Κυριακή, 23 Ιουλίου 2017 20:36

Και τώρα πού πηγαίνουμε;

Γράφτηκε από την

Του Πάνου Καζάκου

Ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλους του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους  

Η πρόσφατη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και η συμφωνία για το συμπληρωματικό μνημόνιο και για την εκταμίευση δόσεων προκάλεσαν κάποια αισιοδοξία για την τελική έκβαση του εγχειρήματος της προσαρμογής. Χαρακτηριστικά, το Χρηματιστήριο Αθηνών προς το παρόν ανεβαίνει και οι «αποδόσεις» των ελληνικών ομολόγων  υποχωρούν. 

Γεγονός είναι ότι η συμφωνία με τους εταίρους στην Ε.Ε. δυνητικά βελτιώνει την επενδυτική ψυχολογία και προσφέρει, αν τηρηθεί, κάποια πυξίδα στην οικονομική και κοινωνική πολιτική. Γεγονός είναι επίσης ότι  η οικονομία της χώρας δεν βρίσκεται πλέον σε ύφεση και άντεξε το πολιτικό σοκ του 2015 -τους κεφαλαιακούς ελέγχους, τη φοροκεντρική πολιτική στη συνέχεια και τις αβεβαιότητες για την τύχη των μεταρρυθμίσεων. Η ανεργία μειώνεται. Οι αντοχές αυτές ουδόλως βέβαια δικαιολογούν όσα συνέβησαν το 2015. 

Ομως οι πηγές αβεβαιοτήτων και οι εκκρεμότητες είναι πολλές. Η  θετική επίπτωση της συμφωνίας του Ιουνίου 2017 μπορεί να αποδειχθεί πάλι (όπως το 2014) πρόσκαιρη αν σταλούν αντιφατικά μηνύματα για την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και συγκεκριμένα τώρα, αν δεν προχωρήσει η εφαρμογή των 113 δράσεων του «συμπληρωματικού μνημονίου». 

Εκτός τούτου, διάφορα «επεισόδια» επιβαρύνουν το γενικότερο κλίμα, π.χ. η κρίση αποκομιδής των απορριμμάτων μέσα στην τουριστική σεζόν που ανέδειξε δομικές-θεσμικές ανεπάρκειες, οι δυσκολίες κυβέρνησης και διοίκησης να τηρούν το ισχύον θεσμικό πλαίσιο (παραγραφή τυχόν αδικημάτων που θα μπορούσαν να εντοπισθούν από τις λίστες Λαγκάρντ, Βερολίνου, Μπόγιανς κ.ά., «μονιμοποιήσεις» συμβασιούχων κ.ά.), οι τριβές γύρω από ορισμένες ιδιωτικοποιήσεις (ΟΣΕ), η προβληματική σχέση μέρους της εκτελεστικής εξουσίας με τη δικαιοσύνη, την οποία ορισμένοι αξιωματούχοι αντιλαμβάνονται ως «θεσμικό εμπόδιο» εμπνεόμενοι από τις πιο αυταρχικές παραδόσεις κ.ά. Είναι εμφανής η κυβερνητική αμηχανία μπροστά στον μείζονα «συστημικό κίνδυνο» που πηγάζει από τη γενικότερη δυσλειτουργία των θεσμών που συνυφαίνεται με εντελώς παρωχημένες αντιλήψεις για την έννοια και την οικονομική σημασία της τήρησης του νόμου (rule of law).  

Το επόμενο διάστημα προβλέπονται τέσσερις ακόμα αξιολογήσεις -τον Οκτώβριο 2017, τον Ιανουάριο, Απρίλιο και Ιούλιο 2018 και μια τελική αποτίμηση του προγράμματος τον Αύγουστο 2018. Οι επόμενες αξιολογήσεις θα φέρουν στην επιφάνεια θέματα που εκκρεμούν από καιρό όπως το ρυθμιστικό σύστημα των εργασιακών σχέσεων, ο επανυπολογισμός των συντάξεων(!), η θέσπιση ανώτατου ορίου στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου κ.ά. και θα προκαλέσουν ισχυρές αντιδράσεις. Αν κατά την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που μόλις συμφωνήθηκαν επαναληφθεί το δράμα των διαπραγματεύσεων του 2016 και 2017, τότε σχεδόν αναπόφευκτα, θα τεθεί το ερώτημα πώς θα αποφευχθεί το 2018 (ή αμέσως μετά) μια κατάσταση σαν εκείνη του 2015! 

Σε ευαίσθητες περιοχές πολιτικής διαπιστώνουμε εξελίξεις που εμπνέονται από μια αντιαναπτυξιακή φιλοσοφία, που υπηρετεί βραδυπορούσες ομάδες του γένους (για να χρησιμοποιήσω έναν όρο του Ελευθερίου Βενιζέλου), π.χ. στην παιδεία, όπου ο ένας «σχεδιασμός» διαδέχεται τον άλλο μετά από κάθε αλλαγή υπουργού. Κατά τη γνώμη μας, πρέπει να αλλάξουν πολλά στα ΑΕΙ, αλλά μερικές τουλάχιστον από τις προτεινόμενες σήμερα αλλαγές, π.χ. σε θέματα ξενόγλωσσων μεταπτυχιακών, αξιολόγησης των ιδρυμάτων, ασύλου και ανομίας,  διοίκησης εμφορούνται από ένα πνεύμα που δεν λύνει αναγνωρισμένα προβλήματα και δεν ανταποκρίνεται στις αναπτυξιακές ανάγκες της χώρας. 

Βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπου κάθε μια από τις οργανώσεις συμφερόντων και κάθε ένας από τους άλλους παίκτες που ασκούν επιρροή διαμορφώνουν χωριστά και ανεξάρτητα άποψη για το τι πρέπει να γίνει σύμφωνα με τους δικούς τους ορισμούς συμφερόντων. Τότε, μας προειδοποιεί η θεωρία, θα καταλήξουν σε αποφάσεις που τελικά είναι χειρότερες για όλους (ή έστω για τους περισσότερους) από εκείνες οι οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν αν συντονισθούν και εκτιμήσουν σωστά και από κοινού τα οφέλη και κόστη των αλλαγών. Υπάρχει λοιπόν θέμα συνεργασίας και συντονισμού από κάποια ανώτερη αρχή και αυτή δεν μπορεί παρά να είναι η κυβέρνηση. Χωρίς αποφασισμένη ηγεσία με σαφές μεταρρυθμιστικό όραμα δεν θα πάμε μακριά.

Με άλλα λόγια, η διαφαινόμενη ανάκαμψη είναι εύθραυστη και θα διακοπεί αν η χώρα εγκαταλείψει το μονοπάτι των μεταρρυθμίσεων. Το ίδιο θα συμβεί αν προκληθεί πολιτική αστάθεια. Για να το διατυπώσουμε χωρίς περιστροφές: Υπάρχει ο κίνδυνος εγκλωβισμού της χώρας στον φαύλο κύκλο της πολιτικής αστάθειας, θεσμικής χαλάρωσης και  οικονομικής στασιμότητας.