Κυριακή, 10 Δεκεμβρίου 2023 22:33

Πειρατές στο Ιόνιο

 

Του Γιάννη Α. Μπίρη

Στη δυτική ακτή του νησιού της Πρώτης, στο “λαιμό”, αντιδιαμετρικά από τον όρμο των «Γραμμένων», υπάρχει ένας άλλος όρμος με μήκος 60 μέτρα και πλάτος 6 - 7 μέτρα με το περίεργο και κακόηχο όνομα: “του Σκατούλια τ’ αυλάκι”. Στα χρόνια της πειρατείας και κυρίως από το 15ο μέχρι και το 18ο αιώνα, το νησί ήταν ορμητήριο πολλών πειρατών που κρύβονταν εκεί και λυμαίνονταν τα φορτία των διερχόμενων πλοίων. Τα περάσματα που έστηναν συνήθως τις ενέδρες τους ήταν το στενό της Μεθώνης και αυτό της Πρώτης. Πολλοί ονομαστοί πειρατές έδρασαν κατά καιρούς εδώ. Οι Τούρκοι Μποστάν-ρεΐς και Κούρτογλου, ο Βάσκος Joan Rois, ο Ρόδιος Νικολός Σαντορίνης, οι Γάλλοι Zuan Fiorin ή Fortin και Zuan Michel, ο Μαλτέζος Μικέλης Πίκουλος ο Γάλλος ή Μαλτέζος Λούκα Ντεσάντε.
Απ’ όλους αυτούς τους πειρατές, χριστιανούς και μουσουλμάνους, ξένους ή ντόπιους, αυτός που έμεινε στην τοπική λαϊκή παράδοση ήταν ο θηριώδης πειρατής από το Αργοστόλι της Κεφαλονιάς, Σπύρος Σκατούλιας ή Στεκούλης ή Σκατούλης. Στα δυτικά του “λαιμού” της Πρώτης, ο φοβερός πειρατής είχε βρει ένα δαιμόνιο τρόπο για να κρύβεται πριν και μετά την αρπαγή της λείας του. Ψηλά στο στενό άνοιγμα του μικρού όρμου είχε κατασκευάσει σύστημα με μεγάλα δοκάρια, τροχαλίες και κλαδιά δέντρων που ανέβαζαν σε ύψος περίπου 10 μέτρων και έκρυβαν το καταδιωκόμενο μπρίκι του. Ετσι από αυτή την κρυψώνα, όταν κάποιος ανυποψίαστος καπετάνιος πόντιζε στο Γραμμένο ή στη Βουρλιά για να αποφύγει τον καιρό, ο Σκατούλιας με το μανιάτικο τσούρμο του κατέβαζε το καμουφλαρισμένο πειρατικό και παραπλέοντας το “κεφάλι” ή την “ουρά”, έπεφτε και λεηλατούσε το «ανυποψίαστο» πλοίο και το φορτίο του. Η πρωτότυπη εφαρμογή της μηχανικής, με παλάγκο και σχοινιά από τον Σκατούλια, τον έκανε αθάνατο δίνοντας το δυσώνυμο όνομά του, στον μικρό όρμο της Πρώτης.
Κατά τον Μεσαίωνα κουρσάρος ονομαζόταν ο πειρατής που σε εμπόλεμες περιόδους  λάμβανε από τις νόμιμες αρχές ενός κράτους το δικαίωμα να λαφυραγωγεί εχθρικά εμπορικά πλοία για λογαριασμό της. Η πράξη της λαφυραγώγησης και τα λάφυρα υπ' αυτές τις συνθήκες ονομαζόταν κούρσος.

Ο Επτανήσιος πειρατής Στάθης Pωμανός ή Mανέτας από τη Zάκυνθο, δρούσε μεταξύ 1678-1684 στο Aιγαίο πέλαγος με έδρα τη Mήλο. Μετά το 1684 και την έναρξη του έκτου βενετοτουρκικού πολέμου, ακολούθησε τη βενετική αρμάδα ως κουρσάρος και συνέπραξε στην κατάληψη της Λευκάδας, της Πρέβεζας και της Xίου. Το 1694 τιμήθηκε με τον τίτλο του κολονέλου, συνεχίζοντας παράλληλα το εμπόριο Tούρκων σκλάβων. Τη δράση του συνέχισαν και οι απόγονοί του. O γιος του Zώρζης Mανέτας ήταν ο πιο ξακουστός πειρατής, φόβος και τρόμος των καπετάνιων που πήγαιναν στον Mοριά. Το κρησφύγετό του βρισκόταν στα δυτικά της Σαπιέντζας, σε μια σπηλιά που είχε θαλάσσια μόνο πρόσβαση και σήμερα έχει χαθεί αφού «έπεσε» η οροφή της και καταχώθηκε. Ήταν η σπηλιά του Ζώρζη Μανέτα.

Η δράση της οικογένειας Mανέτα άλλαξε τα πράγματα στη ναυτική δράση των Eλλήνων. Οι διεθνείς συνθήκες τους βοήθησαν και άρχισαν να δρουν επώνυμα ως Έλληνες κουρσάροι στην υπηρεσία των μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Με δικά τους κεφάλαια από τα μέσα του 18ου αιώνα, με αυστριακή ή ρώσικη σημαία, έγιναν καραβοκύρηδες και κυριάρχησαν στον ελληνικό χώρο δημιουργώντας περιουσίες.

[Φωτογραφία από OpenClipart-Vectors από το Pixabay]