Κυριακή, 18 Μαρτίου 2018 13:01

Από την παλιά στην νέα πολυσυλλεκτικότητα: Μπορούν να υπάρξουν σήμερα «ταξικά» κόμματα;

Γράφτηκε από την
Από την παλιά στην νέα πολυσυλλεκτικότητα: Μπορούν να υπάρξουν σήμερα «ταξικά» κόμματα;

Γράφει ο Τρύφωνας Δάρας*

Το συνέδριο του Μαρτίου του Κινήματος Αλλαγής θα μπορούσε να είναι ένα πολύ σημαντικό ιδεολογικό, πολιτικό και οργανωτικό γεγονός για το χώρο της δημοκρατικής παράταξης και της ευρύτερης Κεντροαριστεράς. Δυστυχώς δεν είναι. Και γι’ αυτό δεν φταίνε μόνο οι «συνθήκες» και οι αντικειμενικοί παράγοντες, ούτε το «κακό το ριζικό» μας. Φταίμε εμείς οι ίδιοι και κυρίως φταίνε οι σημερινοί ηγέτες του χώρου που, μηδενός και μηδεμιάς εξαιρουμένων, είναι κατώτεροι των ιστορικών περιστάσεων. Ομως αυτή η συζήτηση είναι κάπως άχαρη και μάλλον αδιέξοδη τούτη την ώρα. Αυτούς έχουμε, με αυτούς θα πορευτούμε, ακολουθώντας προς το παρόν τον Τσίπρα, όπως η αλεπού του μύθου τον τράγο, ελπίζοντας κάποια στιγμή να «πέσουν τα αχαμνά του να τα φάει»!

Ως ιστορικό φόρο τιμής λοιπόν (όντας εδώ και σαράντα τόσα χρόνια ενεργό μέλος του ΠΑΣΟΚ) σ’ έναν προσυνεδριακό διάλογο που δεν έγινε, προτιμώ την ασφάλεια και την απόσταση από τα πράγματα που παρέχει η ιδεολογική-θεωρητική συζήτηση για να ασχοληθώ με ένα θέμα που μπορεί να μοιάζει θεωρητικό αλλά, πιστέψτε με, έχει πολύ μεγάλη πρακτική σημασία για την ανασυγκρότηση και ανασύνταξη του χώρου. Και δεν αφορά μόνο το ΠΑΣΟΚ και την Κεντροαριστερά αλλά ολόκληρη την Αριστερά, πλην εκείνης φυσικά που έχει παγώσει τον ιστορικό χρόνο.

Πρόκειται για το ερώτημα αν υπάρχει σήμερα κοινωνικό ακροατήριο έτοιμο ή πρόθυμο να ακούσει τον λόγο του Κινήματος Αλλαγής και της Κεντροαριστεράς. Ή για να το θέσω κάπως πιο θεωρητικά, ποιες κοινωνικές και ταξικές δυνάμεις εκφράζει ή επιδιώκει να εκφράσει σήμερα ο χώρος. Παλιά ξεμπερδεύαμε με τέτοια περίπλοκα ερωτήματα με τη μεγαλοφυή σύλληψη του Ανδρέα για τους «μη προνομιούχους», με την οποία πορευτήκαμε για δεκαετίες. Ομως αυτή η αντίληψη εκτός από ιστορικά ξεπερασμένη είναι και λογικά αδιέξοδη. Γιατί εκτός των άλλων θα ήταν παράδοξο να έχει κυβερνήσει επί 20ετία το κόμμα των «μη προνομιούχων» και αυτοί να είναι ακόμη τόσο ευάριθμοι αλλά και τόσο αφελείς για να στηρίζουν ακόμη το κόμμα που τους κράτησε σε αυτή την κατάσταση.

Είναι αλήθεια βέβαια ότι εδώ βρισκόμαστε εκόντες-άκοντες μπροστά σε αρχετυπικά ερωτήματα για τα οποία η Αριστερά δεν πολυνοιαζόταν πιστεύοντας πως έχει έτοιμες τις απαντήσεις από την εποχή του Μαρξ. Ομως οι οικονομικές, παραγωγικές και κοινωνικές συνθήκες μετεβλήθησαν τόσο πολύ και τόσο ραγδαία τα τελευταία χρόνια που τα παλιά αναλυτικά εργαλεία δεν μπορούν να μας βοηθήσουν πια. Εδώ βέβαια θα μπορούσαμε να πούμε πολλά και για τις αδυναμίες και τα αδιέξοδα της κλασικής μαρξιστικής αντίληψης. Οτι π.χ. προσδιορίζει αποκλειστικά τις τάξεις σε σχέση με την ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, ενώ έχουν διαμορφωθεί στο μεταξύ πολλοί νέοι παράγοντες κοινωνικής διαφοροποίησης, ότι αξιολογεί με ακραίο τρόπο τον κοινωνικό διπολισμό (εργατική τάξη-κεφάλαιο) αγνοώντας τα μεσοστρώματα κ.λπ.

Νομίζω όμως ότι η βασικότερη αδυναμία της θεωρίας όλων των ρευμάτων της Αριστεράς και του ΠΑΣΟΚ σε σχέση με το ζήτημα της ταξικής εκπροσώπησης είναι ότι θεώρησε ως αποκλειστική ή έστω κυρίαρχη την κομματική - ταξική ένταξη, αγνοώντας ή υποτιμώντας όλες τις άλλες συλλογικότητες που αναπτύχθηκαν στο μεταξύ. Δεν κατανοήθηκε αρκούντως ότι σήμερα το άτομο έχει πάρα πολλές (πλην της ταξικής) αναφορές και εντάξεις σε διάφορα σχήματα και κατηγορίες που τον ενδιαφέρουν, τον κινητοποιούν και δίνουν νόημα στη ζωή του. Ετσι βρεθήκαμε σε σοβαρή αδυναμία να ερμηνεύσουμε γιατί εμφανίζονται με τόση ένταση ομάδες και κοινωνικές κατηγορίες με έντονη δράση, μεγαλύτερη και σημαντικότερη από τα κόμματα και ιδιαίτερα της Αριστεράς που πάντα βασιζόταν στη συλλογική δράση.

Πρέπει επομένως να πάμε σε πιο «οριζόντιες» και «διαταξικές» αναλύσεις για την πολιτική εκπροσώπηση και να απαλλαγούμε από το άγχος ποιους εκφράζουμε και πόσοι είναι αυτοί. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο στην περίπτωση της χώρας μας, όπου παρατηρείται πολύ έντονο το φαινόμενο της «κοινωνικής πολυσθένειας» (κατά τον Κ. Τσουκαλά), δηλαδή της δυνατότητας του ατόμου να μεταπηδά εύκολα από την μια κοινωνική και ταξική κατάσταση στην άλλη ή ακόμη κι αν παραμένει σε μια κατηγορία να αναπτύσσει διαφορετικές ή και αντιφατικές ταξικές συμπεριφορές,  δηλαδή να ανήκει οικονομικά σε μια τάξη και καταναλωτικά ή νοητικά σε μια άλλη. Αυτό με απλά λόγια σημαίνει ότι αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις δεν είναι πια «αντιπροσωπεύσιμες» με τον τρόπο που νομίζει ή θέλει η Αριστερά.

Αν αυτό είναι ακριβές τότε τι κάνουμε; Ποιους εκπροσωπούμε και σε ποιους απευθυνόμαστε; Το βέβαιο είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα έτοιμο να αντιγράψουμε, καμιά συνταγή, αφού και τα άλλοτε κραταιά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Δύσης βρίσκονται στην ίδια αναζήτηση. Για καιρό θα πάμε ψάχνοντας. Βέβαια κυρίαρχο είναι και θα παραμείνει το ζήτημα της πολυσυλλεκτικότητας. Το Κίνημα Αλλαγής δεν μπορεί και δεν πρέπει να μεταβληθεί σε κλειστή ιδεολογική λέσχη, ούτε σε γκρουπούσκουλο, ούτε κίνημα διαμαρτυρίας. Πρέπει να επιδιώκει πάντα, αν θέλει να επιβιώσει, την πολιτική ηγεμονία μέσα από την εκλογική μεγιστοποίηση. Αλλιώς είπαμε για την αλεπού και τον τράγο...

Ποια είναι όμως η διαφορά; Πρέπει κατά τη γνώμη μου να περάσουμε από την παλιά στη νέα πολυσυλλεκτικότητα. Τι σημαίνει αυτό; Το ΠΑΣΟΚ στην ιστορική του διαδρομή ανέπτυξε σιγά-σιγά τα χαρακτηριστικά της «κλασικής πολυσυλλεκτικότητας» που πολύ πριν από αυτό είχαν αναπτύξει τα μεγάλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Δύσης. Ποια είναι αυτά; Μείωση της ιδεολογικής δουλειάς, έμφαση στην εκλογική μεγιστοποίηση, μεταφορά του βάρους από το «μέλος» στον «ψηφοφόρο», ενίσχυση του ρόλου του βουλευτή ως ενδιαμέσου κ.λπ., χωρίς να μιλώ καν για τις ελληνικές παθογένειες του άκρατου κυβερνητισμού, του πελατειακού κράτους κ.λπ. Κάποια από αυτά είναι πλέον δομικά χαρακτηριστικά που δεν μπορούν να μεταβληθούν χωρίς να αλλοιωθεί ο στόχος της πολιτικής ηγεμονίας και της διατήρησης σε τροχιά εξουσίας. Το βλέπουμε άλλωστε στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ.

Γι’ αυτό μιλάω για μια «νέα πολυσυλλεκτικότητα» που θα έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά:

Πρώτο θα είναι προγραμματική, δηλαδή δεν θα λαϊκίζει, δεν θα δημαγωγεί, δεν θα λέει στον καθένα ό,τι θέλει να ακούσει.

Δεύτερον θα έχει σαφή ιδεολογική βάση και αναφορά. Δεν γίνεται να ζούμε σε πολιτικό, ιδεολογικό και μορφωτικό κενό, ούτε να γίνουμε κόμμα «αμερικάνικου τύπου» που θα υπάρχει μόνο για τις εκλογές. Να ξεκαθαρίσουμε όμως ότι ιδεολογία δεν συνιστούν μόνο ρομαντικές θεωρίες ή ουτοπικές αναζητήσεις που επιμένουν να δεσμεύουν το παρόν χάριν ενός ακαθόριστου μέλλοντος. Μπορούν να είναι και πολύ συγκεκριμένοι και μετρήσιμοι στόχοι και επιδιώξεις που θα κάνουν τη ζωή μας καλύτερη και την κοινωνία μας πιο ανθρώπινη.

Τρίτον θα απορρίπτει την πολιτική διαμεσολάβηση. Αντε γιατί πολύ ταλαιπωρηθήκαμε τόσα χρόνια με αυτή την ιστορία. Πρέπει να τελειώνουμε με το κόμμα-μεσάζοντα και το κόμμα-διαμεσολαβητή προς το κράτος.

Ολα αυτά εύκολα τα λες αλλά δύσκολα τα κάνεις. Αν κρίνω δε από τα πρόσωπα που βλέπω στο βάθρο, ζωηρώς αμφιβάλλω ακόμη και για τις προθέσεις.

 

*Ο Τρύφωνας Δάρας είναι νομικός-δημοσιογράφος, σύμβουλος της Ενωσης Ενημερωτικών Τηλεοράσεων Ελληνικής Περιφέρειας και του Συνδέσμου Ημερήσιων Περιφερειακών Εφημερίδων.


NEWSLETTER