Σάββατο, 22 Νοεμβρίου 2014 11:54

Αλλαγές χρωμάτων - Μνήμες καλοκαιριού σε ένα φθινοπωρινό τοπίο

Γράφτηκε από την
Αλλαγές χρωμάτων - Μνήμες καλοκαιριού σε ένα φθινοπωρινό τοπίο

Το καλοκαίρι φέρνει μαζί του όλες τις χάρες της κατοίκησης της υπαίθρου. Μνήμες που παραπέμπουν σε ένα παρελθόν οριστικά χαμένο. Θυμάμαι τις εφήμερες μετακινήσεις για ύπνο στη βεράντα του σπιτιού μας, κοντά στα γνώριμα δέντρα του μικρού κήπου με την  ευωδιά του γιασεμιού, είτε στην ταράτσα τις πιο ζεστές νύκτες κάτω από τον έναστρο ή σκοτεινό ουρανό με πανσέληνο ή με αστροφεγγιά.

Μαζεύουν σιγά-σιγά τα τραπεζοκαθίσματα, οι ομπρέλες αποσύρονται σταδιακά, και κάποια μπόρα στα ψηλότερα δεν είναι πλέον δροσιά αλλά προανάκρουσμα των επόμενων μικρών η­μερών. Αποσύρονται οι φωνές από τις αμμου­διές, μένουν μονάχα έρ­μαια κάτι σπασμένες πλαστικές καρέ­κλες, σακούλες νάιλον, κάποιες ψάθες που ολοκλήρωσαν την αποστολή τους. Στους λίγο πριν πολυσύχναστους δρό­μους των μικρών πόλεων έχουν αρθεί οι απαγορεύσεις της κυκλοφορίας και τα μαγαζιά με τα γλυκά του κουταλι­ού, τα μέλια και τα αναμνηστικά έχουν βγάλει έξω στο δρόμο καρέκλες, καιρός να μιλήσουν μετα­ξύ τους πλέον οι γείτο­νες, οι ξένοι που απέ­μειναν στη βόλτα είναι όλο και πιο λίγοι.

Έτσι αποσύρεται ο καιρός, μετατρέπεται σε ένα ακόμη παρελ­θόν, ένα τέλος. Το ίδιο και το φως. Γίνεται λι­γότερο, αλλάζει χρώ­ματα και αποχωρεί νωρίτερα.

Πόσο αλλιώς ήταν τρεις μήνες, τέσ­σερις πριν! Η ίδια ερημιά στις εξοχές, οι παραλίες με λιγοστούς πιστούς, τα μαγαζιά ακόμα κλειστά και οι καρέ­κλες στους δρόμους έξω, σε δρόμους με ελάχιστους ξένους. Αλλά τότε όλα ήταν μπροστά. Ακόμα κι οι βροχές μύριζαν αλλιώς. Δεν σε τρομοκρατούσαν.

Κάπως έτσι γίνεται πάντα με όλες τις πορείες. Κι αν πούμε, όπως λέμε πάντα, πως αυτός είναι ο αέναος κύ­κλος της ζωής, κι αν εξαντλήσουμε ό­λες τις δόσεις αισιοδοξίας που διαθέ­τουμε στις εφεδρείες της σκέψης μας, και πάλι δεν θα γλιτώσουμε από τη λύ­πη των απωλειών. Γιατί το καλοκαίρι υποσχέθηκε μια αθανασία. Και τώρα δείχνει ανίκανο να υπερασπίσει τις υ­ποσχέσεις του. Κι εμείς τότε δεν είχα­με μυαλό παρά για τρεχούμενα νερά, γαλάζιες και πράσινες ημέρες και α­ναστολή χρεών πάσης φύσεως. Εύπιστοι σε κάθε προσδοκία που μας πα­ρείχε.

Πάντα όμως έρχεται η εποχή των λογαριασμών. Οι γιορτές λαμβάνουν τέλος, ό,τι θεωρήθηκε αθάνατο κι απαραβίαστο αποδεικνύεται θνητό και ευάλωτο και όλα τα σχέδια, ακόμα κι αν δεν αποδείχτηκαν πλάνες, έρχεται ο καιρός να δοκιμάσουν την αντοχή τους σε δυσκολότερες, έως αντίξοες συνθήκες. Σ’ αυτά τα δύσκολα, καμιά φορά κι οδυνηρά φθινόπωρα, επαληθεύο­νται (ή διαψεύδονται) οι όρκοι που δόθηκαν στις αίθριες. Κι αν κάθε τέλος εποχής είναι η αρχή μιας άλλης, κανέ­νας δεν ξέρει αν αυτή η άλλη θα είναι καλύτερη, ξέρει όμως πως το τέλος εί­ναι τέλος, με όλη τη λύπη που περιέχε­ται σε ένα τέλος. Γιατί εκεί, στο από­γευμα, λίγο πριν σβήσει εντελώς το φως, την ώρα της μετάβασης από τη μια κατάσταση στην άλλη, έρχονται οι πιο δύσκολες σκέψεις. Και θέλεις δύ­ναμη και κουράγιο να τις περάσεις χω­ρίς θανάσιμο τραυματισμό.

«Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι/σαν ένα τετράδιο που μας κού­ρασε γράφοντας μένει/γεμάτο διαγραφές α­φηρημένα σχέδια/στο περιθώριο κι ερωτημα­τικά, γυρίσαμε/στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν/στον καθρέφτη μέσα στο ηλεκτρικό φως/σφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι/στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ’ τις πιπε­ριές/καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώ­νουν/χιλιάδες χλωμές προσωπίδες./ Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε/στη μονα­ξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες...».

Είναι Σεφέρης βέβαια, και τον αναζήτησα (πάλι) μες στη μελαγχολία της επιστροφής, της γενικής μελαγχολίας του «τέλους των διακοπών» -για τους απανταχού της Γης δεσμώτες της «παραγωγής», των « ωραρίων» και των «κουτιών» της μεγαλούπολης, τσιμεντούπολης στα καθ’ ημάς  απ’ ό,τι ακούω και διαβάζω... Μες στη μελαγχολία της μισοάδειας Αθήνας-μετά «τις θαλασσινές σπηλιές «και «τ’ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού»- όπου το γκρίζο διαχέεται ως τις πλάκες των πεζοδρομίων, όταν δεν τις βα­ραίνει, κάνοντάς τες αόρατες, το πλήθος!

Η θάλασσα είναι μολυβιά και τυρκουάζ το φθινόπωρο, στα πόδια των βουνών όπου τα κυκλάμινα ανθίζουν, κι εσύ να πρέπει να την αφήσεις, να πεις «τέλος» και να γυρίσει εδώ, στη μεγάλη πόλη, όπου τα σπίτια μισάνοιχτα ετοιμά­ζονται σιγά - σιγά για τη σιωπή του χειμώνα... Τα κοιτάζω απέναντι, τις τέντες που ανεβαίνουν, τα τζάμια που κλείνουν, κάτι πλαστικές σακούλες, κάτι ρούχα που ανεμίζουν, ένα ποδήλατο, μια άσπρη καρέκλα, μια βιαστική ανθρώπινη φι­γούρα, ένας σκύλος - μια ποίηση υγρή και θολή σαν ομίχλη διαχέεται παρ' όλα αυτά στην ατμό­σφαιρα, γλιστράει ως κάτω στα πεζοδρόμια...

Αντίδοτο, προς στιγμήν, στη ζούγκλα και τις αμέτρητες μικρές και μεγαλύτερες ζούγκλες, όπου μας οδηγούν η ειδησεο­γραφία και η αναπαράστασή της σε εικόνα· και όπου το πιο άγριο, το πιο διψασμένο για σάρκα και αίμα θηρίο τους είναι το χρή­μα... Με κάτι τεράστια ρουθούνια που οσμίζονται τα πάντα, που σε αρπάζει στα γαμψά του νύχια, σε κάνει δούλο του, σε μεταλλάσσει, βγάζοντάς σου τη γλώσσα. «Money... money... money...», τραγουδούσε στο «Καμπαρέ» η Λίζα Μινέλι. «Το χρώμα του χρήματος», θυμάμαι τον τίτλο της μεγάλης κινηματογραφικής επιτυχίας του Χόλιγουντ...

Φθινόπωρο, το αισθάνεσαι πια να κατεβαίνει και στην γκρίζα Αθήνα -το είδα προχθές στα πρώτα μπουκετάκια με κυκλάμινα του βου­νού στο καλαθάκι της Ελένης, στη γνωστή γω­νιά της, στο Σύνταγμα... Και στις σταγόνες της πρώτης περαστικής βροχής. «Άξιον εστί της μικρής βροχής το λυπημένο πρόσωπο», θυμάμαι και κλείνω μ’ αυτόν τον στίχο του Ελύτη σήμερα.

* Ο Βαγγέλης Πάλλας είναι δημοσιογράφος, Freelancer. Διαπιστευμένος στην Ε.Ε. - Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και βραβευμένος για άρθρα του από την Ε.Ε.

Pallas.eu@gmail.com


NEWSLETTER