Κυριακή, 05 Μαϊος 2024 18:58

Κτήμα Τζόρβα: Από τα γάντια του τερματοφύλακα στα γάντια του αγρότη

Το γεγονός πως μετά από ένα επιτυχημένο κεφάλαιο στη ζωή μπορεί να ανοίξει ένα εξίσου μεγάλο, αρκεί κανείς να αγωνισθεί για κάτι που πιστεύει και αγαπάει υπενθυμίζει η πορεία του Αλέξανδρου Τζόρβα.

Γνωστός και αγαπητός από τις εμφανίσεις του μεταξύ άλλων στον Παναθηναϊκό, καθώς υπηρέτησε την ομάδα της καρδιάς του για πολλά χρόνια φυλάσοντας τα δίχτυα, ο πρώην διεθνής τερματοφύλακας έκλεισε 10 χρόνια από τη στιγμή που αποφάσισε να κρεμάσει τα γάντια του, παίρνοντας την απόφαση  να φορέσει αυτά του αγρότη. Με καταγωγή από τη Μεσσηνία και συγκεκριμένα από το Περδικονέρι, πήρε την απόφαση το 2016 να δραστηριοποιηθεί στον Ασωπό Λακωνίας, εστιάζοντας στην παραγωγή ποιοτικού ελαιολάδου και κρασιού, με αποτέλεσμα στο σήμερα το «Κτήμα Τζόρβα» να έχει κατακτήσει ήδη μια ξεχωριστή θέση στον πρωτογενή τομέα.

Μιλώντας στο “Περισκόπιο”, ο Αλέξανδρος Τζόρβας αναφέρθηκε αρχικά στη σύλληψη της ιδέας για τη δημιουργία του κτήματος, η οποία δεν ήρθε όσο έπαιζε ποδόσφαιρο αλλά προς το τέλος της καριέρας του, έστω και αν το αρχικό πλάνο εστίαζε σε ένα μικρό κτήμα, μόλις 30 στρεμμάτων. «Τρια χρόνια πριν σταματήσω το ποδόσφαιρο, άρχισα να προβληματίζομαι, δεδομένου πως εκείνη την περίοδο η Ελλάδα και η Ευρώπη μαστίζονταν από μια τεράστια οικονομική κρίση. Λογικό ήταν έτσι να σκεφτώ την επόμενη μέρα, επενδύοντας κάποια χρήματα ώστε να μπορέσω να ζήσω μακροπρόθεσμα μέσω αυτών» σημείωσε, τονίζοντας πως το πλάνο του εστίαζε εξ αρχής σε μια επένδυση που θα δούλευε ο ίδιος. «Ως εν ενεργεία ποδοσφαιριστής δεν μπορούσα να επενδύσω σε κάτι που θα δούλευε ένας τρίτος, δίχως να μπορώ να παρακολουθώ την εξέλιξη της δουλειάς. Γι’ αυτό περίμενα υπομονετικά ώστε να κλείσω το κεφάλαιο του ποδοσφαίρου και να στραφώ στο επιχειρείν. Η αλήθεια είναι πως στην αρχή σχεδίαζα να ανοίξω το επιχειρηματικό μου πλάνο, ωστόσο όλα οδήγησαν ώστε να παραμείνω στον πρωτογενή τομέα» δήλωσε. Για το αν το απαιτητικό αυτό εγχείρημα συνοδεύτηκε με κάποιες βασικές γνώσεις πάνω στο αντικείμενο,  ο Αλέξανδρος Τζόρβας ξεκαθάρισε πως δεν είχε καμία απολύτως γνώση πάνω στον αγροτικό τομέα, γεγονός που δεν τον αποθάρρυνε, βασιζόμενος στη φιλοσοφία πως όταν κάποιος αγαπάει και πιστεύει αυτό που κάνει, βλέποντας μέλλον, μπορεί να πετύχει.

«Προσωπικά, στράφηκα στη βιβλιογραφία, διαβάζοντας με εξαντλητικούς ρυθμούς σχετικά με τα ελαιόδεντρα και την άμπελο,  καθώς είναι δύσκολο να επεξεργάζεσαι πολλαπλές απόψεις από όλο τον κόσμο και όχι μόνο από την Ελλάδα. Ετσι πέρασα στην πράξη, δουλεύοντας ατέλειωτες ώρες, πολλές φορές μάλιστα μόνος, καθώς μέσα από αυτή τη διαδικασία ξεκουράζομαι ψυχικά» συμπλήρωσε, λέγοντας πως με τα χρόνια έκανε αρκετά πειράματα, φτάνοντας να έχει αναπτύξει μια ιδέα καλλιέργειας, δίχως να την έχει τελειοποιήσει ακόμα, μιας και όπως είπε, στην εργασία αυτή προκύπτει όλο και κάτι νέο. «Ουσιαστικά, ξεκίνησα το 2016, κάνοντας μια πρώτη συγκομιδή και βλέποντας πώς είναι οι καλλιέργειες. Το 2017 ξεκίνησα να είμαι κατά κύριο επάγγελμα αγρότης. Το πρώτο προϊόν του κτήματος, το ελαιόλαδο «Χρυσούν», πήρε το όνομά του από τη λέξη «χρυσός» του Ομήρου, αλλά και από τα αρχικά της συζύγου του, Χρυσαυγής, που ήταν η έμπνευση για την ονομασία του. Η γκάμα βέβαια δεν περιορίζεται σε αυτό, αφορώντας ελιές Καλαμών και πάστα ελιάς. «Το Λακωνικό ελαιόλαδο για μένα είναι το καλύτερο του κόσμου, κάτι που αποδεικνύεται από τις τιμές, ξεπερνώντας και αυτές της Μεσσηνίας. Είναι πιο ακριβό γιατί στην περιοχή επικρατούν ιδανικές κλιματολογικές συνθήκες, ενώ σε συνδυασμό με το ότι η πλειοψηφία των ελαιόδεντρων είναι ποτιστικά, δίνεται η δυνατότητα  της καλλιέργειας σε υψηλό βαθμό» παρατήρησε.

Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΗΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ

Αναφορικά με την επιλογή της τοποθεσίας, διευκρίνισε πως η περιοχή επιλέχτηκε λόγω της καταγωγής της συζύγου του από τη Λακωνία. «Τα μέρη αυτά τα επισκέφτηκα για πρώτη φορά στα 22 μου όταν και τη γνώρισα, με αποτέλεσμα να ερωτευτώ το κομμάτι αυτό, από τον Μποζά και την Πλύτρα μέχρι το Ξυλί. Όταν μου δινόταν ευκαιρία έτσι τα επισκεπτόμουν, ενώ όταν έφευγα μελαγχολούσα, ξέροντας πως θα αργήσω να τα ξαναδώ» σημείωσε, γνωστοποιώντας πως δεν επέλεξε να αγοράσει έτοιμα κομμάτια, αλλά να εστιάσει σε άγονα, διαμορφώνοντάς τα με τα δικά του πρότυπα καλλιέργειας, ώστε να φυτευτούν τα ελαιόδεντρα εν τη γενέσει.

«Κάθε χρόνο έχουμε φυτεύσεις, όμως σιγά - σιγά η ανάπτυξη αυτή θα σταματήσει, μιας και αν ανοίξει περαιτέρω στρεμματικά θα αντιμετωπίσουμε πρόβλημα τόσο με το δυναμικό των εργατικών χεριών όσο και το βασικότερο στοιχείο του κτήματος, δηλαδή την ποιότητα, δεδομένου πως τα προϊόντα μας βασίζονται στην κάθετη παραγωγή, ακολουθώντας τυποποίηση και πώληση» πρόσθεσε, λέγοντας πως αυτή τη στιγμή το «Κτήμα Τζόρβα» βασίζεται σε 200 στρέμματα ελαιώνων και αμπελώνων. «Αυτά αφορούν 5000 ελαιόδεντρα (3.000 Καλαμών και 2.000 Κορωνέικη) καθώς και 40 στρέμματα αμπελώνων από τους οποίους έχουν φυτευτεί τα 30, απομένοντας άλλα δέκα ώστε να δημιουργηθεί και το οινοποιείο μας» υποστήριξε, τονίζοντας πως τα σχέδια ώστε οι πρώτες φιάλες κρασιών να διατεθούν στο ευρύ κοινό στο τέλος του 2023 πήγαν πίσω, λόγω της πληθωριστικής κρίσης. Στο πλαίσιο του οίνου, ο Αλέξανδρος Τζόρβας εκτίμησε πως θα έχει μεγάλη αποδοχή, κρίνοντας από την ποιότητα και τις ώρες που έχουν διατεθεί στους αμπελώνες. «Αν όλα πάνε καλά και δεν αντιμετωπίσουμε πάλι πρόβλημα ακαρπίας όπως πρόσφατα, όπου στην περίπτωση μας άγγιξε το 50% στα ελαιόδεντρα, στο 70% στις ελιές Καλαμών και 60% στα αμπέλια, θέλω να πιστεύω πως του χρόνου θα κυκλοφορήσει» δήλωσε, ενημερώνοντας πως οι ποικιλίες θα αφορούν την Κυδωνίτσα, μια φιάλη με Syrah, Merlot και Αγιωργίτικο, μια ποικιλία Merlot με Μανδηλαριά, ενώ στα “σκαριά” όπως είπε είναι και ο Αυγουστιάτης. 

Η ΑΠΟΔΟΧΗ ΚΑΙ Η ΣΤΟΧΕΥΜΕΝΗ ΠΕΛΑΤΕΙΑ

Αναφορικά με την πελατεία του Κτήματος, ο ίδιος στάθηκε στo μικρό κομμάτι επιχειρήσεων που συνεργάζεται, ώστε οι συμφωνίες σχετικά με την ποσότητα να τηρούνται στο ακέραιο. «Τα προϊόντα φαίνεται πως έχουν αποδοχή και ανταπόκριση, δείχνοντας να έχουν δυναμική και να αρέσουν σε αυτούς που τα δοκιμάζουν, κάτι που αποτελεί και το δικό μου στοίχημα. Δεν στοχεύω σε μεγάλες ποσότητες, αλλά σε ποιοτικές, δίχως να “πουλάω” το όνομα, φιλοσοφία που σκοπεύω να διατηρήσω, με το σκεπτικό πως παράγοντας 10 τόνους ελαιόλαδο, αυτούς θα πουλήσω» ανέφερε, προσθέτοντας πως οι αποστολές των προϊόντων του κινούνται για την ώρα σε εγχώριο επίπεδο, και ειδικότερα στην Αθήνα, διατηρώντας τιμές τέτοιες ώστε να μπορεί να τις απολαύσει ο καταναλωτής σε μεγαλύτερες ποσότητες.

Η… ΧΑΟΤΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΛΑΔΙΟΥ

Ο αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής στο ελαιόλαδο, είναι εμφανής σε ολόκληρη την περιοχή της Μεσογείου, όπου την τελευταία διετία έχουν περιοριστεί οι σοδειές. Σχετικά με τις προκλήσεις που έχουν προκύψει, ο ίδιος έκανε λόγο για μια κακή χρονιά που έκλεισε, τονίζοντας πως το ελαιόλαδο αντιμετωπίζει κρίση, με τη διαθεσιμότητα για το μέσο καταναλωτή να είναι δύσκολη. «Όταν ένα προϊόν “σκοτώνεται” στη τιμή είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω, αυτό που χάνει είναι το ίδιο το προϊόν, χάνοντας κατά συνέπεια κοινό. Εκτιμώ έτσι πως γενικότερα θα αντιμετωπίσει πρόβλημα μέχρι να εξισορροπηθεί η αγορά» πρόσθεσε, λέγοντας πως οι Ελληνες, έχουν αρχίσει να καταλαβαίνουν πολύ περισσότερο τις διαφορές στο λάδι, καθώς όπως είπε, υπάρχει χάος ανάμεσα σε αυτά της νότιας Πελοποννήσου και της Κρήτης και σε αυτά της υπόλοιπης Ελλάδας, είτε αφορά τη γεύση είτε την οσμή.

Σε ερώτηση του “Π” για το αν η γαστρονομία της Πελοποννήσου βρίσκεται σε ένα καλό επίπεδο, μιας και ο ίδιος πλέον αποτελεί πλέον μέρος της, σημείωσε πως ανέκαθεν η περιοχή ήταν πολύ δυνατή στον τομέα αυτό, εκτιμώντας πως θα εξελιχτεί μέσα από την εκπαίδευση του καταναλωτή πάνω στις πρώτες ύλες όπως το ελαιόλαδο, φέρνοντας ως παράδειγμα το πικρό λάδι το οποίο είναι ποιοτικό αλλά λίγοι το γνωρίζουν. «Το στοίχημα στη γαστρονομία είναι τελικά πώς μπορείς να ικανοποιήσεις όχι όλους προφανώς αλλά την πλειοψηφία» κατέληξε.

[Αρθρο από το περιοδικό «Περισκόπιο» - Τεύχος Απριλίου]