Τετάρτη, 05 Ιουνίου 2019 14:28

Ο ψυχικός πόνος στο έγκλημα της ενδοοικογενειακής βίας

Γράφτηκε από την

Της Βασιλικής Ι. Σγάντζου*


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο όρος «ενδοοικογενειακή βία» φαίνεται πως δεν έχει αυστηρά ποινικό περιεχόμενο, δεν είναι δηλαδή «terminus technicus», αλλά έννοια της εγκληματολογίας με την οποία περιγράφεται και απαξιολογείται ως ένα συγκεκριμένο κοινωνικό φαινόμενο: Πρόκειται για τη βία που ασκείται, ως επί το πλείστον, σε βάρος γυναικών μέσα στην οικογένεια. με την υπ' αριθ. 32456/31-3-2005 Υ.Α. συγκροτήθηκε Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή προς κατάρτιση νομοσχεδίου για την πρόληψη και αντιμετώπιση του ενδοοικογενειακού δυσλειτουργικού φαινομένου στην Ελλάδα. Στη βάση των αρχών της ελευθερίας της αυτοδιάθεσης και της αξιοπρέπειας του ατόμου, ώστε να ενισχυθεί η αρμονική συμβίωση των προσώπων στο πλαίσιο της οικογένειας, ψηφίσθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων στις 10-10-2006 ο ν. 3500/2006, ο οποίος δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α΄ 232/24-10-2006. Πρωτοβουλία του νομοθέτη ήταν να απαξιώσει κάθε μορφή βίας που ασκείται μέσα στην οικογένεια, αλλά και να «προκαλέσει» την ευαισθητοποίηση του ευρύτερου πληθυσμού στο ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας, αλλά και γενικότερα της βίας εναντίον των αδύναμων κρίκων στις οικογενειακές σχέσεις. Στην δε Αιτιολογική Έκθεση του Ν 3500/2006 ορίζεται αποσπασματικά πως «…με αυτόν τον τρόπο δηλώνεται η πρόθεση του νομοθέτη να αποτρέψει φαινόμενα μετατροπής της οικογένειας σε τόπο ατιμώρητης καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» Ο νομοθέτης απέβλεψε με την παραπάνω επιλογή του στην ανάγκη να τονωθεί η αντίληψη ότι το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας δεν θα αποτελεί ιδιωτική διαφορά . Δεν ήταν άλλωστε νοητό τα ατομικά δικαιώματα να σταματούν μπροστά στο κατώφλι της οικογένειας.

Αναμφίβολα πρωτοποριακή ρύθμιση του Ν 3500/2006 για τα ελληνικά δεδομένα αποτέλεσε μεταξύ άλλων η παράγραφος 4 άρθρου 6, όπου για πρώτη φορά φαίνεται να αντιμετωπίζεται και ο ψυχικός βασανισμός του θύματος ως τιμωρούμενο έγκλημα ως εξής «Αν η πράξη της πρώτης παραγράφου συνιστά μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης, επικίνδυνης για την υγεία, ή ψυχικού πόνου, ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ιδίως με την παρατεταμένη απομόνωση του θύματος, επιβάλλεται κάθειρξη. Αν το θύμα είναι ανήλικος, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών».

Εντούτοις, το τι ορίζεται ως « ψυχικός πόνος» ως έκφανση της έννοιας του πόνου και σε τι αυτός συνίσταται, δεν το απαντά ο ίδιος ο νόμος. Αντιθέτως, για την κατανόηση του ορισμού αυτού οφείλουμε να παραπέμψουμε σε εγχειρίδια ιατρικής επιστήμης, αλλά και σε διαπιστώσεις της επιστήμης της ψυχοπαθολογίας, της κλινικής ψυχιατρικής, της ψυχοτραυματολογίας και της ψυχολογίας. Kι εδώ έγκειται η δυσκολία: Έχει διαπιστωθεί μία εγγενής ασυμβατότητα ανάμεσα στις έννοιες του Νόμου και της Υγείας: Ο μεν Νόμος είναι μία κοινωνική κατασκευή οποία ως τέτοια οφείλει να είναι κατά το δυνατόν σαφής, ομοιόμορφη και ακριβής. Τα δε φαινόμενα του χώρου της Υγείας είναι κατ’ εξοχήν βιολογικά φαινόμενα (των ψυχολογικών συμπεριλαμβανομένων), αυθύπαρκτα (δεν τα θεσμοθέτησε κανένα έλλογο ον, άσχετα με το εάν τα περιέγραψε η ανθρώπινη δραστηριότητα), εν τέλει «φυσικά» φαινόμενα , στην πλειονότητά τους εξατομικευμένα και με βαθμό απροσδιοριστίας και συνεχή κατανομή. Αυτή η εγγενής ασυμβατότητα αποτελεί την κατ’ εξοχήν πηγή των πολλαπλών προβλημάτων τα οποία ανακύπτουν κάθε φορά που αντιμετωπίζονται ζητήματα όπως εν προκειμένω της βίας, ζητήματα δηλαδή που εμπλέκουν ταυτόχρονα επαγγελματίες τόσο του χώρου της υγείας όσο και του νομικο-δικαιικού συστήματος.

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ

Ο πόνος συνδέθηκε άμεσα με τη νόσο ή τον τραυματισμό και άρχισε να απασχολεί έντονα την ιατρική επιστήμη. Στο σύγχρονο κράτος δικαίου το ζήτημα της ανακούφισης από τον πόνο παίρνει ολοένα και πιο έντονα τη μορφή ενός ανθρώπινου δικαιώματος. Η επιστημονική προσέγγιση του πόνου είναι ένα δύσκολο εγχείρημα, όποια κι αν είναι η αφετηρία. Στο άκουσμα του όρου αυτού αλλά και στις βιβλιογραφικές αναζητήσεις, το πεδίο έρευνας προκαλεί στον αναγνώστη μια αμηχανία, διότι τίθεται ενώπιον πληθώρας θεωρητικών και εμπειρικών πληροφοριών τόσο ιατρικού όσο και νομικού περιεχομένου , τα οποία παρέχουν δείγματα μόνο αυτής της δυσκολίας. Η αποτελεσματική εκτίμηση του πόνου εξαρτάται από τη σωστή ιατρική εκτίμησή του. Αν και γνωρίζουμε πάρα πολλά σχετικά με τις διεργασίες που λαμβάνουν χώρα, ακόμα και στο ενδοκυτταρικό και μοριακό επίπεδο, όταν πονάει κάποιος, οι γνώσεις μας αυτές βελτιώνονται μέρα με τη μέρα, ωστόσο εξακολουθούν να μην είναι πλήρεις. Μέχρι σήμερα η εκτίμηση του πόνου βασίζεται αποκλειστικά σε κριτήρια που έχουν προκαθοριστεί με επιστημονικές διεργασίες από τη Διεθνή Ένωση για τη Μελέτη του Πόνου. Αρχικά, δόθηκε ένας κλινικός ορισμός του πόνου που συνέδεε την αντιστοιχία πόνου (δυσάρεστης αίσθησης) και ιστικής βλάβης. Δηλαδή, ως σωματικός πόνος ορίζεται η πρόκληση ιστικής βλάβης που προϋποθέτει τη διέγερση των αλγοϋποδοχών του ανθρώπινου οργανισμού, οι οποίοι κωδικοποιούν τις διεγέρσεις με τις μορφές νευρικών ώσεων και τις μεταφέρουν διαδοχικά στον εγκέφαλο για αποκωδικοποίηση και επεξεργασία. Η ένταση του πόνου προκύπτει από την ένταση ακριβώς αυτών των διεργασιών. Eπειδή, όμως, αναγνωρίζεται η ύπαρξη και ψυχογενών περιπτώσεων που δεν υφίσταται αυτή η αντικειμενική αντιστοιχία πόνου και ιστικής βλάβης, έγινε προσπάθεια κάλυψης και αυτών των καταστάσεων με πληρέστερο ορισμό που περιέχει «ως εάν». Έτσι δόθηκε ο ορισμός σύμφωνα με τον οποίο πόνος είναι μια δυσάρεστη σωματική και συναισθηματική εμπειρία προερχόμενη από πραγματική ή πιθανή ιστική βλάβη ή το ίδιο βίωμα ως εάν ή σαν να υπήρχε η ιστική βλάβη. Η συμπλήρωση του ορισμού αυτού αποτέλεσε την εννοιολογική βάση του τελικού ορισμού που δόθηκε από τη Διεθνή Εταιρεία για τη Μελέτη του Πόνου (IASP), που αποδέχεται την ισοδύναμη ύπαρξη αισθητηριακού και συναισθηματικού στοιχείου αλλά και την ύπαρξη πόνου και όταν ο ασθενής περιγράφει την εμπειρία του σαν να υπήρχε ιστική βλάβη. Δηλαδή ο πόνος μπορεί να οφείλεται μόνο σε ψυχική ή συναισθηματική διαταραχή. Υπό το πρίσμα αυτό καταδεικνύεται πως η έρευνα και οι κλινικές δραστηριότητες των ψυχολόγων επέδρασαν θετικά στη διαμόρφωση της έννοιας του πόνου, καλύπτοντας δε και εκείνες τις πτυχές όπου δεν στοιχειοθετείται εκδήλωση στο ανθρώπινο σώμα, διαφορετικά η ιστορία του πόνου θα παρέμενε ανολοκλήρωτη.

Ο ΨΥΧΙΚΟΣ ΠΟΝΟΣ

Η έννοια του ψυχικού πόνου δεν προσδιορίζεται εννοιολογικώς στην ελληνική μας νομοθεσία ούτε και στα διεθνή κείμενα. Όμως, οφείλουμε να παραδεχθούμε πως δεν είναι μία έννοια ολότελα άγνωστη, αφού δεν είναι πρώτη φορά που ο νομοθέτης χαρακτηρίζει άξια ποινικής προστασίας μεγέθη που δεν εμφανίζουν υλικότητα. Σε διεθνή δε κείμενα γίνεται αναφορά στον ψυχικό πόνο. Πιο συγκεκριμένα, κατά πρώτο λόγο, αναφέρουμε τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υιοθέτησε με ψήφισμά της στις 20.12.1993 την υπ’ αριθμό 48/104 Διακήρυξη για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών και τη Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας. Εντούτοις δε δίνεται κάποιος εννοιολογικός προσδιορισμός για κατανόηση της έννοιας.

ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ 4 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΟΥ Ν 3500/2006

Ο ψυχικός πόνος απαντάται στον ειδικό ποινικό νόμο για την ενδοοικογενειακή βία κι εδώ , όμως, χωρίς να προσδιορίζεται ως προς την έννοιά του. Η παραπάνω διάταξη φαίνεται εκ πρώτης όψεως να αποτελεί ουσιαστικώς επανάληψη της διατύπωσης του άρθρου 137Α ΠΚ, η οποία ποινικοποιεί τον ψυχικό βασανισμό στο θύμα και κανείς θα μπορούσε να ανατρέξει σε αυτό αν και τα δύο άρθρα δεν πρέπει να συγχέονται. Ακόμα κι αν η απαξία που φέρει μια πράξη βίας εντός του οικογενειακού πλαισίου οδηγεί σε μία επιβαρυμένη ποινή , το φαινόμενο της ύπαρξης ψυχικού πόνου ως επακόλουθο αποτέλεσμα ενδοοικογενειακής βίας πολλές φορές δεν καταλαμβάνεται , λόγω του ότι η ενδοοικογενειακή βία ως ποινικό αδίκημα δεν αποτελεί μία μεμονωμένη πράξη, αλλά διαθέτει μία επαναληψιμότητα, ήτοι περιλαμβάνει περισσότερες μορφές βίας, που δε διακρίνονται μεταξύ τους. Δηλαδή, η τυποποίηση των εναλλακτικών μορφών βίας που στοιχειοθετούν επιμέρους την ειδική υπόσταση του αδικήματος του Ν. 3500/2006 φαίνεται να ρυθμίζει ποινικά την ενδοοικογενειακή βία ως υπό ευρύτερη έννοια, μεμονωμένα περιστατικά περιπτωσιακής βίας , μεταξύ των οποίων διαπιστώνεται κάποιας μορφής συρροή.

Πρέπει να παραδεχθούμε πως η νομική αξιολόγηση του πόνου δυσκολεύει από διαδικαστική άποψη, διότι η υποκειμενική αίσθηση του πόνου και δη του ψυχικού μολονότι βιώνεται δύσκολα αποδεικνύεται. Όταν κάποια πίεση ξεπεράσει τα όρια του σώματός μας, επέρχεται σωματικός τραυματισμός: το δέρμα μας ανοίγει, οι μύες και οι τένοντες παθαίνουν θλάση, τα κόκκαλα σπάνε. Άρα, ο σωματικός πόνος είναι εύκολα αντιληπτός λόγω ορατότητας των αποτελεσμάτων του στο ανθρώπινο σώμα. Τι συμβαίνει ομως με την ψυχή μας όταν έρθουμε αντιμέτωποι με μία εξαιρετικά στρεσογόνο ή σοκαριστική εμπειρία, όπως έως ένα βίαιο ψυχικό ή σωματικό επεισόδιο το οποίο δύναται να συνιστά και περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας;

Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ

Μολονότι, νομολογιακές αποφάσεις ορίζουν ότι «η σωματική κάκωση ενδέχεται να αποτελεί ταυτόχρονα και βλάβη της υγείας, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητο και πως αντίστοιχα βλάβη της υγείας μπορεί να επέλθει και χωρίς σωματική κάκωση, ενώ μπορεί επίσης είτε να εμφανισθούν αυτές χωριστά είτε να είναι η μία συνέπεια της άλλης» [Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 133/1998 σε ΠοινΔ 1998, σελ 992 επ., ΑΠ 971/1992 σε ΠοινΧρ 1992, σελ 707 επ., ΕφΑιγ. 122/2004 σε ΠοινΧρ 2005, σελ. 337 επ. και ΑΠ 621/2014 ΑΠ ] στο πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας η ελληνική νομολογία, πλήν ορισμένων μόνο εξαιρέσεων (ενδεικτικά υπ' αριθ. 21/2011 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Μυτιλήνης, η υπ' αριθ. 16/2009 Διάταξη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Σύρου, η υπ’αριθμόν 819/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου) έχει διαφορετική στάση. Ενδεικτικά, αναφέρουμε την απόφαση ΑΠ 402/2001, όπου « Η παθούσα καμία σωματική βλάβη δεν έχει υποστεί από τις ενέργειες του κατηγορουμένου. Η παθούσα κατ’ επανάληψη ρωτήθηκε στο κατηγορητήριο να καθορίσει ποια είναι η σωματική βλάβη που υπέστη και αυτή ανέφερε ότι υπέστη αφόρητη ψυχική και σωματική ταλαιπωρία, η οποία όμως ταλαιπωρία δεν είναι ποινικώς κολαστέα ,εφόσον δεν προκαλεί ψυχοσωματικές διαταραχές τέτοιες, που να θεωρούνται παθολογικές , πράγμα που δεν έχομε εδώ». Αν και η απόφαση αυτή έλαβε χώρα πριν την θέσπιση του ειδικού ποινικού νόμου, σε ίδιο επίπεδο κινείται και εν έτει 2011 (πέντε χρόνια μετά τη θέσπισή του) το υπ’αριθμ.Βούμευμα 806/2011ΤριμΠλημΘες, όπου έκρινε ότι «η αφόρητη αυτή ψυχική ταλαιπωρία του θύματος δεν έφτασε στο σημείο να προκαλέσει σε αυτήν παθολογικές ψυχοσωματικές διαταραχές»

Υπό το πρίσμα αυτό, συμπεραίνουμε πως κατά την ελληνική νομολογία   η πρόκληση αφόρητης ψυχικής και σωματικής ταλαιπωρίας δεν συνιστά σωματική βλάβη αν δεν συνοδεύεται από παθολογικές ψυχοσωματικές διαταραχές . Kατά τους ορισμούς της ιατρικής επιστήμης, ως ψυχοσωματική διαταραχή ορίζεται το ψυχοσωματικό εκείνο σύμπτωμα που τοποθετείται πάνω σε μία υπαρκτή προσβολή, αντικειμενική και εξακριβωμένη σε ορισμένα όργανα του σώματος, στους ιστούς ή στα κύτταρα.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ

Εντύπωση προκαλεί το ότι η ελληνική νομολογία ποινικοποιεί μόνο τις πράξεις εκείνες που φέρουν αντίκτυπο στο σώμα, εκτοπίζοντας έτσι από το προστατευτικό του πεδίο συμπεριφορές που αν και δεν φέρουν σωματικά συμπτώματα, αλλά που δε δύναται να παραμένουν ατιμώρητες. Παραβλέπεται, δηλαδή, το γεγονός ότι υπάρχουν συμπτώματα, που μολονότι δεν αποτελούν «ασθένεια» κατά την ιατρική έννοια του όρου δεν παύουν να συνιστούν προσβολή της ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας του ατόμου όπως παραδείγματος χάρη η πρόσκληση στο θύμα έντονου άγχους ή φόβου , διαταραχές ύπνου, διαταραχές άγχους, αυτοκτονικές διαθέσεις, μετατραυματική διαταραχή άγχους που βιώνουν τα θύματα κακοποιητικής συμπεριφοράς στο πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας, μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, αντιδραστική καταθλιπτική διαταραχή, διασχιστική διαταραχή προσωπικότητας, σύνθετη αποσυνδετική διαταραχή δεδομένου μάλιστα ότι η φύση και οι συνέπειες αμφοτέρων των παθήσεων είναι όλες ψυχικές. Η ίδια κριτική μπορεί να ασκηθεί και ως προς την στάση της ελληνικής νομολογίας ότι οι διαταραχές άγχους καθώς και διάφορες διαταραχές χωρίς σωματικά συμπτώματα δεν στοιχειοθετούν βλάβη της υγείας. Αρκεί να αναφερθεί ότι στο διεθνές διαγνωστικό εγχειρίδιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ICD-10) και στο DSM-IV αφιερώνεται ένα ολόκληρο κεφάλαιο στις παθήσεις που σχετίζονται με το άγχος (κωδικοί F40-F48 του εγχειριδίου). Ή αρκεί κανείς να σκεφτεί τον ψυχικό τραυματισμό που βιώνει ένα ανήλικο τέκνο όταν το ίδιο είναι το θύμα της κακοποιητικής συμπεριφοράς ή ο παρατηρητής της βίας που δέχεται κάποιο άλλο μέλος της οικογένειάς του, συνήθως η μητέρα. ( το λεγόμενο σύνδρομο του αμέτοχου θεατή ) [ΑΠ 268/2014] Σε περίπτωση της αξιόποινης πράξης της ενδοοικογενειακής βίας ενώπιον ανηλίκου, ο δράστης θίγει με μία πράξη του δύο έννομα αγαθά, αυτό του άμεσου θύματος, αλλά και εκείνο του ανηλίκου , ενώ δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο ο ανήλικος δέκτης της ενδοοικογενειακής βίας μελλοντικά να εξελιχθεί σε θύτη. Η επέκταση αυτή εδράζεται στα πορίσματα της εξελικτικής ψυχολογίας.

Λίγοι άνθρωποι αμφισβητούν τη σοβαρότητα των προβλημάτων που δημιουργούνται από ένα τραύμα. Ωστόσο, όμως, πάντοτε διαπιστώνεται η δυσκολία κατανόησης του ψυχικού τραύματος που καταδεικνύει τον ψυχικό πόνο του ατόμου και η κατανόηση του πώς οι άνθρωποι προσβάλλονται από αυτό. Με την έννοια του τραύματος και τον ψυχικό πόνο ξεκίνησε να ασχολείται η επιστήμη της ψυχοτραυματολογίας. Σήμερα αναγνωρίζεται διεθνώς η επικινδυνότητα της έκθεσης των ενηλίκων καθώς και των παιδιών και εφήβων σε τραυματικές καταστάσεις, όπως είναι αυτή της ενδοοικογενειακής βίας. Έτσι, τα τελευταία χρόνια γίνεται μία προσπάθεια εντοπισμού του ψυχικού τραύματος ως άξονας προσέγγισης του ψυχικού πόνου εστιάζοντας , βέβαια, στη συμπτωματολογία έκφανσης αυτού. Πλέον, Ο ψυχικός πόνος, μια έννοια ευρέως χρησιμοποιούμενη στην καθομιλουμένη, έχει περιγραφεί ως πυρηνικό χαρακτηριστικό, «η καρδιά» της ανθρώπινης ψυχοπαθολογίας. Μέχρι στιγμής στην σχετική βιβλιογραφία δεν υπάρχει κλινική μελέτη που να διερευνά τη σχέση ψυχικού και σωματικού πόνου, αλλά ούτε και κάποιος σαφής ορισμός της έννοιας του ψυχικού πόνου, παρά τις αρκετές προσπάθειες που έχουν επιχειρηθεί μέχρι σήμερα, έκαστη των οποίων περιγράφει την έννοια του ψυχικού πόνου διαφορετικά.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει ασχοληθεί με το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας, υπό το πρίσμα της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΣΔΑ και έχει αναγνωρίσει, εν αντιθέσει με την νομολογία του Αρείου Πάγου, τον ψυχικό πόνο ως μεμονωμένο αποτέλεσμα της ενδοοικογενειακής βίας μέσα από δύο αποφάσεις – ορόσημο, την απόφαση Opuz κατά Τουρκίας και την απόφαση Kontrova κατά Σλοβακίας. Παράλληλα, αποφάσεις αλλοδαπών έννομων τάξεων έχουν ασχοληθεί πιο διεξοδικά με το φαινόμενο του ψυχικού πόνου και πώς αυτός προσδιορίζεται. Συλλήβδην, καταφάσκεται πως ο ψυχολογικός τραυματισμός, ακόμη χωρίς καμία αναγνωρισμένη ψυχιατρική ασθένεια, μπορεί να συνιστά «σωματική βλάβη» ενώ δεν υπάρχει λόγος να θεωρήσουμε σωματική και ψυχιατρική βλάβη ως διαφορετικά είδη βλάβης. Βέβαια, καθίσταται αναγκαίο να γίνει μία οριοθέτηση μεταξύ αφενός των ορισμένων συναισθημάτων όπως της αγωνίας και της θλίψης που αποτελούν μέρος της κοινής κατάστασης της ανθρωπότητας, την οποία όλοι θα εξασφαλίσουμε κάποια στιγμή στη ζωή μας και ο νόμος δεν το αναγνώρισε ποτέ ως άξιο ποινικής αξιολόγησης και αφετέρου ορισμένων ψυχιατρικών ασθενειών όπως η νεύρωση του άγχους ή η αντιδραστική κατάθλιψη που είναι αναγνωρίσιμες ψυχιατρικές ασθένειες, με ή χωρίς ψυχοσωματικά συμπτώματα.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Παραμένει ένα αξιοσημείωτο γεγονός πώς είναι δυνατόν ένας νόμος να ψηφίζεται στη Βουλή των Ελλήνων σχεδόν ομόφωνα το 2006 , αλλά τόσα χρόνια μετά τη θέση του σε ισχύ τα αποτελέσματα της εφαρμογής του να είναι επιεικώς πενιχρά. Ένα τόσο σύνθετο φαινόμενο, η ενδοοικογενειακή βία, απαιτεί συστηματική αντιμετώπιση. Κατέστη σαφές ότι η ενδοοικογενειακή βία εκδηλώνεται στην αντικειμενική πραγματικότητα με διαφορετικούς τρόπους, ένας εκ των οποίων είναι και η πρόκληση ψυχικού πόνου , που οφείλουν να ρυθμιστούν ειδικά μέσα από την τυποποίηση ξεχωριστών-αυτοτελών ποινικών υποστάσεων. Απαιτείται, διαφορετική μεταχείριση των διαφορετικών τύπων στοιχειοθέτησης ενδοοικογενειακής βίας αρμόζουσα στα χαρακτηριστικά τους. Υπό το πρίσμα αυτό, η διάκριση συνιστά προαπαιτούμενο για κάθε μορφής ενασχόληση με την ενδοοικογενειακή βία, ήτοι νομοθετική ή επιστημονική. Ο ψυχικός πόνος, που αποκρυσταλλώνεται μόνο φαινομενολογικά, κατόπιν κατάφασης ορισμένων συμπτωμάτων, όπως ενδεικτικά ψυχικών διαταραχών κλινικά διαγνώσιμων, είναι πραγματικότητα που δεν πρέπει να παροράει κάνεις. Ήδη η προσθήκη του ανάμεσα στις επιβαρυντικές περιστάσεις τέλεσης του αδικήματος της απλής ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης μετατοπίζει το επίπεδο προστασίας της ψυχικής υγείας σε στάδιο πολύ πριν από την εμφάνιση σωματικής αντανάκλασης και φαίνεται πως σε βαθμό ο νόμος συμβαδίζει με τα πορίσματα της ιατρικής επιστήμης και συγκεκριμένα της ψυχοπαθολογίας .

Σκοπός του νομοθέτη πρέπει να είναι η ποινική αξιολόγηση των περιπτώσεων εκείνων που σήμερα κείνται εκτός νομολογιακού ενδιαφέροντος , όπως δηλαδή μίας πράγματι σημαντικής υποβάθμισης του ψυχικού κόσμου του θύματος, συνεπεία της συμπεριφοράς τού δράστη , ώστε από την άλλη πλευρά να αποκλείονται ήπιες ψυχικές διαταραχές ή συναισθήματα, που δεν αγγίζουν το όριο της ψυχοπαθολογίας και που η ποινικοποίηση αυτών θα διεύρυνε υπερβολικά το αξιόποινο κατά παράβαση της αρχής nullum crimen nulla poena sine lege. Έτσι, απλά συναισθήματα ή ψυχικές καταστάσεις δε θα μπορούσαν να θεωρηθούν σωματική βλάβη, αν δεν αποτελούσαν συνάμα απόδειξη κάποιας κλινικής κατάστασης, αναγνωρισμένης ψυχολογικής βλάβης ή ψυχιατρικής ασθένειας, όπως διαταραχής μετατραυματικού άγχους, συνδρόμου κακοποιημένης γυναίκας, αντιδραστικής κατάθλιψης.

Συνεπώς, η διακρίβωση της ψυχικής βλάβης και κατ’επέκταση η αυτοτελής τυποποίηση του ψυχικού πόνου στην ενδοοικογενειακή βία θα μπορούσε να γίνεται με βάση την ιατρική επιστήμη και την τυπολογία των διεθνών διαγνωστικών εγχειριδίων και όχι το σωματοπαγές ή μη της εκδήλωσής της, όπως σήμερα απαιτεί η νομολογία του Αρείου Πάγου.

 

* Η Βασιλική Ι. Σγάντζου είναι πτυχιούχος Νομικής Σχολής Αθηνών, Ασκούμενη Δικηγόρος Αθηνών, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια Ποινικών Επιστημών ΕΚΠΑ