιχειρούν.

Η Μ. Πετράκη εξετάζει μεθοδικά το στήσιμο του μηχα­νισμού προπαγάνδας του καθεστώτος. Ο Τύπος, ο Κινημα­τογράφος, το θέατρο και το Ραδιόφωνο είναι οι τέσσερις ξεχωριστές ενότητες που απασχολούν τη συγγραφέα. Η προβολή του Μεταξά ως χαρισματικού ηγέτη -πρωτόγνω­ρη, κακέκτυπη και στην πραγματικότητα γελοιογραφική αντιγραφή ξένων προτύπων- απασχολεί και τις δύο μελέ­τες, τόσο στο πλαίσιο της συγκρότησης αυτού του μηχανι­σμού όσο και για την επίδραση που προσπαθεί να έχει στη νεολαία, που εξετάζει ο Β. Αγγελής. Και για τους δύο με­λετητές, η Εθνική Οργάνωση Νεολαίας είναι ταυτόχρονα αντικείμενο και υποκείμενο της μεταξικής προπαγάνδας. 

Στο βιβλίο τής Μ. Πετράκη, η προπαγάνδα για την EON εξετάζεται ξεχωριστά με βάση την πολιτική που ακολουθεί το καθεστώς στο θέατρο, στο Ραδιόφω­νο, στον Τύπο και στον Κινηματογράφο. Το βιβλίο του Β. Αγγελή έχει δια­φορετική δομή. Τον απασχολούν τα βασικά χαρακτηριστικά και η δομή τής προπαγάνδας, για να στηρίξει πάνω στην εξέταση αυτή τις επιμέρους ενότητες που κυρίως τον ενδιαφέρουν και οι οποίες αφορούν τη μορφή που παίρ­νει η προπαγάνδα και την επιρροή που ασκεί όχι μόνο στην EON αλλά στη νε­ολαία γενικότερα, την οποία παρακο­λουθεί στο χώρο της οικογένειας, της δουλειάς και της εκπαίδευσης.

Η θεματολογία της προπαγάνδας για τη νεολαία, που εύστοχα αναλύει ο Β. Αγγελής, υπογραμμίζει την ουσιαστι­κά βεβιασμένη προσπάθεια του καθε­στώτος να εφαρμόσει πρακτικές προ­βολής του, τις οποίες η ελληνική κοι­νωνία δεν είναι έτοιμη να αποδεχθεί. 

Απέναντι στην άνωθεν επιβολή της προπαγάνδας ο Β. Αγγελής εξετάζει τις μορφές που παίρνει η αντιπροπαγάνδα, όπως τη χαρακτηρίζει, και η οποία συνίσταται κα­τά κύριο λόγο στην εκ των πραγμάτων περιορισμένη προ­παγάνδα του ΚΚΕ αλλά και των άλλων αστικών πολιτικών δυνάμεων και οργανώσεων.

Τα δύο αυτά βιβλία προχωρούν την έρευνα για τη δι­κτατορία Μεταξά πολύ περισσότερο από αυτό που δηλώνει ο τίτλος τους. Η μελέτη της Μ. Πετράκη είναι πλέον βι­βλίο αναφοράς στην ξένη ιστοριογραφία, ενώ παράλληλα στην αντίστοιχη ελληνική λειτουργεί καθοριστικά για την κατανόηση της περιόδου.

Στο ίδιο επίπεδο κινείται και το βιβλίο του Β. Αγγελή, που ύστερα από μία στέρεη εξέταση της συγκρότησης του μηχανισμού προπαγάνδας προχωρά περισσότερο, αναλύο­ντας με διορατικότητα τις προσπάθειες του καθεστώτος να διαφθείρει πολιτικά τη νεολαία. Και οι δύο μελετητές αξιολογούν τα αποτελέσματα της προπαγάνδας της δικτατορίας. Με βάση τα δύο αυτά βιβλία τουλάχιστον, καλούνται οι αναγνώστες να κάνουν το ίδιο.

Γιατί χαιρόταν ο κόσμος... στην εποχή του Ρετσινόλαδου

Αγόρια και κορίτσια που χαμογελούν ευτυχισμένα, καθώς δέχονται το στοργικό χάδι του μεγάλου ηγέτη. Μέλη της ΕΟΝ που παρελαύνουν γεμάτα σοβαρότητα και εθνική υπερηφάνεια. Αγρότες και αγρότισσες που, κουρασμένοι από τον κάματο της ημέρας, πλαισιώνουν τον «πατέρα» Ιωάννη Μεταξά, που τους κοιτά με στοργή και ενδιαφέρον, παρά τις υψηλές ευθύνες που τον κατατρέχουν. Εικόνες μιας δικτατορίας που όσο κανένα άλλο καθεστώς έως τότε, στη σύντομη ζωή του ελληνικού κράτους, δεν είχε επιδείξει τόσο ενδιαφέρον για τη διάδοση των ιδεών του και τη διάχυσή τους στην ελληνική κοινωνία. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον η φωτογραφία και ο έντυπος λόγος μαζί με τις γιορτές και τις παρελάσεις, αναδεικνύοντας την προσωπολατρία και τον πατερναλισμό. Και στην άλλη πλευρά του νομίσματος βασίλευαν οι διώξεις και οι εξορίες, η σωματική βία, το ρετσινόλαδο και ο εξευτελισμός, η συστηματική διαστρέβλωση των ιδεών των πολιτικών αντιπάλων της 4ης Αυγούστου, η οργανωμένη εξάρθρωση των προοδευτικών και κομμουνιστικών ιδεών και των οπαδών τους. Κάπως έτσι προσπάθησε να στηθεί  το φασιζόν «Νέον Κράτος» στην Ελλάδα, που όμως δεν φασιστικοποιήθηκε. Στοιχεία που σε μεγάλο βαθμό «ξεχάστηκαν» στην επίσημη ιστοριογραφία των δεκαετιών που ακολούθησαν την επιβολή της, μέσα σε ένα βαρύ ψυχροπολεμικό και αντικομμουνιστικό κλίμα. Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, άλλωστε, είχε την τύχη να αναβαπτιστεί μέσω της συμμετοχής της στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, την ώρα που ο ηγέτης της με το ιστορικό του ΟΧΙ γράφοντας στις δέλτους της εθνικής ιστορίας. Η συναίνεση και η σιωπή γύρω από το δικτατορικό καθεστώς διαταράχθηκε τη δεκαετία του 1960, όταν αριστεροί ιστορικοί και λόγιοι, με πρωταγωνιστική μορφή τον Σπύρο Λιναρδάτο, έθεσαν τα πρώτα ενοχλητικά ερωτήματα για τους όρους της επικράτησης και τη συνενοχή του παλαιού πολιτικού κόσμου στη διατήρηση του καθεστώτος. 

Οι μελέτες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, ιδιαίτερα στα χρόνια της μεταπολίτευσης, έχουν διερευνήσει σημαντικά ζητήματα για το ιδιότυπο αυτό καθεστώς, με το οποίο κλείνει ο ταραγμένος ελληνικός Μεσοπόλεμος. Παραμένουν, ακόμη, όμως σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τους όρους επιβολής του, τη φυσιογνωμία του, τις ιδεολογικές καταβολές του, τις σχέσεις του με τον πολιτικό κόσμο, την κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού που το στήριξε. Σε μια Ευρώπη που συνταράζεται από την άνοδο των δυνάμεων του Άξονα, που μοιράζεται μαζί με τις αντιμαχόμενες δυνάμεις την ένταση και τη σφοδρότητα του ισπανικού εμφυλίου, οι ιδεολογικές καταβολές και οι σχέσεις του μεταξικού καθεστώτος με τις διεθνείς δυνάμεις δεν έχουν με­λετηθεί συστηματικά. Ο ιδεολογικός και πολιτιστικός του λό­γος, η δημιουργία του τρίτου ελληνικού πολιτισμού, όπως αυ­τάρεσκα αποκάλεσε ο βραχύσωμος δικτάτορας τα σχέδια και τις εφαρμογές του για την ελληνική πνευματική ζωή, δεν έχουν αναδειχθεί επαρκώς. Σχέδια και εφαρμογές, που ας μην το ξε­χνάμε -παρά το χλευασμό που δέχτηκαν εκ των υστέρων- συν­δέθηκαν με γνωστούς διανοούμενους, γνώρισαν μεγάλη δη­μοσιότητα, διαθλάσθηκαν σε ευρύτερα σύνολα, δημιουργώντας στερεότυπα ή διαιωνίζοντας άλλα. Σε αυτά τα σχέδια προοριζό­ταν να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο η νέα γενιά, μια γενιά που για πρώτη φορά στρατολογήθηκε και ορ­γανώθηκε με σκοπό τη διαπαιδαγώγηση της στις αρχές του νέου καθεστώτος. Η μεταξική EON αποτελεί μοναδικό φαινόμενο μα­ζικής μεσοπολεμικής οργάνωσης νεο­λαίας που απλώθηκε σε όλη την ελ­ληνική επικράτεια, μια σημαντικό­τατη τομή στην ιστορία της νεολαί­ας στον 20ό αιώνα.

70 χρόνια μετά την επιβολή της, η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά εξακολουθεί να πα­ραμένει σε σημαντικό βαθμό μια άγνωστη χώρα για την ιστορική έρευνα. Και όχι μόνο γι’ αυτήν. Ο θεωρητικός προ­βληματισμός για τα δικτατορικά καθεστώτα στην Ελλάδα και η ένταξη τους σε ευρύτερο πλαίσιο εξακολουθεί να παραμέ­νει φτωχός, με λιγοστές σημαντικές συμβολές. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει πάντα το έργο του Νίκου Πουλαντζά «Η κρίση των δικτατοριών. Πορτογαλία - Ελλάδα - Ισπανία», το οποίο πρό­σφατα επανεκδόθηκε, όπως και το «Φασισμός και δικτατορία. Η Τρίτη Διεθνής αντιμέτωπη στον φασισμό», από τις εκδόσεις «θεμέλιο» και το «Ιδρυμα Νίκου Πουλαντζά».

Στο μικρό αφιέρωμα στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου, ο Προκοπής Παπαστράτης αναφέρεται σε δύο από τις πρόσφα­τες εκδόσεις για το καθεστώς, θέτοντας ευρύτερα ερωτήματα γύρω από τη χρήση τής προπαγάνδας και γενικότερα τον τρό­πο λειτουργίας του καθεστώτος. Ο Πολυμερής Βόγλης επι­σκοπεί ης μαρτυρίες που έχουν εκδοθεί από τις εξορίες και τις εκτοπίσεις στα χρόνια του Μεταξά, αναδεικνύοντας αυτό τον τόσο πολύτιμο κρίκο για την κατανόηση της συνολικής αλυ­σίδας, που οδήγησε από το ιδιώνυμο στη Μακρόνησο και σης Φυλακές του Ωρωπού στην τελευταία δικτατορία του 20ού  αιώ­να. Τέλος, ο Θανάσης Σφήκας επανέρχεται σε ένα από τα πλέ­ον κρίσιμα ζητήματα γύρω από τη μεταξική δικτατορία, εκεί­νο των επιρροών και της ιδεολογικής συγγένειας με τα καθε­στώτα στη Γερμανία και στην Ιταλία, επισημαίνοντας τις ιδιο­τυπίες της ελληνικής περίπτωσης.

Συνεχίζεται..


NEWSLETTER