Τετάρτη, 14 Δεκεμβρίου 2016 15:36

Επί Τάπητος: Χωρίς αγροτική πολιτική δεν πάμε πουθενά...

Γράφτηκε από τον
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Πέρα από τι “παίζει” στην τοπική ειδησεογραφία, εκείνο που απασχολεί περισσότερο τις συζητήσεις είναι η υπόθεση του ελαιολάδου. Και όχι μόνο στα χωριά, αλλά και στις πόλεις καθώς ένας πολύ μεγάλος αριθμός παραγωγών ζει σε αυτές. Κατά κύριο επάγγελμα αγρότες και ετεροαπασχολούμενοι μετράνε και ξαναμετράνε, αλλά ο φετινός λογαριασμός δεν βγαίνει.

Οι λόγοι είναι γνωστοί, οι ζημιές κατανέμονται χωρικά με διαφορετικό τρόπο, ο πανικός που δημιουργήθηκε από τα πρώτα μηνύματα περιέπλεξε ακόμη περισσότερο τα προβλήματα. Ενα τμήμα της παραγωγής έχει καταστραφεί ολοσχερώς είτε επειδή βρέθηκε στο χώμα, είτε επειδή αντί για ελαιόλαδο βγήκε... γράσο. Οταν ακούς οξύτητες μέχρι και 2,5 βαθμούς, μπορείς να καταλάβεις το μέγεθος της ζημιάς για ορισμένο κόσμο. Και όσοι το κρατούν για ιδιοκατανάλωση, κάτι και παρηγοριά. Εκείνοι όμως που εμπορεύονται το ελαιόλαδο είναι αντιμέτωποι με τη χειρότερη χρονιά ίσως εδώ και δεκαετίες. Το φαινόμενο ασφαλώς δεν είναι καθολικό, αλλά κατά πως δείχνουν τα πράγματα, η ζημιά έχει ακουμπήσει όλους. Αλλοτε στην “τσιμπημένη” οξύτητα, άλλοτε με την εξαιρετικά μειωμένη παραγωγή από καρπόπτωση και ακαρπία, άλλοτε με τη βιασύνη για συγκομιδή που οδηγεί σε μικρές αποδόσεις, άλλοτε γιατί “έφαγαν” την παραγωγή καιρικά φαινόμενα από χαλάζι μέχρι ανεμοστρόβιλοι. Ολα αυτά εξηγούν την “πρωτοκαθεδρία” της ελαιοσυλλογής στην καθημερινότητα, δυστυχώς αυτή τη χρονιά με αρνητικό πρόσημο. Σε αντιδιαστολή με τη διαπίστωση αυτή βρίσκεται μια άλλη η οποία αφορά στην απουσία σοβαρής ενασχόλησης των καθ' ύλην αρμοδίων με την υπόθεση αυτή. Με αποτέλεσμα να διαπιστώνει κανείς τελικά ότι δεν υπάρχει κανένας ο οποίος να ανησυχεί στοιχειωδώς με τέτοια ζητήματα, την ώρα που ουδείς επίσης φείδεται δηλώσεων επί παντός (άλλου) επιστητού. Το αίσθημα της αδικίας και της πίκρας είναι διάχυτο ανάμεσα στους παραγωγούς, που αισθάνονται ανυπεράσπιστοι και στο έλεος των εχθρών της σοδειάς τους.

Και όμως, η υπόθεση δεν αφορά μόνον στους παραγωγούς αλλά στο σύνολο της τοπικής οικονομίας. Η ζημιά ανέρχεται σε εκατομμύρια και αυτά θα λείψουν όχι μόνον από την τσέπη των παραγωγών, αλλά και από την τοπική αγορά η οποία τροφοδοτείται παντοιοτρόπως από το εισόδημα που “παράγει” η ελαιοκαλλιέργεια. Αλλωστε έχει εξελιχθεί πλέον σε μονοκαλλιέργεια για το μεγαλύτερο τμήμα της Μεσσηνίας, με εξαίρεση τους μικρούς ή μεγάλους θύλακες κηπευτικών και καλλιέργειες σταφίδας, σύκων και πατάτας. Που έχουν μεγάλο ειδικό βάρος τοπικά, αλλά αυτό μειώνεται σημαντικά στο συνολικό αγροτικό εισόδημα του νομού. Ολοι θέλουμε να ελπίζουμε ότι ακούγονται σε ορισμένες περιπτώσεις υπερβολές, αλλά κατά πως φαίνεται η κατάσταση συνολικά είναι χειρότερη σε μια πολύ δύσκολη στιγμή. Αυτός ο ρόλος τον οποίο παίζει το ελαιόλαδο στη ζωή της υπαίθρου και την οικονομία του τόπου, θα έπρεπε και να ανησυχεί και να κινητοποιεί τους τοπικούς παράγοντες. Πλην όμως διαπιστώνει κανένας ότι η αυτοδιοίκηση καθεύδει τον ύπνον του δικαίου, αδυνατώντας ακόμη και να επουλώσει επαρκώς τις ζημιές στο αγροτικό δίκτυο από τις πλημμύρες. Το γεγονός ότι κανένας δήμος δεν έχει οργανώσει Γραφεία Αγροτικής Ανάπτυξης προσανατολισμένα στην υποστήριξη της αγροτικής παραγωγής, στερεί τη δυνατότητα της άμεσης επαφής με το πρόβλημα και το μέγεθός του και της εξαγωγής κατά τόπους συμπερασμάτων, έτσι ώστε να μπουν οι βάσεις για αποτελεσματική πρόληψη των κινδύνων. Οσο για το κράτος και την Περιφέρεια, όλο και περισσότερο δείχνουν ότι είναι θεσμοί απόμακροι για την σκληρή καθημερινότητα του αγρότη.

Εδώ και πάρα πολλά χρόνια επιμένω σταθερά στην άποψη ότι οι παράγοντες θα πρέπει να αντιληφθούν ότι η γεωργία είναι ο “αιμοδότης” της τοπικής οικονομίας με μεγάλη συμβολή στην οικονομία της χώρας και τις εξαγωγές. Και ως εκ τούτου θα πρέπει να ασχοληθούν σοβαρά με αυτή, σταματώντας να εκστασιάζονται με την “τουριστική ανάπτυξη”, για την οποία βεβαίως εκτός από την κατανάλωση εργατοωρών και την επίδειξη λογοδιάρροιας δεν κάνουν και τίποτε σοβαρό. Ο τουρισμός αναπτύσσεται τυχαία και με το χρόνο συνειδητοποιείται ότι εκτός από σημειακά οφέλη, τα πραγματικά είναι δυσανάλογα των προσδοκιών. Το φετινό καλοκαίρι ήταν χαρακτηριστικό της πραγματικότητας που διαμορφώνεται. Η περιοχή βούλιαζε από κόσμο, αλλά στα ταμεία μπήκαν λιγότερα χρήματα. Και αυτό αποτελεί πλέον τάση, καθώς η κρίση βαθαίνει και το διαθέσιμο εισόδημα των μεσαίων στρωμάτων που μπορούν να κάνουν διακοπές, μειώνεται διαρκώς. Και πέρα από αυτό, στον τομέα κυριαρχεί εργασιακή ασυδοσία με απολύτως ελαστικές μορφές κακοπληρωμένης και ανασφάλιστης πολλές φορές εργασίας. Οταν η ανεργία -ιδιαίτερα στους νέους- βρίσκεται σε ασύλληπτα ύψη, οι ελεγκτικοί μηχανισμοί ανύπαρκτοι και τα συμφέροντα μεγάλα, αυτή η κατάσταση μοιάζει πλέον ως απολύτως φυσιολογική. Επισημάνσεις αναγκαίες για την προσγείωση σε μια πραγματικότητα την οποία οι περισσότεροι κάνουν πως δεν βλέπουν. Ούτε και τα σωματεία των εργαζομένων που δυστυχώς βουλιάζουν στην ανυποληψία και την απαξίωση.

Από το δάκο μέχρι την ανασφάλιστη εργασία η απόσταση είναι μικρή. Και έχει να κάνει με την τοπική οικονομία, τα χαρακτηριστικά και την προοπτική της. Η Μεσσηνία δεν έχει μόνον παραλίες, έχει κάμπους και βουνά κάτι το οποίο αδυνατούν να αντιληφθούν οι άρχοντες όλων των επιπέδων. Και να σχεδιάσουν μια συνολική παρέμβαση, μια στρατηγική που θα βασίζεται στην πραγματικότητα και όχι στις επιθυμίες των τοπικών παραγόντων και τα συμφέροντα διαφόρων λόμπι που επηρεάζουν κατευθύνσεις και δράσεις αφανώς από το παρασκήνιο. Πέρα από κάθε αμφισβήτηση η Μεσσηνία δεν βρίσκεται σε κάποιο θερμοκήπιο ανεπηρέαστη από την κρίση που σαρώνει τη χώρα. Ούτε μπορεί να αναπτυχθεί την ώρα που ο τόπος βουλιάζει. Ομως επίσης πέρα από κάθε αμφισβήτηση, υπάρχουν ζητήματα τα οποία ανεξαρτήτως πολιτικής οφείλουν όλες οι δυνάμεις να στηρίξουν ως “εκ των ων ουκ άνευ” προϋπόθεση για την πορεία στο μέλλον. Επιστροφή λοιπόν στο αρχικό και την μόνιμη επωδό αμέτρητων άρθρων: Η Μεσσηνία δεν έχει μέλλον χωρίς φροντίδα για την αγροτική της παραγωγή. Και τέτοια πρέπει να επιδείξουν δήμοι, Περιφέρεια και κράτος. Ο κίνδυνος της εγκατάλειψης των καλλιεργειών θα μεγαλώνει όσο περνούν τα χρόνια και δυσκολεύουν τα πράγματα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά. Αν αυτή η “υποψία” υπήρχε πάντοτε, τώρα έχουμε περάσει πλέον σε μια νέα φάση και χωρίς σοβαρές αλλαγές είναι ορατός ο κίνδυνος της κατάρρευσης. Χωρίς αγροτική πολιτική δεν πάμε πουθενά και θα πρέπει να την απαιτήσουμε από εκείνους που εξουσιοδοτούμε να διαφεντέψουν τις τύχες του τόπου. Και η τυφλή προσαρμογή στον αυτόματο πιλότο της ΚΑΠ, μόνον αγροτική πολιτική δεν συνιστά.

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 14 Δεκεμβρίου 2016 14:20