Τετάρτη, 11 Οκτωβρίου 2017 17:57

Οταν λες “Καλαμάτα” και σου απαντούν “olives”

Γράφτηκε από τον
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(1 Ψήφος)

Ο καιρός τους είναι, οι χοντρολιές άρχισαν να μαυρίζουν, προσωπικά πήρα το πρώτο χέρι από αυτές της αυλής καθόσον από παράδοση το εμβληματικό αυτό προϊόν δεν λείπει ποτέ από το σπίτι.

Η αναφορά σε πρώτο πρόσωπο για ένα προϊόν μοναδικής αξίας η οποία αναγνωρίζεται μόνον στα λόγια. Τα όσα έχουν σχέση με αυτό δεν είναι μονοσήμαντα και δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως τέτοια.

Πάμε λοιπόν να αρχίσουμε με ιστορία. Ο Εβλιά Τσελεμπί, σημαντικός Οθωμανός περιηγητής, πέρασε από την περιοχή κάπου στα 1668 και περιέγραψε τον τόπο και τους οικισμούς, τους ανθρώπους και τις καλλιέργειες. Στη Μεσσηνία εκείνο που τράβηξε ιδιαίτερα την προσοχή του ήταν οι ελιές. Για την Αρκαδιά (Κυπαρισσία) γράφει: “Οι ελιές, όταν είναι φρέσκες, τρώγονται σαν τους χουρμάδες γιατί δεν πικρίζουν”. Κατεβαίνει και φθάνει στη Μεθώνη για την οποία σημειώνει ότι “παράγει τις καλύτερες ελιές στον κόσμο”. Για την Κορώνη μας πληροφορεί: “Στους Ρωμιούς, τους Αραβες και τους Πέρσες οι ελιές της Κορώνης είναι περισσότερο φημισμένες απ' αυτές της Δαμασκού. Δεν έχω ξαναδεί τόσο σκληρή και γλυκιά ελιά. Από δω στέλνουν δώρο στον Σουλτάνο χυμό λεμονιού, ελιές και ελαιόλαδο μέσα σε κατάλληλα δοχεία”. Και σχεδόν παντού βεβαίως βλέπει ελιές. 

Τα αποσπάσματα είναι χαρακτηριστικά για τη φήμη που είχαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι ελιές της Μεσσηνίας. Και εκ των πραγμάτων αναδεικνύουν τη βρώσιμη ελιά ως οργανικό στοιχείο του τοπικού πολιτισμού. Με την καλλιέργεια και επεξεργασία της να φθάνει σε μεγάλο βάθος χρόνου που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε. Βεβαίως από πρώτη άποψη οι καταγραφές του Τσελεμπί παραπέμπουν σε... γκουρμέ προϊόν της εποχής, πλην όμως όλοι γνωρίζουμε ότι η βρώσιμη ελιά είναι συνδεδεμένη με την τοπική διατροφική κουλτούρα και ορισμένες φορές χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο τη φτώχειας: “Με ψωμί και ελιές” είναι η έκφραση για το φτωχικό φαγητό στο σπίτι ή στο χτήμα, ενίοτε εμπλουτισμένο και με κρεμμύδι. Και στο καπηλειό με ελιές συνόδευαν το κρασί, κάτι που αντιμετωπίζαμε με απαξία οι νεότεροι ως... μεζέ, αλλά επανέρχεται ως γκουρμέ σε μπαρ για “ψαγμένους”. Δείγμα γαστρονομική “ισχύος” ενός προϊόντος που καταφέραμε να απαξιώσουμε.

Σε αυτή τη διαδρομή η ελιά έγινε ιδιαιτέρως δημοφιλής στη Μεσσηνία και κάποτε δεν έλειπε από τα σπίτια ως προϊόν οικοπαραγωγής, φιλέματος ή και αγοράς από τον μπακάλη. Πέρα από την ποικιλία αναπτύχθηκε και η τεχνική διατήρησης, καθόσον παρά τα όσα γράφει ο Τσελεμπί, όσο και να είναι γλυκιά, ούτε σαν χουρμάς τρώγεται, ούτε διατηρείται χωρίς παραμονή σε άλμη. Το χάραγμα και αυτή η τεχνική είναι εκείνη που κάνει τη διαφορά και έκανε γνωστή την “ελιά Καλαμών” παγκοσμίως. Και ας μην μπλέξουμε τα γραφειοκρατικά “Καλαμών”, “Καλαμάτας” και πάει λέγοντας, που έχουν να κάνουν με την εμπορία της ελιάς και την ονομασία προέλευσης. Ετσι λέγανε τότε την πόλη, έτσι έγινε γνωστή και η ελιά από το λιμάνι εξαγωγής της (γιατί και στην υπόλοιπη Ελλάδα, τα εμπορεύματα με πλοίο πήγαιναν μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα). Με όποιες διαφορές, η οικοτεχνική παραγωγή χαρακτηρίζεται από την υψηλή ποιότητα και την ενσωμάτωση λαϊκής τεχνογνωσίας στην τοπική διατροφική κουλτούρα. Και φυσικά το εμπορικό προϊόν, ακόμη και εκείνο που χαρακτηρίζεται ως “ονομασίας προελεύσεως”, έχει διαφορά από εκείνο της οικοτεχνίας ακόμη και αν παρασκευάζεται προσεκτικά και με ανάλογες τεχνικές. Από την ώρα που “περπάτησε” η “ελιά Καλαμών” στο εξωτερικό και έγινε γνωστή, κατέληξε περιζήτητη και για πολλές χρήσεις πέρα από την παραδοσιακή. Κάποτε όταν ξεκίνησε να λειτουργούν το Ιντερνετ και οι μηχανές αναζήτησης στην Ελλάδα, όταν έβαζες λέξη κλειδί “Καλαμάτα” εμφανίζονταν πρώτα αμέτρητοι σύνδεσμοι που αφορούσαν βρώσιμες ελιές. Μάλιστα το πλέον εντυπωσιακό που είχα συναντήσει ήταν εκείνο που ανέφερε πως πολλά αμερικανάκια θεωρούν ότι οι ελιές φυτρώνουν στις... πίτσες αφού εκεί τις συναντούσαν συνεχώς. Με έναν τρόπο ανεξήγητο από εμπορική άποψη, οι ελιές μας έκαναν παγκόσμια... καριέρα.

Εκείνες περπατούσαν και εμείς τις εγκαταλείπαμε. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 είχαν γίνει εκτεταμένες φυτεύσεις βρώσιμων ελιών και μάλιστα ποτιστικών, καθώς το προϊόν είχε ζήτηση στην αγορά. Αλλά μετά ήρθαν οι επιδοτήσεις και η επέκταση της κατανάλωσης λαδιού, αλλά και οι εκριζώσεις φυτειών δύο άλλων σημαντικών τοπικών προϊόντων, της σταφίδας και των σύκων. Πολλές φυτείες βρώσιμης ελιάς έγιναν ελαιοποιήσιμης, όπως και οι... πρώην φυτείες σταφίδας και συκιάς. Η καλλιέργεια συρρικνώθηκε σε σημείο να... εισάγουμε ελιές από το Αγρίνιο ή τη Λακωνία που σε αντίθεση με τη Μεσσηνία αναδείχθηκαν σε σημαντικούς παραγωγούς της ποικιλίας που καλλιεργούσαμε παραδοσιακά στη Μεσσηνία. 

Η απουσία αγροτικής πολιτικής και ενδιαφέροντος για την παραγωγή οδήγησε σε απίστευτες στρεβλώσεις. Οι ανά τον κόσμο ανταγωνιστές άρχισαν να καλλιεργούν μαύρες ελιές που τις βάφτισαν “Καλαμάτας” εκμεταλλευόμενοι τη φήμη της. Φθάσαμε στο σημείο να φέρνουν οι απατεώνες ελιές από Χιλή, Τουρκία και αλλού, να τις ελληνοποιούν και να τις πλασάρουν στην (εσωτερική και εξωτερική) αγορά ως “Καλαμάτας”. Το γενετικό υλικό δεν κατοχυρώθηκε διεθνώς, οι ελιές βγήκαν εκτός διεθνών εμπορικών συμφωνιών και στην Ελλάδα μπλέξαμε άσχημα με την υπόθεση της “ονομασίας προέλευσης”. Με το κέντρο βάρους της παραγωγής εκτός Μεσσηνίας είναι σαφές ότι δημιουργείται ένα σημαντικό θέμα τόσο στο επίπεδο της παραγωγής όσο και σε αυτό της εμπορίας. Κάθε πλευρά και περιοχή πιέζει για αλλαγές στη ρύθμιση της “ονομασίας προέλευσης” η οποία θα είναι προς όφελός της. Ρυθμίσεις έρχονται και αποσύρονται, μια ατέρμονη συζήτηση που δεν έγινε τότε που έπρεπε να γίνει, και οι “ονομασίες προέλευσης καθιερώθηκαν όχι μόνον χωρίς εθνική αλλά και χωρίς τοπική στρατηγική.

Και άλλη φορά από αυτή τη στήλη έχω γράψει ότι αυτό το ζήτημα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με μια πολιτική συμφωνία σε πανελλαδικό επίπεδο, αφού συνυπολογισθούν όλες οι παράμετροι. Το τοπικό παιχνίδι κομμάτων και πολιτευόμενων, οι ρυθμίσεις σε κλειστά γραφεία και χωρίς συναίνεση, δημιουργούν μεγαλύτερη σύγχυση. Δεδομένων όλων αυτών και της δυστοκίας, δεν μένει παρά να συζητήσουμε την τεράστια δυναμική που κρύβει για την πόλη και τη Μεσσηνία η ελιά “Καλαμάτας”. Αλλαξα επίτηδες τη θέση των εισαγωγικών για να τονίσω πως η ελιά αποτελεί το ασφαλέστερο όχημα για την αξιοποίηση της “προέλευσης της ονομασίας” και να αντιστρέψω τη φράση που αφορά το προϊόν. Η Καλαμάτα είναι “ο τόπος της ελιάς” και ως τέτοιος θα πρέπει να καλέσει τους πολίτες του κόσμου να την επισκεφθούν για να γνωρίσουν πού παράγεται το προϊόν που όλοι αγαπούν. Και ακόμη πώς παράγεται και πώς μπορούν να το παρασκευάσουν οι ίδιοι συμμετέχοντας στη διαδικασία. Αλλά και πόσα σπουδαία ακόμη παράγονται σε αυτό τον τόπο. 

Φυσικά αυτή η συλλογιστική αποτελεί τον “πυρήνα” μιας ιδέας που στην πράξη μπορεί να απευθυνθεί με διαφορετικούς τρόπους σε διαφορετικό κοινό κάθε φορά: από εκείνους που θα μπορούσαν να έρθουν για να γνωρίσουν την “πατρίδα” της “ελιάς Καλαμάτας”, μέχρι εκείνους που θα ήθελαν να διευρύνουν τις γαστρονομικές τους εμπειρίες. Αλλά και να γνωρίσουν την ιστορία μέσα από το δέντρο, καθώς η ελαιοποιήσιμη φθάνει μέχρι τους μυκηναϊκούς χρόνους κατά πώς αποδεικνύουν τα ευρήματα. Και αποτελεί το “δίδυμο” προϊόν με τη βρώσιμη, με την ίδια ποιότητα και ανάλογες διατροφικές ιδιότητες. 

Ας επιχειρήσουμε να χτίσουμε το “μύθο” για τη φιλοξενία του επισκέπτη, πάνω σε εκείνο που του είναι περισσότερο οικείο ή γνωστό από οτιδήποτε άλλο. Πόσοι δεν έχουμε πει τη λέξη “Καλαμάτα” στο εξωτερικό, για να ακούσουμε αμέσως “olives”;

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 11 Οκτωβρίου 2017 15:56