Τρίτη, 27 Φεβρουαρίου 2018 17:32

Κρίση ταυτότητας της ελληνικής Αριστεράς 

Γράφτηκε από την
Κρίση ταυτότητας της ελληνικής Αριστεράς 

 

Του Πάνου Καζάκου

Ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών

Καθώς η χώρα πέρασε στην τελική φάση εφαρμογής του τρίτου κατά σειράν «μνημονίου» (προγράμματος προσαρμογής) γίνεται ολοένα και εμφανέστερη η κρίση ταυτότητας της Αριστεράς. Ως προς αυτό δεν πρέπει να μας παραπλανά η διαχείριση της υπόθεσης Novartis.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ή αυτοπροσδιοριζόταν ως αντισυστημικός, αντικαπιταλιστικός, αντινεοφιλελεύθερος, έμμεσα αντιευρωπαϊκός και, φυσικά, αντιμνημονιακός συνασπισμός. Ηδη πριν από την κρίση είχε αρχίσει να εγκαταλείπει τη μεταρρυθμιστική κληρονομιά της. Ομως, τα χρόνια της κρίσης μεταλλάχθηκε πλήρως. Δεν εγκατέλειψε μεν σε επίπεδο διακήρυξης προθέσεων ιδεολογικά στοιχεία που είχε υιοθετήσει όταν ήταν μικρό αντιπολιτευόμενο κόμμα -μεταξύ άλλων  την ισονομία, την απαλλαγή του κράτους από τον κομματικό εναγκαλισμό, την υπεράσπιση των κοινωνικά αδύναμων- αλλά πρόσθεσε σε αυτά τη μεγάλη λαϊκιστική υπόσχεση ότι ήθελε και μπορούσε να ικανοποιήσει πάσης φύσεως αιτήματα τα οποία, σωρευτικά, κατέτειναν στην προάσπιση των πιο αντιπαραγωγικών πτυχών του κρατικού παρεμβατισμού.

Η μεγάλη υπόσχεση του ΣΥΡΙΖΑ περιελάμβανε την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, την καταγγελία τού (τότε δεύτερου) μνημονίου, την αποτροπή εμβληματικών ιδιωτικοποιήσεων (Ελληνικό, ΟΛΠ), την ανάκληση των περικοπών σε συντάξεις, μαζικές μονιμοποιήσεις στο Δημόσιο, διατήρηση του μονοπωλίου της ΔΕΗ κ.λπ. Επιπλέον ο ΣΥΡΙΖΑ ανταποκρινόταν στην ιστορικά διαμορφωμένη πεποίθηση των ιδεολόγων του κινήματος (και της κοινωνίας) ότι η λύση ήταν το κράτος. Το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης (2014) επισφράγισε ακριβώς τη μετάλλαξη της Αριστεράς από ιδεολογικό φορέα σε λαϊκιστικό κίνημα.

Μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015 άρχισε η αργή μετάβαση από τη θεμελιώδη απόρριψη του «συστήματος» στη διαχείριση των προβλημάτων του που υπαγόρευαν εν πολλοίς η οικονομική ορθοδοξία και τα μνημόνια.

Το πρώτο βήμα στη μεταριζοσπαστική πορεία έγινε ακριβώς με το τρίτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής («μνημόνιο») που ήταν όρος για να αποφευχθεί μια άτακτη χρεοκοπία. Πρόβλεπε συνέχιση της δημοσιονομικής σύνεσης και κατά βάση φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Χρειάσθηκαν όμως δύο «επικαιροποιήσεις» το 2016 και 2017 υπό στενή επιτήρηση για να μην καταρρεύσει. Οι δυσκολίες προέκυπταν από τη φύση του προγράμματος που ήταν  ασύμβατη με την ιδεολογική κληρονομιά της πυρηνικής Αριστεράς και την πελατειακή λογική του λαϊκισμού.

Στο μεταξύ ετοιμάζεται ένα νέο «πλαίσιο πολιτικής» (ευφημισμός ουσιαστικά του τέταρτου μνημονίου). Το περίγραμμα έχει ήδη χαραχθεί: Πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% ως το 2021, μείωση ελλειμμάτων του ασφαλιστικού το 2019 και του αφορολόγητου το 2020. Στο ίδιο πλαίσιο οι τράπεζες π.χ. έχουν δεσμευθεί έναντι του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) για 40.000 πλειστηριασμούς τον χρόνο την περίοδο 2019-2021. Ο προγραμματικός σκελετός θα εμπλουτισθεί κατά πάσα πιθανότητα με περαιτέρω στοιχεία τους επόμενους μήνες.

Ενα χάσμα χωρίζει το τρίτο μνημόνιο και το υπό κατασκευήν «πλαίσιο πολιτικής» για τα επόμενα χρόνια από τη λαϊκιστική υπόσχεση και αντιμνημονιακή λογική. Μια συνέπεια είναι ότι o ΣΥΡΙΖΑ έχασε την εμπιστοσύνη μεγάλου μέρους των ψηφοφόρων και των ιδεολόγων της Αριστεράς. Μετά το δημοψήφισμα και την στροφή του 2015 είδε την αριστερή του πτέρυγα να αποσπάται και να ιδρύει νέο σχήμα -τη ΛΑΕ. Αλλά η κρίση ταυτότητας δεν ξεπεράσθηκε.

Αυτό εξηγεί πολλά από τα φαινόμενα που μας κάνουν να απορούμε. Η κυβέρνηση επιχείρησε να γεφυρώσει το χάσμα με πολλούς τρόπους. Πρώτον, με τις αντιφάσεις της τρέχουσας πολιτικής. Οπως έδειξαν η μέχρι τώρα πρακτική και τα διάφορα πολυνομοσχέδια η κυβέρνηση πρόσθεσε και προσθέτει σε κατά τα λοιπά σωστές διατάξεις πάσης φύσεως ρυθμίσεις που απλά διευρύνουν τον κύκλο όσων στέκονται υπό την ομπρέλα του κράτους. Χρειάζονται παραδείγματα; Η πολιτική της πράξη μοιάζει ολοένα και περισσότερο με την παραδοσιακή πελατειακή πολιτική παροχών και άλλων ευνοιών. Φυσιολογικά, δεύτερον και συναφώς, βλέπει πολλούς θεσμούς της χώρας -την Τράπεζα της Ελλάδος, τη δικαιοσύνη, τις ανεξάρτητες αρχές- ως εμπόδιο στην πολιτική της. Και οξύνει τον καταγγελτικό λόγο κατά των αντιπάλων της. Διολισθαίνει προς τον αυταρχισμό. Τρίτον, εκτόξευσε πρόσφατα το σύνθημα της «καθαρής εξόδου από το μνημόνιο» υπονοώντας ή υποσχόμενη ότι τότε η κυβέρνηση, απαλλαγμένη από κάθε εποπτεία ή επιτήρηση, θα μπορέσει να ασκήσει «ταξική» οικονομική πολιτική εν πολλοίς αντίθετη προς όσα επέβαλε το μνημόνιο - συνοπτικά, να δώσει τέλος στη «λιτότητα»  και στις μεταρρυθμίσεις της τρόικας.  Ειρήσθω εν παρόδω, ότι υπάρχει ένα ιδεολογικό ζήτημα και μια εγγενής αντίφαση σε  μια αυτοπροσδιοριζόμενη ως αριστερή πολιτική που επιθυμεί να επιστρέψει στις χρηματοπιστωτικές αγορές για να δανείζεται από αυτές, ενώ στο εσωτερικό της χώρας οραματίζεται και ήδη επιχειρεί συστηματικά να αναπαλαιώσει και να προασπίσει τον κρατισμό.

Τέλος, η κυβέρνηση ανέχεται κινήσεις «ανυπακοής» π.χ. όσων οχυρώνονται στο Πολυτεχνείο για να ετοιμάζουν εξόδους με βόμβες και να δημιουργούν άβατα στο κέντρο της Αθήνας, όπου η Αστυνομία δεν πλησιάζει. Κατανοεί τον «Ρουβίκωνα» στις εφόδους του σε υπουργεία, πρεσβείες, τράπεζες και Βουλή και τις αντιδράσεις μικροομάδων κατά των πλειστηριασμών. Επιχειρεί και με τον τρόπο αυτό να απλώσει ένα επίχρισμα αριστερού αντικρατισμού πάνω σε μια πολιτική… κρατισμού.

Ολα τούτα βέβαια δεν συγκαλύπτουν την κρίση ταυτότητας και τις αβεβαιότητες που προκαλεί σε οικονομία και κοινωνία. 

 

[“Καθημερινή της Κυριακής”, 25/2/2018]


NEWSLETTER