Δευτέρα, 08 Φεβρουαρίου 2016 20:25

Ελευθερία της έκφρασης και προπαγάνδα Ι Πιπίνα Κουμάντου

Γράφτηκε από την
Ελευθερία της έκφρασης και προπαγάνδα Ι Πιπίνα Κουμάντου

Αν κάτι πρέπει να αναγνωρίσουμε στην κυβέρνηση είναι ότι με τα καμώματά της έχει αφυπνίσει την κοινωνία από τον πολιτικό της λήθαργο. Ενώ παλιότερα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έβριθαν από φωτογραφικά ενσταντανέ, τώρα δειλά εμφανίζονται κάποιοι που παρεμβαίνουν και τοποθετούνται, χωρίς να είναι κομματικοί εγκάθετοι.

Μπροστά σε μια τέτοια ανάρτηση λοιπόν, έμεινα εμβρόντητη, όταν διαπίστωσα ότι το λεκτικό νεφέλωμα, που καλύπτει τον πρωθυπουργικό λόγο, έχει εισχωρήσει ακόμα και σε σπουδαγμένους ανθρώπους. Ορισμένοι θεωρούν πως η αρνητική κριτική, που ασκούν οι δημοσιογράφοι των ιδιωτικών τηλεοπτικών καναλιών στην κυβέρνηση είναι  προπαγάνδα και πιστεύουν ότι η άδεια χρήσης συχνοτήτων, «θα βάλει τάξη…». Εννοούν δυστυχώς ότι θα περιορίσει το δικαίωμα έκφρασης των δημοσιογράφων, που εργάζονται σε αυτά. Οι ίδιοι δεν ενοχλήθηκαν από το γνωστό ειδεχθές βίντεο του ΣΥΡΙΖΑ, που πρόβαλε η ΕΡΤ, ενώ έκριναν πως το κατέβασμα του γνωστού έργου του Εθνικού Θεάτρου προσέβαλε το δικαίωμα έκφρασης του συγγραφέα. Ολοι τους, δυστυχώς, διαμόρφωσαν άποψη και συνείδηση, ως «θύματα» της κυβερνητικής προπαγάνδας. Και εξηγούμαι: 

Η ελευθερία της έκφρασης, που περιλαμβάνει και την ελευθερία γνώμης και την ελευθερία λήψης και μετάδοσης πληροφοριών, είναι ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από όλες τις διεθνείς συνθήκες, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης κ.λπ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) μάλιστα έχει κρίνει πως ειδικά η ελευθερία έκφρασης της δημοσιογραφίας δικαιολογεί και κάποια δόση υπερβολής ή πρόκλησης και πως τα όρια άσκησης κριτικής κατά δημοσίων προσώπων είναι μεγαλύτερα. Το ίδιο δικαστήριο έχει κρίνει πως η ελευθερία της έκφρασης μπορεί να περιοριστεί σε κάποιες περιπτώσεις, όπως π.χ. με την απαγόρευση σε καταδικασμένο τρομοκράτη να δημοσιεύει οποιοδήποτε οπτικοακουστικό έργο, το οποίο θα αναφερόταν στα εγκλήματα για τα οποία είχε καταδικασθεί, ιδίως όταν αντιδρούν οι οικογένειες των θυμάτων και η κοινωνία.

Αντλώντας επιχειρήματα από τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, μπορούμε να προσδιορίσουμε την προπαγάνδα ως την «με αθέμιτα μέσα, δόλια και μεθοδευμένη προσπάθεια διείσδυσης στη συνείδηση του ατόμου, με σκοπό την μεταστροφή της». Πρόκειται δηλαδή για ένα είδος απάτης, όπου όμως ο σκοπός περιουσιακού οφέλους του δράστη της απάτης (απατεώνας) αντικαθίσταται από τον σκοπό του επηρεασμού και της αλλαγής, πολιτικών κυρίως, πεποιθήσεων (εδώ ο δράστης λέγεται  πολιτικός απατεώνας ή προπαγανδιστής). «Αθέμιτα μέσα», κατά το ΕΔΔΑ πάντα, είναι η κατάχρηση θέσης εξουσίας αλλά και η απομόνωση φράσεων, με σκοπό την αλλοίωση του νοήματος των λεγομένων, αφού οι ίδιες φράσεις, στο πλαίσιο που ειπώθηκαν, μπορεί να είχαν διαφορετικό νόημα. Οταν οι δημοσιογραφικές δηλώσεις είναι αξιολογικές κρίσεις και έχουν επαρκή πραγματική βάση, το ΕΔΔΑ λέει ότι το κράτος είναι υποχρεωμένο να μην επεμβαίνει, γιατί αλλιώς θα παραβιάζει την ελευθερία της έκφρασης.  

Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει πως τον τελευταίο χρόνο στη χώρα μας, την κοιτίδα της δημοκρατίας, έχουν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους φαινόμενα ολοκληρωτισμού και παραβιάσεις βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η δημόσια τηλεόραση, που αποτελεί την επίσημη «φωνή της Ελλάδας» στον κόσμο, καταχράστηκε τη θέση της και προέβαλε σε δορυφορική μετάδοση βίντεο, το οποίο περιείχε απομονωμένες σκηνές δημοσιογραφικών πάνελ και είχε ηχητική κάλυψη που στοχοποιούσε δημοσιογράφους ως «διαπλεκόμενους με τα συμφέροντα», παρά το γεγονός ότι τα όσα έλεγαν ήταν αξιολογικές κρίσεις, που δεν στερούνταν, εδώ που τα λέμε, «επαρκούς πραγματικής βάσης». Αντιθέτως μάλιστα… Το δικαίωμα των δημοσιογράφων στην ελεύθερη μετάδοση πληροφορίας και στην κριτική προς δημόσια πρόσωπα, το δικαίωμα στην ελεύθερη λήψη πληροφορίας των τηλεθεατών, ήτοι το δικαίωμα έκφρασης όλων και διαμόρφωσης της πολιτικής τους συνείδησης, παραβιάστηκαν από την κυβερνητική προπαγάνδα. Την ίδια στιγμή, ο δημόσιος θεατρικός φορέας, το Εθνικό μας Θέατρο χρηματοδότησε την παραγωγή θεατρικού έργου, βασισμένου στα κείμενα καταδικασμένου για συμμετοχή σε τρομοκρατικές ενέργειες, υποκριτικά στηρίζοντας την ελευθερία του στην έκφραση. Μα... με ποια λογική αλληλουχία στερείται κάποιος της ελευθερίας, καταδικαζόμενος από τη δικαιοσύνη (που τον άκουσε και έκρινε και του έδωσε όλα τα δικαιώματα άσκησης ενδίκων μέσων) σε ισόβια δεσμά, ενώ την ίδια ώρα, όχι μόνο διατηρεί βασικά ατομικά δικαιώματα, όπως αυτό της ελευθερίας της έκφρασης, αλλά και χρηματοδοτείται από το ίδιο το κράτος η μετάδοση της γνώμης του και των ιδεών του; Είναι αλήθεια, δυστυχώς, ότι το Σύνταγμά μας δεν κατοχυρώνει άμεσα την ελευθερία στην  έκφραση, όπως κάνουν όλα τα σύγχρονα Συντάγματα, παρά μόνο έμμεσα με το άρθρο 28, που ορίζει ότι όλες οι διεθνείς συνθήκες ισχύουν ως εθνικό δίκαιο. Στο ελληνικό Σύνταγμα κατοχυρώνεται ρητά μόνο η ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης και απαγορεύεται ο προσηλυτισμός(θρησκευτική προπαγάνδα). Αυτό σημαίνει ότι οι προσπάθειες όλων μας, και ιδίως κάθε υπεύθυνου πολιτικού, θα πρέπει να προσανατολίζονται στον εκσυγχρονισμό και την φιλελευθεροποίησή του ελληνικού Συντάγματος, με την ρητή κατοχύρωση των βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων (ελευθερία στην έκφραση, στην ασφάλεια, στη σκέψη, στη συνείδηση, στην πληροφόρηση, στην εκπαίδευση κ.λπ.). Οταν θα γίνει αυτό, θα αποσαφηνιστεί τι μπορεί να λέγεται και πώς, τι συνιστά ελεύθερη ενημέρωση και τι χειραγώγηση, ποιος θα βάζει τους κανόνες μετάδοσης πληροφορίας ή όχι και οι, μόνο κατ’ όνομα ακόμα ανεξάρτητες αρχές, όπως το ΕΣΡ θα γίνουν πραγματικά αδέσμευτες και ανεξάρτητες. 

Οσο οι απροσδιοριστίες παραμένουν, τόσο τα ευάλωτα σημεία και οι παραλείψεις του Συντάγματος θα «εργαλειοποιούνται» για την άσκηση κοινωνικής χειραγώγησης και προπαγάνδας, από αυτούς που δεν πιστεύουν ότι δεσμεύονται από τις συνθήκες και τις αποφάσεις των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ενωσης και παριστάνουν ότι δεν κατανοούν πως «η ελευθερία βασικά είναι ελευθερία για όσους σκέφτονται διαφορετικά», όπως είπε η μεγάλη κυρία της Αριστεράς Ρόζα Λούξεμπουργκ.   

 

Της Πιπίνας Π. Κουμάντου

Δικηγόρου

 

 


NEWSLETTER