Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Τετάρτη, 06 Φεβρουαρίου 2019 13:54

Επί Τάπητος: Οι βροχές και οι υποδομές, μια παλιά ξεχασμένη ιστορία...

Γράφτηκε από τον
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(1 Ψήφος)

Οι βροχές είναι πάντα ευπρόσδεκτες σε τέτοιους καιρούς και ας δυσφορούν οι θεωρούντες ως καλό καιρό την... ατελείωτη λιακάδα. Τα προβλήματα είναι αναπόφευκτα, αλλά το “στοίχημα” είναι να “προλαμβάνονται” κάθε φορά.

Η αναφορά σχετίζεται πρωτίστως με τα πολύ μεγάλα προβλήματα τα οποία εμφανίστηκαν στον Ταΰγετο, ατυχώς σε προεκλογική περίοδο, με αποτέλεσμα να πετροβολάει ο ένας παράγοντας τον άλλον και όλοι μαζί... αλλήλους. Αντί να καθίσουν όλοι μαζί και να οργανώσουν ένα σχέδιο κατά το δυνατόν ταχύτερης αποκατάστασης των προβλημάτων, να αναζητήσουν τα πραγματικά αίτια και να καταλήξουν στα αναγκαία έργα υποδομής, αποποιούνται ευθύνες και προσπαθούν να ψαρέψουν στην ανθρώπινη αγανάκτηση και αγωνία. Με το βουνό καμένο και τους δρόμους (ολόκληρων δεκαετιών ή και νεότερους) πρόχειρα κατασκευασμένους, τα φαινόμενα που εμφανίστηκαν θα έπρεπε να είναι αναμενόμενα. Δεν εμφανίστηκαν νωρίτερα και επαναπαύθηκαν όλοι -οι χειμώνες έβγαιναν με λίγες σχετικά βροχές και χιόνια. Ο φετινός χειμώνας όμως ήταν διαφορετικός, ήδη υπάρχουν φαινόμενα πλημμύρας υπογείων από την άνοδο της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα ακόμη και μακρύτερα από τις παραλίες. Αν κάτι χρειάζεται να γίνει, είναι μια σοβαρή προσπάθεια μελέτης των αιτίων και προσδιορισμού των μέτρων, ώστε να αποκατασταθεί η ασφάλεια σε επικοινωνίες και κατοικίες. Με διαφορετικά λόγια (επι)στροφή της προσοχής όλων στα έργα υποδομής που διασφαλίζουν μακροπρόθεσμα το συμφέρον των πολιτών και του τόπου. Και το νερό είναι πηγή ζωής, αλλά μπορεί να μεταβληθεί σε παράγοντα καταστροφής εφόσον δεν γίνουν οι απαραίτητες επεμβάσεις.

Και επειδή τα νερά του Ταϋγέτου και ο Νέδοντας είναι μια κρίσιμη υπόθεση για την ασφάλεια στο βουνό και την πόλη, θα επιχειρήσω και πάλι μια αναδρομή στο παρελθόν με τη βοήθεια των στοιχείων τεχνικής μελέτης του Δασαρχείου Καλαμάτας, η οποία έχει δημοσιευτεί στη “Σημαία” το 1937. Σύμφωνα λοιπόν με αυτήν “ο χείμαρρος φαίνεται να είναι εν δράσει προ του 1875 κατά πολύ, διότι κατά το έτος τούτο ο εκδοθείς γεωλογικός χάρτης του Φίλιπσον σημειώνει ολόκληρον δέλτα εις τας εκβολάς του μήκους περίπου τριών χιλιομέτρων. Παραλλήλως αι συγκεντρωθείσαι υφ’ ημών πληροφορίαι από συγχρόνους γέροντας 60-85 ετών φέρουν τα πρώτα έργα αμύνης διά προβόλων περί το 1880 και βραδύτερον μέχρι του 1890 τους παραλλήλους τοίχους εγκιβωτισμού. Προ του εγκιβωτισμού τούτου ο χείμαρρος εκχυνόμενος εις την πόλιν διήρχετο διά της σημερινής οδού Αριστομένους και εξέβαλεν εις τον λιμένα προ του κτηρίου του Τελωνείου. Εντεύθεν εξηγείται και το γεγονός ότι την πρώτην διά την διευθέτησιν του χειμάρρου τούτου μέριμναν κατέβαλεν η Λιμενική Επιτροπή Καλαμών μέχρι του έτους 1930, ότε συνέστη το Ειδικόν Υδραυλικόν Ταμείον Νέδοντος, διότι προσεχώνετο ο λιμήν. Μερίμνη της Λιμενικής Επιτροπής Καλαμών το γραφείον Μελετών Υδραυλικών Εργων του υπουργείου Συγκοινωνίας διά του Παγκαρόλα κατά τα έτη 1921-1923 εμελέτησε το Νέδοντα και συνέταξε τας αντιστοίχους μελέτας διά την ορεινήν και διά την πεδινήν κοίτην του Νέδοντος”.

Ασφαλώς και δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη η έκφραση για γέροντες... 60 ετών με βάση τα δεδομένα της εποχής, οι οποίοι αφηγούνται ότι ο Νέδοντας ήταν πολύ βαθύς ακόμη και στις αρχές του 20ού αιώνα: “Γέροντες κάτοικοι των Καλαμών αναφέρουν τα ακόλουθα: Η κοίτη εντός της σημερινής πόλεως ήτο πολύ βαθεία, στενή και άνευ περιτοιχισμάτων. Τινές υπολογίζουν το συνολικόν ύψος των σημερινών τοίχων εγκιβωτισμού εις 8-9 μέτρα, κατά συνέπειαν δε τον πυθμένα της παλαιάς άνευ προσχώσεων και από της σημερινής στάθμης των προσχώσεων, ευρισκομένης εις το αυτό επίπεδον μετά του καταστρώματος των παραλλήλων οδών εις βάθος 6-7 μέτρων περίπου. Οσονδήποτε υπερβολική και να θεωρηθή η πληροφορία αύτη γεγονός είναι, μαρτυρούμενον υπό πλείστων, ότι προ εικοσαετίας η στάθμη της κοίτης ήτο κατά το ύψος διτρόχου και ανθρώπου ισταμένου ορθίου επ’ αυτού, διότι ταύτα διήρχοντο κάτωθεν των γεφυρών, συνεπώς 2,50 μέτρα τουλάχιστον χαμηλότερα”.

Στην έκθεση γίνεται αναφορά στις δύο μεγάλες πλημμύρες που σκόρπισαν φόβο και θλίψη για τις καταστροφές στην πόλη. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το 1924 δεν έριξε ούτε σταγόνα στην πόλη αλλά το νερό έφτασε το ένα μέτρο στον Αγιο Νικόλαο: “Μέχρι του 1870, ότε κατεσκευάσθη η μεσαία γέφυρα διά λιθοκτίστων βάθρων, αι υπάρχουσαι ξύλιναι γέφυραι επικοινωνίας συχνά κατεστρέφοντο. Ως πλημμύραι καταστρεπτικαί αναφέρονται δύο. Η του 1885 ή 1886 και του 1924. Ατυχώς και για τας δύο δεν υπάρχουν βροχομετρικά στοιχεία ελλείψει βροχομέτρων τόσον εις την ορεινήν λεκάνην όσον και εις τας Καλάμας (κατά την πλημμύραν του 1924 το υπάρχον βροχόμετρον του σταθμού Καλαμών δεν σημειοί την πτώσιν βροχής διότι εις τας Καλάμας δεν έβρεξε). Αναφέρεται επίσης και μια πλημμύρα του 1863 περίπου. Καθ’ όλας αυτάς, και κυρίως του 1863 και 1885 μη υπάρχοντος κανενός προασπιστικού έργου αι ζημίαι εις κτίσματα και ανθρώπινον ακόμη υλικόν ήσαν τεράστιοι. Αναφέρουν ότι το 1863 απετέθησαν παρά την σημερινήν αγοράν και την οδόν Αριστομένους υλικά μέχρι ύψους 1,5 μέτρου, ζώα φορτωμένα ξυλάνθρακες παρεσύρθησαν μέχρι της θαλάσσης, άνθρωποι κ.λπ. Διά την νεωτέραν πλημμύραν του 1924, την οποίαν οι περισσότεροι ενθυμούνται εν Καλάμαις, υπάρχουν περισσότεραι πληροφορίαι, βεβαιούται κυρίως το γεγονός της καθόδου αφθόνου υλικού και υδάτων, υπερπηδώντων εις τινά σημεία τους παραλλήλους τοίχους. Βεβαιούται ότι παρά τον Αγιον Νικόλαον η στάθμη των υδάτων διερχομένων εκείθεν, είχε ανέλθει περί το ένα μέτρον. Πλείστα υπόγεια προσεχώθησαν, εμπορεύματα ομοίως παρεσύρθησαν μέχρι θαλάσσης”.

Ομως για να επιστρέψουμε από εκεί που ξεκινήσαμε, από τα φαινόμενα μετακίνησης εδαφών στον Ταΰγετο, θα πρέπει να τονίσουμε ότι είναι μια διαδικασία αιώνων που εντοπίζεται στη μελέτη του 1937: “Εις την ορεινήν λεκάνην απορροής συναντά τις παλαιάς και νέας διαβρωσιγενείς επιφανείας και βαθείας ολισθήσεις, των οποίων αιτία είναι η βαθμιαία δασική αποψίλωσις εις το βορειοανατολικό τμήμα της λεκάνης λόγω της γεωλογικής του συστάσεως. Ειδικώς πρέπει να μνημονευθούν αι παλαιαί ολισθήσεις βαθείαι η της θέσεως Λιβανίστρα, υπέρ την οποίαν παρατηρούνται εμφανείς σχισμαί του εδάφους, υπέρ τον Μαχαλά του χωρίου Αλαγωνία και παρά τας Πηγάς εις την θέσιν Χριστοδουλέικα, η οποία μάλλον ως κατακρήμνισις δύναται να χαρακτηρισθή. Επίσης απαντά τις πολλαχού το τοπωνύμιον Βυθισμένα, τουθ’ όπερ σημαίνει παλαιάν εκεί κατακρήμνισιν ή ολίσθησιν, της οποίας αποτέλεσμα είναι αι παρουσιαζόμεναι σήμερον εκεί απότομοι διαβρωσιγενείς επιφάνειαι”. Και η μελέτη προέβλεπε μια σειρά από επεμβάσεις για την αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων σε διάφορα σημεία της ορεινής λεκάνης Νέδοντα.

Αξίζει να σημειωθεί πως ένα χρόνο νωρίτερα (τον Αύγουστο του 1936) δημοσιεύτηκε ένας μικρός απολογισμός των έργων που είχαν γίνει από τα “συνεργεία δασολόγων και δι’ επιστασίας” με βάση τη μελέτη που είχε εκπονήσει ο τότε δασάρχης Γ. Μαρίνος που είχε παρουσιάσει σημαντικό έργο. Μεταξύ άλλων είχαν κατασκευαστεί 46 τσιμεντολιθοδόμητα φράγματα στερεώσεως κοιτών, 31 ξηρολιθοδόμητα φράγματα, 7 ξύλινα φράγματα στερεώσεως και χιλιόμετρα από κλαδοπλέγματα, τοίχους και άλλα έργα, ενώ είχαν γίνει φυτεύσεις σε 3.500 στρέμματα. Στη μελέτη του 1937 υπάρχει πλήρης τεχνική αναφορά στο σύνολο των φραγμάτων που είχαν κατασκευαστεί με βάση τη μελέτη Παγκαρόλα με τις τροποποιήσεις που είχαν γίνει. Ενώ προβλεπόταν πλήθος επεμβάσεων για να περιοριστούν πλημμυρικά φαινόμενα και ολισθήσεις εδάφους. Γεγονός που καταδεικνύει την προτεραιότητα και την ανάγκη των έργων υποδομής, που εθεωρούντο αυτονόητα πριν από 80 και περισσότερα χρόνια, αλλά σήμερα οι αρμόδιοι θα θυμούνται μετά τις καταστροφές και αντιδικούν για τις ευθύνες.

Εκείνη η έκθεση περιλάμβανε και μια φράση με την οποία κλείνει εν είδει προειδοποίησης το σημερινό σημείωμα: “Γενικώς ο Νέδων και σήμερον ακόμη αποτελεί δαμόκλειον σπάθην διά τους κατοίκους των Καλαμών”.

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 06 Φεβρουαρίου 2019 13:29