Δευτέρα, 26 Αυγούστου 2013 12:52

Μια ιστορική καλλιέργεια σε φθίνουσα πορεία

Γράφτηκε από τον
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(1 Ψήφος)
Μια ιστορική καλλιέργεια σε φθίνουσα πορεία

 

Βραδάκι με λίγη κίνηση και ο νεαρός σερβιτόρος του καφέ έχει χρόνο για συζήτηση.

 

 

Και εντελώς αιφνιδιαστικά με ρωτάει: «Εχω 10 στρέμματα χωράφι, τι θα μου συστήνατε να καλλιεργήσω;». Φυσικά δεν είχα σκεφτεί ποτέ να δώσω καλλιεργητικές οδηγίες, άλλωστε αυτό θα έπρεπε να είναι δουλειά των υπηρεσιών και των ειδικών. Γνωρίζω όμως ότι πολλοί νέοι (και όχι μόνον) άνθρωποι πέφτουν θύματα των θεωριών για τις νέες καλλιέργειες δαπανώντας χρήματα και εργατοώρες χωρίς αντίκρισμα. Ξεκινήσαμε λοιπόν τη συζήτηση διά των αποκλεισμών, καταλήξαμε στις δενδρώδεις και κάποια στιγμή με ρωτάει πάλι: «Τι θα λέγατε να φυτέψω συκιές;». Ηταν και ο δεύτερος αιφνιδιασμός καθώς φαίνεται ότι ο νεαρός φίλος μου το δούλευε στο μυαλό του και συγκέντρωνε γνώμες. Μπορεί να μην είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότης, αγαπάει όμως τη γη, έχει μια εμπειρία από άλλα κτήματα της οικογένειας, θέλει να εκμεταλλευτεί την ιδιοκτησία του και αναζητεί την κατάλληλη καλλιέργεια.

Το δεύτερο ερώτημα υποδηλώνει και μια βαθύτερη σχέση με την παράδοση και μια διαίσθηση για την επιτυχία μιας τέτοιας καλλιέργειας που έχει εδραιωθεί στην περιοχή μας εδώ και αιώνες, συνεχιζόμενη μέσα από αντιξοότητες.

Λίγες ημέρες αργότερα φυλλομετρώντας τα παλιά βιβλία του πατέρα μου, έπεσα στα περί τη γεωπονία βιβλία του. Και σε ένα μικρό βιβλιαράκι με τίτλο "Μεσσηνιακή συκή" και υπότιτλο «Μελέτη από την πράξιν». Γραμμένο από τον Ν. Κανάση ιδρυτή και διευθυντή της Γεωπονικής και Συνεταιριστικής Σχολής Καλαμών. Αγνοώ την ιστορία της εν λόγω σχολής και ασφαλώς αυτή αποτελεί ένα θέμα προς έρευνα. Εδώ όμως έχουν ιδιαίτερη αξία ορισμένα πράγματα: Το πρώτο έχει να κάνει με την τοπικότητα του προϊόντος το οποίο διακρίνεται από τα σύκα άλλων περιοχών, όπως φαίνεται και από το περιεχόμενο. Το δεύτερο με το γεγονός ότι ακόμη και με υποτυπώδη μέσα γινόταν έρευνα για την καλλιέργεια. Και το τρίτο ότι κάτω από δύσκολες συνθήκες γινόταν προσπάθεια ενημέρωσης των παραγωγών.

Ανάμεσα στις δύο εποχές έχουν περάσει 80 και πλέον χρόνια. Μια καλλιέργεια που είχε απλωθεί σε όλη τη Μεσσηνία, αποτέλεσε στοιχείο παραγωγικής ταυτότητας για την περιοχή και έζησε κόσμο, συρρικνώθηκε και απαξιώθηκε σταδιακά και ορμητικά από την εποχή που η επιδότηση έστρεψε τους παραγωγούς στην ελαιοκαλλιέργεια. Σε αυτή την απαξίωση πρωταγωνίστησε η Συκική που από συνεταιριστική οργάνωση προάσπισης των συμφερόντων παραγωγών, μεταβλήθηκε εδώ και δεκαετίες σε έναν σκληρό κομματικό ρουσφετολογικό μηχανισμό. Ο οποίος μάλιστα ξεκινούσε από τα ίδια τα αποστειρωτήρια και το χαρακτηρισμό των σύκων ο οποίος πολλές φορές μόνον με ποιοτικά κριτήρια δεν γινόταν, καθώς οι αποστειρωτές αποτελούσαν κομματικές και προσωπικές επιλογές.

Η Συκική διαχειρίστηκε τεράστια ποσά και θα έπρεπε να είναι μια πανίσχυρη συνεταιριστική οργάνωση με παρέμβαση από την έρευνα και την παραγωγή, μέχρι την τυποποίηση και την εμπορία. Δυστυχώς μόνον ως τέτοια δεν λειτούργησε και ουσιαστικά ουδέποτε αποτέλεσε οργάνωση των συκοπαραγωγών, αλλά ήταν πάντα η απόληξη των συσχετισμών στις εκλογές των Ενώσεων Συνεταιρισμών που συμμετείχαν.

Η συκοπαραγωγή χρειαζόταν μια ομπρέλα όχι μόνον για τις αποζημιώσεις με τις οποίες για χρόνια γινόταν και πολιτικό παιχνίδι, αλλά για να ανανεωθεί η καλλιέργεια, να ενθαρρυνθούν οι παραγωγοί, να ανοίξει η αγορά και να αποτελέσει η καλλιέργεια στήριγμα της οικονομίας για ολόκληρη τη Μεσσηνία. Συνέβη το ακριβώς αντίθετο με αποτέλεσμα να μείνει η περιοχή με το σκωπτικό ερώτημα… τι φρούτα παράγει και με γερασμένες κατά βάση φυτείες.

Οι τοπικοί παράγοντες πηγαίνουν στη "Γιορτή Σύκου" και εκφωνούν λογίδρια, την ώρα που η μοναδική βιομηχανία η οποία παράγει κομπόστα από νωπά σύκα υποχρεώνεται να εισάγει πρώτη ύλη από την Ισπανία για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Οσο για το καλό αποξηραμένο σύκο σπανίζει όλο και περισσότερο, καθώς η παραγωγή συρρικνώνεται και οι δυνατότητες επιλογής περιορίζονται.

Δυνατότητα αναστροφής φυσικά και υπάρχει. Μπορεί να στηριχτεί στην ταυτότητα, την καταλληλότητα των εδαφών, τις διαθέσιμες εκτάσεις και τις αναζητήσεις νέων καλλιεργητών. Αυτή προϋποθέτει όμως αναστροφή και της σημερινής κατάστασης πιστωτικής ασφυξίας που διαμορφώνεται στο χώρο της γεωργίας, εγκατάλειψης των ερευνητικών κέντρων, απουσίας στοιχειώδους οργάνωσης, προγραμματισμού αλλά και κινήτρων. Δηλαδή συνολική αλλαγή πολιτικής στην αγροτική οικονομία.

 

Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι οι παραγωγοί θα πρέπει να μείνουν με σταυρωμένα τα χέρια περιμένοντας… θεόπεμπτες αλλαγές. Αυτές προϋποθέτουν ενεργοποίηση πρωτίστως των ενδιαφερομένων και την οργάνωσή τους έτσι ώστε να απαιτήσουν τη διαμόρφωσης πολιτικής και τις αλλαγές που είναι αναγκαίες για να μην περάσει και αυτό το προϊόν στο ράφι της ιστορίας.

Ηλίας Μπιτσάνης

Τελευταία τροποποίηση στις Δευτέρα, 26 Αυγούστου 2013 12:55

NEWSLETTER