Δευτέρα, 28 Δεκεμβρίου 2015 20:11

Βασίλης Ζαμπούνης Ι Διάλογος για την ελαϊκή πολιτική 

Γράφτηκε από την
Βασίλης Ζαμπούνης Ι Διάλογος για την ελαϊκή πολιτική 

Διάβασα πρόσφατα (eleftheriaonline.gr) δύο άρθρα του καλού δημοσιογράφου, γνώστη του ελαιολάδου (Καλαμάτα γαρ!) και φίλου Ηλία Μπιτσάνη. Να πω προκαταβολικά ότι χάρηκα και για το περιεχόμενο και για το ύφος των άρθρων.

Αλλωστε ο Ηλίας είναι από τους πιο ενημερωμένους γνώστες του ελαιολάδου στην Ελλάδα.                                              

Πρώτο απ' όλα για τις περίφημες αδασμολόγητες εισαγωγές 35.000 τόνων από την Τυνησία, που πρόσφατα συντάραξαν το κοινό του ελαιολάδου, και όχι μόνο. Ο Λιας, λοιπόν, αποτελεί έναν από τους ελάχιστους που κατ’ αρχήν γνωρίζει την πραγματικότητα. Οτι δηλαδή λόγω της «ενεργητικής τελειοποίησης», η αδασμολόγητη ποσόστωση με επιπλέον 35.000 τόνους αποτελεί μια συμβολική χειρονομία της ΕΕ χωρίς επίπτωση στην πραγματική αγορά και στις τιμές, οι οποίες πράγματι έπεσαν τον τελευταίο μήνα αλλά για άλλους λόγους… Και επίσης να προσθέσω ότι αντιμετώπισε το ζήτημα με ηπιότητα χωρίς να υποκύψει στον εύκολο συνδικαλισμό σχεδόν όλων των φίλων και «φίλων» του ελληνικού ελαιολάδου που ξαφνικά θυμήθηκαν να το υπερασπιστούν από τους Τυνήσιους. Να υπογραμμίσω εδώ ότι φέτος, όπως και το 2005, η τιμή που πουλάει ο Τυνήσιος ήταν υψηλότερη του Ελληνα ελαιοπαραγωγού (επίσημα στοιχεία IOC).                 Επίσης σωστές είναι οι επισημάνσεις του Λια και για άλλα θέματα, όπως η ελληνική απουσία σε στελέχη, ακόμη και απλούς υπαλλήλους στο Διεθνές Συμβούλιο Ελαιοκομίας, για τις προόδους της Τυνησίας σε όλα τα μέτωπα, για τον πόλεμο που το ιταλικό κράτος και οι εκεί επαγγελματικοί φορείς κήρυξαν εναντίον της απάτης και της νοθείας, επίσης για τα στοιχεία του IOC σχετικά με το κόστος της ελαιοκαλλιέργειας, για την παταγώδη αποτυχία της Εθνικής Διεπαγγελματικής (ΕΔΟΕΕ). Αλλωστε πρόκειται για θέματα που και το olivenews.gr έχει επανειλημμένα  αναδείξει.                                                

Η μόνη διαφωνία μου έγκειται στην άποψη ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε εθνική πολιτική για τον τομέα του ελαιολάδου. Ισα-ίσα πιστεύω, και το έχω γράψει στο παρελθόν, ότι έχουμε, απλώς δεν θέλουμε να την ομολογήσουμε δημόσια. Θα μου επιτρέψει λοιπόν να καταθέσω στον διάλογο αποσπάσματα από ένα πρόσφατο άρθρο μου στην εφημερίδα "Υπαιθρος Χώρα" και ένα σχόλιο για τη Μεσσηνία.

Ελλειψη εθνικής στρατηγικής;

Η πλειοψηφία όσων ασχολούνται με το θέμα, συχνά-πυκνά επισημαίνει ότι «δεν έχουμε μία εθνική στρατηγική», την οποία συνεπώς, θα πρέπει να καθίσουμε να την σχεδιάσουμε. Δεν διαφωνώ ότι θα πρέπει «να  καθίσουμε να την σχεδιάσουμε», όμως η πρώτη και μεγάλη κακοδαιμονία είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες, έχουμε εθνική στρατηγική. Απλώς είναι λαθεμένη και για ευνόητους λόγους προτιμάμε να την αποσιωπάμε. Ποια είναι αυτή; Μα είναι οι δύο εύκολες λύσεις:           Λύση 1η: Η εύκολη αλλά αδιέξοδη λύση των χύμα πωλήσεων: Το χύμα κυριαρχεί στη μεν εσωτερική αγορά με τον ανώνυμο 17κιλο «τενεκέ», στη δε διεθνή αγορά με τα βυτία (καράβια παλαιότερα) που το ελληνικό (έξτρα παρθένο) ελαιόλαδο φεύγει σε Ιταλία (κυρίως) και σε Ισπανία (δευτερευόντως). Μάλιστα, εδώ παρατηρείται και το εξής: Οι περισσότεροι κατηγορούν(!) τους Ιταλούς ότι «έρχονται και μας παίρνουν το λάδι μας χύμα, το αναμειγνύουν με δικά τους και τρίτων χωρών και το πουλούν σε ωραίες συσκευασίες, πανάκριβο, στη διεθνή αγορά». Πρόκειται περί αχαριστίας(!), αρκεί να σκεφτούμε τι θα κάναμε αυτούς τους 70-80.000 τόνους (το ένα τρίτο της παραγωγής μας) αν οι Ιταλοί έπαυαν να έρχονται προτιμώντας να αγοράζουν από Ισπανία, Τυνησία και αλλού. Κάτι που σταδιακά συμβαίνει και για αυτό άλλωστε τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές τιμές δέχονται πρόσθετες πιέσεις, ενώ οι Ελληνες πωλητές κάθε χρόνο αναρωτιούνται (μέσα τους) με αγωνία, «θα έρθουν οι Ιταλοί/Ισπανοί και τι τιμή θα μου δώσουν;». Αν υπολογίσουμε ότι το χύμα πουλιέται χωρίς προστιθέμενη αξία (βλέπε θέσεις εργασίας κ.λπ.), τουλάχιστον 1€ φθηνότερο από το επώνυμο τότε πραγματικά «πουλάμε τα πρωτοτόκια αντί πινακίου φακής». Ο παρακάτω πίνακας αποδεικνύει την πραγματικότητα.                                                                                      

Ελληνικές εξαγωγές την εμπορική περίοδο 2013/14 στις 7 μεγαλύτερες εισαγωγικές, μη ελαιοπαραγωγικές χώρες, σε αυτές δηλαδή που στηρίζεται το διεθνές εμπόριο. Τα στοιχεία για τη θέση της Ελλάδας είναι αποκαλυπτικά, απογοητευτικά και τα σχόλια περιττεύουν. Απλά να συμπληρώσουμε ότι η Ελλάδα είναι δεύτερη μετά την Ιταλία στα χρηματοδοτούμενα από την Ε.Ε. προγράμματα προώθησης αγροτικών προϊόντων και τροφίμων, συμπεριλαμβανομένου του ελαιολάδου.

* Σταθμισμένο σύνολο

Πηγή: Διεθνές Συμβούλιο Ελαιοκομίας (IOC)

Λύση 2η: Η εύκολη αλλά καταστροφική λύση των «πανωγραψιμάτων» των επιδοτήσεων: Στα χρόνια 1980-2000 το ελληνικό ελαιόλαδο εισέπραξε από άμεσες κοινοτικές επιδοτήσεις (α' πυλώνα) το αστρονομικό ποσό των 20 δισ. €, χώρια οι εισπράξεις του β' πυλώνα για πάγια (ελαιοτριβεία, δεξαμενές, τυποποιητήρια) και για διάφορες δράσεις παροχής υπηρεσιών. Αρα το δεύτερο που πρέπει να σκεφτούμε είναι τις χαμένες ευκαιρίες των δεκαετιών των «παχέων αγελάδων». Οι Ισπανοί αξιοποίησαν τις κοινοτικές επιδοτήσεις, ακολούθησαν έναν ενάρετο δρόμο, και για αυτό σιγά-σιγά ανέλαβαν την παγκόσμια ηγεμονία εκτοπίζοντας την Ιταλία από την πρώτη θέση που κατείχε από τον 19ο αιώνα, ή ακόμη και από τη ρωμαϊκή αρχαιότητα. Αντίθετα στην Ελλάδα, είδαμε το τυρί, που νομίζαμε ότι θα μας θρέφει αιώνια, αλλά δεν είδαμε τη φάκα. Αρκεί να θυμηθούμε ότι:                                                                                                          

• Η επιδότηση των ελαιοπαραγωγών απορροφούσε το 84% των συνολικών επιδοτήσεων, φθάνοντας ακόμη και στις απίθανες ποσότητες των 466 χιλ. τόνων(!;).   • Αντίστοιχα εξωπραγματικές ήταν οι ποσότητες (182 χιλ. τόνων) που εμφάνιζε η βιομηχανία ότι τυποποιούσε σε συσκευασίες έως και 5 λίτρων (επί 133 δρχ./κιλό το 1994!).                                                                                                                                                       

• Αντίθετα σχεδόν μηδενική ήταν η αξιοποίηση των επιδοτήσεων που εχορηγούντο για εξαγωγές επώνυμων τυποποιημένων (μόλις το 1% των συνολικών ελληνικών επιδοτήσεων ελαιολάδου), ίσως γιατί εδώ, επειδή μεσολαβούσαν τα τελωνεία τρίτων εκτός Ε.Ε. χωρών, να μην ήταν εύκολες οι απάτες και οι εικονικές δηλώσεις.                            

Αυτά λοιπόν τα «πανωγραψίματα», έστω και σιωπηλά, αποτέλεσαν το δεύτερο σκέλος της ελληνικής «εθνικής ελαϊκής στρατηγικής». Οταν άρχισε να αλλάζει η ΚΑΠ και το σύστημα των επιδοτήσεων, τότε το ελληνικό (όπως και το ιταλικό) ελαιόλαδο αναγκάστηκαν να δουν κατάματα την πραγματικότητα του σκληρού ανταγωνισμού. Πολύ φοβάμαι μάλιστα ότι και μετά το 2004 συνεχίζουμε καθηλωμένοι στο σταθμό να βλέπουμε τα τρένα (τις ευκαιρίες) να περνούν αναξιοποίητες, απλά τώρα το «πανωγράψιμο» άλλαξε μορφή και δεν αφορά πια στα κιλά των διαφόρων επιδοτήσεων αλλά έγινε πιο «σοφιστικέ» και μετατράπηκε στο «ποιοτικό πανωγράψιμο» των ποιοτικών παρακρατημάτων, των προγραμμάτων και ποιος να φωτίσει τα άδυτα…Renovarse o morir (Ανανέωση ή θάνατος) λένε οι φίλοι και ανταγωνιστές μας Ισπανοί. Αρα ένα πρώτο βασικό βήμα είναι να σταματήσουμε να λέμε ότι «δεν έχουμε εθνική στρατηγική». Να παραδεχθούμε ότι αυτή που έχουμε είναι αδιέξοδα καταστροφική, βολική μόνο για αρπαχτές λαμογιών και πολιτικαντισμούς. Και να κάτσουν σε ένα στρογγυλό τραπέζι όσοι πραγματικά αγαπούν, σέβονται και ζουν από το «εθνικό προϊόν» μας να χαράξουν μια πορεία που να λαμβάνει υπόψη τις διεθνείς επιστημονικές και οικονομικές εξελίξεις.  

Για τη Μεσσηνία

Ο Fausto Luchetti* είναι μια εμβληματική φυσιογνωμία του παγκόσμιου ελαιολάδου, καλός φίλος και γνώστης και των ελληνικών «ιδιαιτεροτήτων». Σε μία επίσκεψή του το 2002 είχε παρομοιάσει τη Μεσσηνία με την Τοσκάνη και είχε αναρωτηθεί γιατί οι Καλαματιανοί δεν μπορούν να δώσουν ταυτότητα και αναγνωρισιμότητα στο λάδι τους ώστε να το αξιοποιήσουν όπως οι Τοσκανέζοι (δες "Ελιά & Ελαιόλαδο", τ.27). Εκτοτε κύλησε πολύ νερό στ΄ αυλάκι. Επειδή δεν είχα την τιμή να προσκληθώ στις ημερίδες που συχνά πυκνά οργανώνονται στην Καλαμάτα τον τελευταίο καιρό, αναρωτιέμαι οι Μεσσήνιοι πόσο είναι ευχαριστημένοι από τις εξελίξεις; Πολλά εκατομμύρια εισπράχθηκαν και πολλά άλλα χάθηκαν (προγράμματα ΟΕΦ), έγιναν ελαιόλαδα κλιματικά ουδέτερα, μελέτες και πιστοποιητικά ότι η Μεσσηνία διαθέτει τις περισσότερες πολυφαινόλες, άλλαξε το ιδιοκτησιακό καθεστώς και μπήκαν στην Ενωση Συνεταιρισμών ιδιωτικά κεφάλαια, ολοκληρώθηκαν μεγάλες υπερσύγχρονες ξενοδοχειακές μονάδες, το ΠΟΠ για όλο το νομό, δύο αναγνωρισμένες ομάδες γευσιγνωσίας, ίσως και άλλα επιτεύγματα που μου διαφεύγουν. Ομως, σε τελευταία ανάλυση τι πραγματικά άλλαξε και γιατί κάποιοι αντικειμενικοί δείκτες όπως οι τιμές, οι ποσότητες που τυποποιούνται και εξάγονται, παραμένουν σε απογοητευτικά επίπεδα, στην Ελλάδα γενικότερα και στη Μεσσηνία ειδικότερα; Αν συνεχιστεί ο διάλογος θα μπορούσαμε αγαπητέ Ηλία να καταπιαστούμε αναζητώντας τα αίτια και τις προτάσεις λύσεων. Καλές γιορτές και ειρηνικό το 2016

* Ο Fausto Luchetti εργάσθηκε επί πολλά χρόνια ως ιεραρχικά δεύτερος στο τμήμα ελαιολάδου της Κομισιόν και στη συνέχεια ανέλαβε εκτελεστικός διευθυντής στο Διεθνές Συμβούλιο Ελαιοκομίας (IOC) όπου συνέδεσε τη θητεία του με τις επιτυχημένες εκστρατείες προώθησης της κατανάλωσης, ιδίως στις ΗΠΑ.

Του Βασίλη Ζαμπούνη στο olivenews.gr


NEWSLETTER