Πέμπτη, 17 Σεπτεμβρίου 2015 22:39

"Σινέ Οασις"στο Διαβολίτσι από το 1957 (βίντεο και φωτογραφίες)

Γράφτηκε από την

«Φέτος κλείσαμε νωρίς γιατί έφυγε γρήγορα ο κόσμος, όμως δυστυχώς φοβάμαι πως ο κινηματογράφος θα κλείσει διά παντός λόγω φορολογίας, αφού πλέον με θεωρούν επιτηδευματία».

Με αυτή τη φράση ο Γιώργος Ξουραφάς, στα 80 του πλέον χρόνια περιγράφει το πώς η φορολογική πραγματικότητα δίνει τέλος στο όνειρό του, πρόωρα, παρά τα πολλά του χρόνια, αφού θεωρεί πως το Σινέ Όασις στο Διαβολίτσι Μεσσηνίας θα μπορούσε για πολλά χρόνια ακόμα να χαρίζει όμορφες κινηματογραφικές στιγμές στους κατοίκους και τους επισκέπτες της ευρύτερης περιοχής. Γι’ αυτό όμως χρειάζεται να  υπάρξουν  κίνητρα από την Πολιτεία λέει και φυσικά κάθε άλλο παρά φορολογία.

Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΒΟΥΝΟΥ

Ένα όνειρο που γεννήθηκε στα 18 του, όταν με έναν μηχανικό ο κ. Γιώργος ανέβηκε στην καμπίνα του κινηματογράφου «Τριανόν» και μαγεύτηκε από τη μυρωδιά του κάρβουνου. Μια μυρωδιά που δε θέλησε να βγάλει από τη ζωή του και κατάφερε το 1957 να την έχει στην πίσω αυλή του σπιτιού του. Ενας περιφερειακός θερινός κινηματογράφος, από τους ελάχιστους που το πανί τους ζωντανεύει ακόμα, «γεννήθηκε» αλλά γρήγορα σταμάτησε τις προβολές, όταν ο ίδιος λόγω της τότε οικονομικής κατάστασης αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Αθήνα, όπου για 40 χρόνια εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος, τρυπώνοντας όμως συχνά – πυκνά στις καμπίνες κινηματογράφων της πρωτεύουσας - προσφέροντας τις υπηρεσίες του- για να μην ξεχάσει τη μυρωδιά του κάρβουνου. 

Η συνταξιοδότηση τον έφερε πάλι μόνιμα πίσω στο χωριό τo 1997. Ετσι, οι ταινίες, αγαπημένο διάλειμμα πολλών μικρών και μεγάλων κάτω από το καλοκαιρινό φεγγάρι, στην όμορφη αυλή, γέμιζαν γέλια αλλά και δάκρυα συγκίνησης την ξεχωριστή αυτή χωριάτικη γωνιά. 

Τα ποπ κορν, τα πατατάκια, ο πασατέμπος… συνόδευαν του θεατές στην καλοκαιρινή τους έξοδο στο θερινό σινεμά, συνθέτοντας μια εικόνα ανεμελιάς μπροστά στη μεγάλη οθόνη, που μεταξύ πολλών άλλων ταινιών πρόβαλλε τον «Αγγλο ασθενή», το «Braveheart», το «Safe sex» και πολλές άλλες όπως «Αστερίξ και Οβελίξ», «Μόνος στο σπίτι», «Μάμα μία», «Η ζωή είναι ωραία»…

 

ΤΟ ΚΑΜΑΡΙ ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝ ΒΑΣΙΛΗ

Το Σινέ ‘Οασις γνώρισε τον κινηματογράφο σε πολλά παιδιά που ίσως διαφορετικά να μην είχαν την ευκαιρία να βρεθούν μπροστά από μία μεγάλη οθόνη. Όμως ήταν και τα πολλά γλέντια που στήθηκαν, με χορούς και τραγούδια, ζωντανεύοντας ακόμα περισσότερο την καλοκαιρινή ατμόσφαιρα του χωριού, συμπληρώνοντας ακόμα περισσότερες σελίδες σ το «βιβλίο» των αναμνήσεων του κ. Γιώργου. Ενα «βιβλίο», οι περισσότερες σελίδες του οποίου είναι γραμμένες με τη συμβολή του καπετάν Βασίλη Κωνσταντακόπουλου, ο οποίος όχι μόνο χαιρόταν να βρίσκεται στο θερινό σινεμά του χωριού του, αλλά είχε συμβάλλει καθοριστικά και στον εκσυγχρονισμό και τη λειτουργία του. 

 

«ΧΑΣΑΠΗ… ΓΡΑΜΜΑΤΑ!»

Ο κ.  Γιώργος κρατά με υπερηφάνεια την κάρτα του καπετάν Βασίλη με την ευχή για «καλή δύναμη» ώστε να συνεχίσει το έργο του με αγάπη. Οπως λέει ο κ. Γιώργος, ο καπετάνιος  βοήθησε για να αλλάξει η μηχανή και να αντικατασταθεί το κάρβουνο με λάμπα. Περιγράφει στιγμές που ο καπετάνιος ανέβαινε στην καμπίνα και φώναζε «Γράμματα χασάπη!», μια φράση που… κινητοποιούσε τον τεχνικό στους κινηματογράφους όταν τα γράμματα… έφευγαν από την οθόνη ή κάτι άλλο συνέβαινε με την ταινία. 

Ο καπετάνιος δεν έχανε ευκαιρία να γνωρίσει στους εκάστοτε επισκέπτες του αυτή την όμορφη και διαφορετική γωνιά του χωριού του. Με καμάρι τους ξεναγούσε στην αυλή και τους έδειχνε τη μηχανή στην καμπίνα. 

 

«Όλα ήταν ωραία τότε. Τα πάντα ήταν υπέροχα» αναπολεί ο κ. Γιώργος. Πλέον, αναγκάζεται να κλείσει το σινεμά αφού πέρα από τη φορολόγηση που είναι δυσβάσταχτη, χρειάζεται αλλαγή και η μηχανή, καθώς δε μπορεί να παίξει ψηφιακές ταινίες και ο ίδιος αδυνατεί να την αντικαταστήσει. Αν γίνει η αλλαγή αυτή, εκτιμά πως τα πράγματα θα είναι πιο εύκολα για τη συνέχεια και τότε θα υπάρχει περίπτωση να λειτουργήσει ξανά το θερινό σινεμά «Όασις», αν όχι από τον ίδιο λόγω των χρόνων του, ίσως από τα εγγόνια του. Διαφορετικά, ο κινηματογράφος «Όασις» θα αποκτήσει… μουσειακό χαρακτήρα. 

Φωτογραφίες:  Γιάννης Μαρκάκης