Δευτέρα, 28 Δεκεμβρίου 2015 18:12

Παναγιώτα Μιχελή Ι Η διάσωση του ευρωπαϊκού κεκτημένου και το όραμα της ρεαλιστικής ανάπτυξης

Γράφτηκε από την

Αναφορικά με το «τρίτο μνημόνιο», ας επικεντρωθεί η προσοχή μας ιδιαίτερα στο άρθρο 3, παράγραφο Γ, με τίτλο «Συμφωνία Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων», του Νόμου 4336/2015 (ΦΕΚ Α΄ 94) για την κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.

Υπενθυμίζεται, σύμφωνα με την υπογραφείσα συμφωνία, ότι η εφαρμογή του προγράμματος θα αποτελέσει τη βάση βιώσιμης ανάπτυξης, στηριζόμενη σε 4 πυλώνες για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, τη διασφάλιση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, τις διορθωτικές πολιτικές για την ενίσχυση ανταγωνιστικότητας και ανάπτυξης και τη δημιουργία σύγχρονου κράτους και δημόσιας διοίκησης in concreto. Δεν παραβλέπονται, βέβαια, τα ασφυκτικά χρονικά περιθώρια -μέχρι τέλος 2015- υλοποίησης των δεσμεύσεων-ενεργειών αυτών συνδυαστικά με την προώθηση 127 κομβικών ασφαλιστικών, εργασιακών και φορολογικών μεταρρυθμίσεων. Το εγχείρημα αξιολογείται πλέον δυσχερές, δεδομένης της επί τριμηνιαία βάση επικαιροποίησης των όρων της συμφωνίας λαμβανομένης υπόψη της επιτευχθείσας προόδου αναφορικά με τις μεταρρυθμίσεις του προηγούμενου τριμήνου.

Ενόψει της μεταρρυθμιστικής αγωνίας και ανησυχίας των αγορών, θεωρούμε ότι η εμπειρία του παρελθόντος επιβεβαιώνει πως η ικανοποίηση του κρίσιμου διακυβεύματος εθνικής μεταμόρφωσης με την υιοθέτηση των ανωτέρω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και του σταθερού εθνικού στρατηγικού στόχου μη απώλειας του ευρωπαϊκού κεκτημένου της χώρας ενδεικνύουν τρεις βασικές προϋποθέσεις:

1. Η πλήρης αξιοποίηση -με προοπτική το βέλτιστο αποτέλεσμα αναφορικά με την εφαρμογή πολιτικών επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων σχετικά με το δημόσιο έλλειμμα και δημόσιο χρέος- του μηχανισμού χρηματοδότησης του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων (European Fund for Strategic Investments, EFSI), γνωστού ως «πακέτο Juncker». Πρόκειται, ειδικότερα, για την κινητοποίηση ιδιωτικών πόρων προς χρηματοδότηση στρατηγικής σημασίας επενδύσεων, εντός ευρύτερου πλαισίου συνδρομής στην κάλυψη του επενδυτικού κενού, το οποίο κατά δραματική, αλλά ρεαλιστική διαπίστωση, υφίσταται ακόμα στην Ευρωπαϊκή Ενωση εξαιτίας in globo της τρέχουσας πρωτοφανούς σε ένταση και διάρκεια παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Αυτή η πρωτόγνωρη πρωτοβουλία του consortium Ε.Ε., Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και Ευρωπαϊκής Επιτροπής -σε «συνεννόηση» με τις αρμόδιες ελληνικές αρχές- για την διάχυση στο ελληνικό Κράτος 15 έως και 80 εκατ. ευρώ με τη μορφή επενδυτικών έργων, κρίνεται ως μια ουσιαστική δυνατότητα καταρχήν ευτυχούς εξόδου από την κρίση και, εν τέλει, μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. Η διαπίστωση είναι εύλογη, εάν συνεκληφθούν τα εξής κρίσιμα δεδομένα: αφενός, την διά του οικονομικού «πακέτου» ενίσχυση σειράς κρίσιμων κλάδων της σύγχρονης οικονομίας, όπως η ενέργεια, η εκπαίδευση και κατάρτιση με την έρευνα, οι τεχνολογίες πληροφορικής και καινοτομίας και το περιβάλλον. Αφετέρου, την χορήγηση της προαναφερόμενης χρηματοδότησης με τη μορφή χρηματοδοτικών εργαλείων (δανεισμός, παροχή εγγυήσεων) προς επιλέξιμες επιχειρήσεις και οργανισμούς με όρους ευνοϊκούς, λ.χ. χαμηλό επιτόκιο, μεγάλη διάρκεια αποπληρωμής, περιορισμένες εγγυήσεις από πλευρά επενδυτή κ.ο.κ.). Εφόσον, μάλιστα, στα ανωτέρω συνυπολογισθεί οι υπό αυστηρές προϋποθέσεις δυνατότητα εκταμίευσης συνολικής χρηματοδότησης ύψους 500 εκατ. ευρώ έως το 2020, γίνεται σαφώς αντιληπτό ότι η ταχεία και λυσιτελής απορρόφηση της γενναιόδωρης οικονομικής βοήθειας που δικαιούται, prima facie, το ελληνικό κράτος, διανοίγεται ως εφικτή και, ταυτόχρονα, μοναδική οδός πολιτικής υπευθυνότητας εν όψει του θεσμικού εγχειρήματος «απάντησης» στην οικονομική οπισθοδρόμηση και τις διαβρωτικές συνέπειες αυτής.    

2. Η τοποθέτηση κατάλληλων ατόμων στις καίριες κρατικές θέσεις για την εξορθολογική ανασυγκρότηση της πολύπαθης Δημόσιας Διοίκησης, εξαλείφοντας, κατά το δυνατό, αδράνεια, αδιαφάνεια και αναξιοκρατία, ανοχή στην ανομία και την ασυνέχεια της κεντρικής κρατικής πολιτικής, δηλαδή για την ποθητή προσαρμογή στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα.  

3. Η ριζική αλλαγή εθνικού παραγωγικού μοντέλου με την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και ναυτιλίας, την ενθάρρυνση της εξωστρέφειας και επιβράβευση των επενδυτικών πρωτοβουλιών μέσω σταθερού και συμπαγούς ρυθμιστικού και φορολογικού πλαισίου. Ηδη ολοκληρώθηκε επιτυχώς η συνδυαστική ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών συστημικών τραπεζών μέσω της DG Comp και του SSM (υπενθυμίζεται στον αναγνώστη ότι πρόκειται για την “The Directorate-General for Competition”, δλδ την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού και, τον Single Supervisory Mechanism (SSM), οργανισμό που συγκρότησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ως υπερ-επόπτη της σταθερότητας του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος). Για τον σκοπό αυτό, επιλέχθηκε η διαδικασία του βιβλίου προσφορών (book building) προς αποφυγή οδυνηρής συγχρηματοδότησης με επιθετικό bail in επεκτεινόμενο σε senior ομόλογα.   

Αν και με μεγάλη καθυστέρηση, πέραν των εθνικών και ευρωπαϊκών ρητορειών, τελικά, είναι μάλλον η με ψυχραιμία και επιμονή υλοποίηση των προαναφερόμενων ενεργειών που θα καθορίσει το εθνικό μας μέλλον. Κι αυτό, διότι κρίσιμη σημασία έχει όχι η «σπορά των ελπίδων», αλλά ο «θερισμός των βεβαιοτήτων», κατά την γλαφυρή επισήμανση του Προκόπη Παυλόπουλου (Π. Παυλόπουλος, Το Δημόσιο Δίκαιο στον Αστερισμό της Οικονομικής Κρίσης. Ο οικονομικός «Λαβύρινθος», ο νεοφιλελεύθερος «Μινώταυρος» και ο θεσμικός «Θησέας», Τόμος Πρώτος, Β΄ έκδοση, εκδ. Λιβάνη 2014, σελ. 532). 

 

Παναγιώτα Α. Μιχελή

Δικηγόρος, ΜΔΕ Δημοσίου Δικαίου, Master 2 Φιλοσοφίας του Δικαίου, ΥπΔΝ Φορολογικού Δικαίου, Διδακτορική ερευνήτρια Πανεπιστημίου Panthéon-Assas, Paris 2.

(αναδημοσίευση από το Περιοδικό της Ένωσης Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων Αθηνών, 2015, τεύχος 11).