Σάββατο, 14 Οκτωβρίου 2017 14:54

Εργο υψηλής προτεραιότητας η αντισεισμική θωράκιση των κτηρίων

Γράφτηκε από την
Εργο υψηλής προτεραιότητας η αντισεισμική θωράκιση των κτηρίων

Είναι γνωστό πως η Ελλάδα παρουσιάζει την υψηλότερη σεισμικότητα στην Ευρώπη και κατατάσσεται στις περισσότερο σεισμογενείς χώρες παγκοσμίως. Η περιοχή της Μεσσηνίας ανήκει στη 2η Ζώνη Σεισμικής Επικινδυνότητας (0,24g – EAK 2000).

Τα τελευταία χρόνια η χώρα μας έχει δοκιμαστεί από καταστροφικά σεισμικά φαινόμενα (Λέσβος, Κως, Ζάκυνθος) ενώ και σε παγκόσμιο επίπεδο γίναμε μάρτυρες φονικών σεισμών (Μεξικό, Ιταλία κλπ). Η πόλη μας η Καλαμάτα άλλωστε γνωρίζει πολύ καλά και από πρώτο χέρι τις οδυνηρές συνέπειες ενός σεισμού. Εύκολα διαπιστώνει κανείς πως η διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού πλαισίου για την προστασία των κτηρίων από τον σεισμικό κίνδυνο θα έπρεπε να αποτελεί βασική προτεραιότητα της Πολιτείας.

Οι πιο βασικές παράμετροι ενός σεισμού είναι το μέγεθος, το επίκεντρο, το εστιακό βάθος, η ενέργεια, η σεισμική ροπή και επιτάχυνση. Το πλαίσιο αντισεισμικού σχεδιασμού στη χώρα μας στηρίζεται στους αντισεισμικούς κανονισμούς που λαμβάνουν υπ' όψιν διάφορες παραμέτρους των κατασκευών (συχνότητες και περίοδοι ταλάντωσης, απόσβεση, πλαστιμότητα, μάζα, δυσκαμψία κλπ). Στην προσπάθεια να ενημερωθούν οι πολίτες -και δίχως να υπεισέλθουμε σε δυσνόητες γεωτεχνικές ή κατασκευαστικές έννοιες και ορολογίες- κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν τα κάτωθι:

Ο πρώτος αντισεισμικός κανονισμός συντάχθηκε και άρχισε να εφαρμόζεται το 1959 ενώ ακολούθησαν οι νεότεροι το 1985, το 1995 (ΝΕΑΚ), το 2000 (ΕΑΚ 2000) και το 2010 (εφαρμογή Ευρωκώδικα 8). Ουσιαστικά οι κανονισμοί του 1985 και κυρίως του 2000 αποτέλεσαν κομβικά σημεία στην αντισεισμική θωράκιση των κτηρίων και διαφοροποίησαν εντελώς τις μεθόδους μελέτης και κατασκευής.

Καθίσταται λοιπόν σαφές πως ανάλογα με την χρονολογία κατασκευής ενός κτηρίου μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα για το επίπεδο αντισεισμικής προστασίας. Συνεπώς θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τα υφιστάμενα κτίρια σε κατηγορίες:

Κατηγορία Α – κτήρια που ανεγέρθηκαν πριν το 1959 (με παντελή απουσία αντισεισμικού κανονισμού)

Κατηγορία Β – κτήρια που ανεγέρθηκαν από το 1959 έως το 1985 (με σχετικά ανεπαρκή, με βάση τα σύγχρονα δεδομένα, αντισεισμικό κανονισμό)

Κατηγορία Γ – κτήρια που ανεγέρθηκαν από το 1985 έως το 2000 (με αυστηρότερο αντισεισμικό κανονισμό σε σχέση με τα προηγούμενα)

Κατηγορία Δ – κτήρια που ανεγέρθηκαν μετά το 2000 και θεωρούνται τα πλέον ασφαλή συγκριτικά με τα υπόλοιπα.

Στο σημείο αυτό, σε μία εντελώς διακριτή κατηγορία πρέπει να κατατάξουμε και τα αυθαίρετα κτίσματα, καθώς η κατασκευή τους δε βασίστηκε σε εφαρμογή στατικής μελέτης και αντισεισμικού σχεδιασμού, ή τουλάχιστον δεν υπάρχουν στοιχεία για το κατά πόσο αυτά εφαρμόστηκαν. 

Με βάση τα παραπάνω συμπεραίνουμε πως τα κτήρια προ του 1985, που θεωρητικά είναι και τα περισσότερο επισφαλή έναντι του σεισμού,  χρήζουν ελέγχου και ενδεχομένως πιθανών ενισχύσεων. Πέραν της αλλαγής και της αυστηροποίησης των αντισεισμικών κανονισμών άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως σημαντικό ρόλο παίζει και η γήρανση/φυσιολογική φθορά των δομικών υλικών.

Ιδιαίτερα αυξημένη σεισμική επικινδυνότητα εμφανίζουν δε τα παλαιότερα κτήρια (προ του 1985) με πιλοτές ή με ισόγεια δίχως τοιχοποιίες (μαλακός όροφος/απουσία ικανοτικού σχεδιασμού δοκών-υποστηλωμάτων). Εχει αποδειχθεί, τόσο από τις πολλές καταρρεύσεις τέτοιων κτηρίων στους σεισμούς των τελευταίων δεκαετιών στη χώρα μας και διεθνώς, όσο και από συγκριτικές μελέτες, ότι τα κτήρια αυτά αποτελούν την πιο τρωτή κατηγορία κτηρίων οπλισμένου σκυροδέματος. 

Εκτός από τα ιδιωτικά κτηρια, προτεραιότητα πρέπει να δοθεί και στα δημόσια κτήρια αυτής της κατηγορίας - και ειδικά σε όσα στεγάζουν μεγάλο αριθμό χρηστών (π.χ. τα σχολικά συγκροτήματα). Ενδεικτικά αναφέρουμε πως η σεισμική αντοχή των κτηρίων αυτών είναι τουλάχιστον 3 φορές μικρότερη(!) από την αντοχή αντίστοιχων νέων κτηρίων. 

Η ΕΝΙΣΧΥΣΗ

Σε γενικές γραμμές η διαδικασία που ακολουθείται για την ενίσχυση των υφιστάμενων κτηρίων προϋποθέτει αρχικά την αποτίμηση της σεισμικής ικανότητας της κατασκευής, κατόπιν εξέτασης της υπάρχουσας κατάστασης και του υφιστάμενου φορέα. Σε δεύτερο στάδιο και ανάλογα με την αξιολόγηση διαφόρων παραμέτρων, εφαρμόζεται είτε η διαδικασία επισκευής της κατασκευής (αποκατάσταση βλαβών και επαναφορά στην αρχική κατάσταση), είτε η ενίσχυση της κατασκευής (επέμβαση και επαύξηση της φέρουσας ικανότητας σε υψηλότερο επίπεδο από αυτό του αρχικού σχεδιασμού) είτε ακόμα και η κατεδάφιση και ανέγερση νέας. 

Στη χώρα μας πλέον υπάρχει η απαραίτητη τεχνογνωσία, υπάρχει επικαιροποιημένο θεσμικό πλαίσιο επεμβάσεων (ΚΑΝ.ΕΠΕ – Κανονισμός Επεμβάσεων) και σε συνδυασμό με τη ραγδαία εξέλιξη των δομικών υλικών είναι δυνατό να επιτευχθούν σύγχρονες και υψηλές προδιαγραφές αντισεισμικής ενίσχυσης.

ΕΜΠΟΔΙΑ ΚΑΙ ΛΥΣΕΙΣ

Τα πιο μεγάλα εμπόδια για την αντισεισμική ενίσχυση των υφιστάμενων κτηρίων αποτελούν, αφενός το σχετικά υψηλό οικονομικό κόστος και, αφετέρου, ζητήματα νομικής φύσης - όπως π.χ. η ύπαρξη πολλών συνιδιοκτητών σε μια πολυκατοικία, γεγονός που καθυστερεί την έγκαιρη λήψη αποφάσεων.

Η παροχή κινήτρων (συμψηφισμός προστίμων) για εκπόνηση στατικής μελέτης και ενίσχυσης μέσα από το αναμενόμενο νομοσχέδιο «Ελεγχος και προστασία του δομημένου περιβάλλοντος» ή όπως στρεβλά το γνωρίζουν οι περισσότεροι ως «νέο νόμο αυθαιρέτων» αποτελεί ένα θετικό πρώτο βήμα, αλλά είναι βέβαιο πως δεν θα αντιμετωπίσει ουσιαστικά το πρόβλημα καθώς θα χρησιμοποιηθεί από αρκετά περιορισμένη μερίδα πολιτών.

Μία πιθανή λύση που θα μπορούσε να εφαρμοστεί και ίσως θα έπρεπε να εξεταστεί από τα αρμόδια υπουργεία θα ήταν η δημιουργία ενός προγράμματος αντίστοιχου με το «Εξοικονομώ κατ’ οίκον» που θα στοχεύει στην αντισεισμική ενίσχυση των κτηρίων. Τα δύο προγράμματα άλλωστε θα μπορούσαν να συνδυαστούν και να «τρέξουν» παράλληλα, δίνοντας κίνητρα στους ιδιοκτήτες τόσο για την ενεργειακή αναβάθμιση όσο και για την αντισεισμική θωράκιση των οικημάτων τους.

Σε κάθε περίπτωση, λόγω της δεδομένης υψηλής σεισμικής επικινδυνότητας της Ελλάδας σε συνδυασμό με την ύπαρξη πολλών παλαιών και ουσιαστικά «αθωράκιστων» κτηρίων, θεωρείται επιβεβλημένο για την Πολιτεία να θέσει ως πρωταρχικό άξονα την αντισεισμική προστασία των υφιστάμενων κατασκευών, με συγκροτημένη και μακροπρόθεσμη στόχευση. Σε αυτή τη στόχευση θα συμβάλει η θεσμοθέτηση χρηματοδοτικών εργαλείων και η παροχή κινήτρων που θα επιτρέψουν στους ιδιοκτήτες να ενισχύσουν τα κτήριά τους.

 

Βασίλης Π. Κουτραφούρης

Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ

Πρόεδρος Συλλόγου Πολιτικών Μηχανικών Μεσσηνίας

Μέλος Αντιπροσωπείας ΤΕΕ Πελοποννήσου

Γεν.Γραμματέας Ν.Ε. ΤΕΕ Μεσσηνίας


NEWSLETTER