Τετάρτη, 02 Σεπτεμβρίου 2015 20:08

Επί τάπητος: «Λευκές Νύχτες» και «Χαρούμενες Κυριακές»

Γράφτηκε από τον
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(7 ψήφοι)
Επί τάπητος: «Λευκές Νύχτες» και «Χαρούμενες Κυριακές»

"Λευκή Νύχτα", με τον περισσότερο κόσμο από τις άλλες μου είπαν φίλοι έμποροι. Αυτοί πούλησαν, ο κόσμος διασκέδασε, η πόλη φαντασιώθηκε μεγαλεία, τι το καλύτερο από την ψευδαίσθηση; Εννοείται πως οι εκπτώσεις μπορούσαν να έχουν γίνει και ημέρα, οι καταναλωτές να αγόραζαν όλη την περίοδο του σκόντου, οι ξενύχτηδες να χτύπαγαν σουβλάκια κάθε πρωί στις 5 και ο χαβαλές να ήταν μόνιμος το καλοκαίρι σε κέντρο και συνοικίες. Η ομαδική φαντασίωση του «ευ ζειν» έστω και για μια νύχτα όμως, είναι άλλο πράγμα. Το κακό δεν είναι το γενικό τζέρτζελο -αντιθέτως θα έλεγε κανείς ότι αυτό λειτουργεί εκτονωτικά- αλλά όταν αυτό γίνεται ιδεολογία.

Εισαγωγικό «καλαμπουράκι» -ενδεχομένως ενοχλητικό για ορισμένους, ίσως και πολλούς- για μια ιστορία που δεν μπορεί να αλλάξει την σκληρή πραγματικότητα. Η οποία δεν μπορεί να κρυφτεί με όσες «Λευκές Νύχτες» και «Ανοιχτές Κυριακές» θα μπορούσαν να καθιερωθούν τοπικά ή νομοθετικά. Η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι η «μικρομεσαία οικονομία» έχει καταρρεύσει και δεν πρόκειται να «αναστηθεί» όσες υποσχέσεις να δώσουν οι διαφόρων επιπέδων παράγοντες. Καταστήματα έκλεισαν και θα συνεχίσουν να κλείνουν όχι μόνον γιατί η πολιτική των επόμενων χρόνων θα είναι υφεσιακή, αλλά γιατί στην πραγματικότητα -και εξ αιτίας αυτής- έχει καταρρεύσει το καταναλωτικό μοντέλο το οποίο με τόση επιμέλεια και απάτη φιλοτέχνησαν τις τελευταίες δεκαετίες εκείνοι που διαφέντευαν τις τύχες του τόπου. Οι εποχές που ο Παπαντωνίου προέβλεπε λίγο πριν την κάλπη το δείκτη του Χρηματιστηρίου, οι τραπεζικοί εργολαβικοί σε ξυπνούσαν τη νύχτα για διακοποδάνειο και η κοινωνία θεωρούσε ότι μπορεί να ανασαίνει με "αέρα", πέρασαν ανεπιστρεπτί. Μετά από 5 χρόνια σκληρής λιτότητας και παράδοσης στις ορέξεις των πλέον επιθετικών κύκλων της αγοράς, είναι προφανές ότι το "Greek dream" ήταν θνησιγενές και η συνέχιση αυτής της πολιτικής ενταφιάζει τις ελπίδες των αφελών και εύπιστων. «Παραμύθι» και «παράδεισος» ως πολιτική αφήγηση είναι προφανές ότι στέλνουν τη μπάλα στην κερκίδα.

Απαισιόδοξα θα μου πείτε, αλλά δεν βλέπω και κανέναν λόγο να πιστεύω το αντίθετο. Αν σε κάτι πιστεύω και επιμένω, είναι η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας και η ανάλογη πολιτική συμπεριφορά. Και εδώ υπάρχουν διαφορετικές πολιτικές αφηγήσεις. Η μία του «success story» στις διάφορες παραλλαγές με την πρόσδεση στην ιδεολογία του «ευρώ» και η άλλη της ειλικρίνειας που θα έπρεπε να ξεκαθαρίζει στους πολίτες ότι σε συνθήκες παγκοσμιοποιημένης αγοράς και κυριαρχίας του κερδοσκοπικού κεφαλαίου, ο δρόμος της αξιοπρέπειας προϋποθέτει σύγκρουση και θυσίες. Εύκολος δεν είναι κανένας δρόμος, οι πολίτες έτσι και αλλιώς θα επιλέξουν το δικό τους. Με τη μόνη διαφορά ότι θα είναι και υπεύθυνοι των επιλογών τους. Χωρίς να αναζητούν στους άλλους την ευθύνη για τη δική τους στάση την κρίσιμη στιγμή. «Αιρετικά» και απρόσμενα ίσως για κάποιους αλλά θα πρέπει να τελειώνουμε με την ιστορία των (πολιτικών) θαυματοποιών. Η γλώσσα της ειλικρίνειας δεν σημαίνει και υποταγή ασφαλώς στα όσα επιδιώκουν και επιβάλλουν οι «δανειστές» (για εταίρους ούτε λόγος). Σημαίνει και αντίσταση εν γνώσει των συνεπειών χωρίς ωραιοποιήσεις, ακόμη και αν αυτό σημαίνει απώλεια ψήφων από τους μη διαθέσιμους. Και φυσικά δεν σημαίνει επαγγελία παραδείσων όταν μεταφυσικά πάρουν κάποιοι την εξουσία για να πραγματώσουν τις επιθυμίες των ανθρώπων.

Τώρα θα μου πείτε «πού το πάει ο ποιητής», καθόσον δεν είθισται να παρεμβαίνω πολιτικά από μια στήλη που φιλοδοξεί να αναδείξει τα τοπικά προβλήματα. Δεν το πάει λοιπόν πουθενά ο ποιητής, το πράγμα πάει μόνο του. Και έχει να κάνει με την αρχική περί «Λευκής Νύχτας» τοποθέτηση. Το ζήτημα των μικρομεσαίων δεν αντιμετωπίζεται με «παραισθησιογόνες» επεμβάσεις, η κοινωνική κατάθλιψη δεν αντιμετωπίζεται με το «χαβαλεζόν» μιας χρήσεως, ο πολιτισμός δεν νεκρανασταίνεται με το λαϊκισμό (από οπουδήποτε και αν προέρχεται για να μην ξεχνιόμαστε. Χρειάζεται μια άλλη ευρωπαϊκή και παγκόσμια τάξη πραγμάτων η οποία δεν μπορεί να έρθει ως νυχτερινή ενόραση ολίγων εκλεκτών των «απρόσωπων» αγορών, αλλά ως μια προσπάθεια αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων και ανατροπής της κρατούσας αντίληψης για την οικονομία και τις λύσεις που μπορεί να δοθούν. Τώρα θα μου πείτε τι δουλειά έχει ο μπαρμπα-Μήτσος με το καφενείο με την παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Μάλλον είναι η εποχή που το καταλαβαίνει ο ίδιος βλέποντας να λείπουν από τον πελάτη του και τα 70 λεπτά που κάνει ο καφές (για να γνωρίζουν οι πρωτευουσιάνοι πόσο κάνει ο καφές σε ορισμένα χωριά). Εκείνο που δεν καταλαβαίνει είναι πώς είναι δυνατόν να φταίει αυτός για το κατάντημα της χώρας και όλοι εκείνοι που προσπαθούσαν να επιβιώσουν με την καθημερινή δουλειά στο καφενείο, το χωράφι, την οικοδομή, το γραφείο.

 Εν κατακλείδι: Η ζημιά που έχει γίνει στον «κορμό» των «μικρομεσαίων» επιχειρήσεων, όπως προσδιορίζονται από τα ελληνικά δεδομένα, είναι ανεπανόρθωτη και διαρκώς αυξανόμενη όσο συνεχίζεται η από πενταετίας κρατούσα πολιτική λιτότητας που περιορίζει δραματικά την κατανάλωση. Απλές ιστορίες πολιτικής οικονομίας που ξεχάστηκαν από τους λογιστές της πολιτικής ορθότητας. Στο όνομα της οποίας δεν καταστράφηκαν μόνον απλές εμπορικές δραστηριότητες αλλά και παραγωγικές ή υγιείς επιχειρήσεις. Για μια ακόμη φορά πρέπει να γίνει κατανοητό ότι το πλήγμα είναι ανεπανόρθωτο και για ορισμένους κλάδους απλώς δεν έχει φθάσει ακόμη η ώρα της περιδίνησης. Η στεφάνη όλο και στενεύει ακουμπώντας και εκείνους που δεν πίστευαν ποτέ ότι θα κινδυνεύσουν να βάλουν λουκέτο. Η πρόγευση των όσων θα ακολουθήσουν έχει δοθεί, άλλωστε κατά πως φαίνεται η κυβέρνηση μόνον υπηρεσιακή δεν θα είναι, τουλάχιστον όπως είχαμε γνωρίσει σε προηγούμενες αναμετρήσεις. «Λευκές Νύχτες», «Χαρούμενες Κυριακές», εκπτώσεις, προσφορές, διαλύσεις και διάφορες άλλες πρωτοβουλίες μάλλον προσομοιάζουν σε θεραπεία με «πλασέμπο» φάρμακα. Η αντιμετώπιση της κρίσης απαιτεί άλλο δρόμο, προφανώς συγκρουσιακό και δύσκολο, τον οποίο πρέπει να ανιχνεύσουν οι δυνάμεις που επαγγέλλονται ανατροπές. Η ευκολία του παράδεισου ετελεύτησε ακολουθώντας την τύχη των μικρομεσαίων. Πολλοί εκ των οποίων δεν μπορούν εδώ και καιρό πλέον να ανταποκριθούν ακόμη και στις ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις.

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 02 Σεπτεμβρίου 2015 18:12

NEWSLETTER