Τρίτη, 26 Αυγούστου 2014 07:45

Υπόμνημα απολογίας του κατηγορούμενου Π.Μ.: "Δεν είμαι δολοφόνος είμαι άμυαλος νέος"

"Δεν είμαι ούτε δολοφόνος ούτε αδίστακτος κακοποιός, αλλά ένας σοκαρισμένος, φοβισμένος, ανώριμος και άμυαλος νέος 18 ετών, ο οποίος βρέθηκε μπροστά σε μια πρωτοφανή γι' αυτόν κατάσταση που ούτε προέβλεψε ούτε μπορούσε να διαχειριστεί": Αυτό υποστηρίζει ο κατηγορούμενος Π.Μ. στο απολογητικό του υπόμνημα προς την ανακρίτρια Καλαμάτας, όπου οδηγήθηκε χθες με τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, από κοινού με το Ν.Μ., και της παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας από κοινού.  

Ο 18χρονος δηλώνει αθώος και αρνείται πως είχανε προσχεδιάσει το διπλό φονικό με το φίλο του, ενώ περιγράφοντας το πώς κυλούσε η ζωή του πριν συμβεί το διπλό φονικό, αναφέρεται στο όνειρό του να περάσει στα ΤΕΦΑΑ ή στη Σχολή Αστυφυλάκων. Την καραμπίνα λέει ότι την πήραν μαζί στο ραντεβού γιατί φοβούνταν ότι ο Κ. Σγούρος θα έφερνε όπλο μαζί του, αλλά δεν σκόπευαν να την χρησιμοποιήσουν παρά μόνο για να πυροβολήσουν στον αέρα για εκφοβισμό. 

ΔΗΛΩΝΕΙ ΑΘΩΟΣ

Αναλυτικά το απολογητικό υπόμνημα του 18χρονου Π.Μ. από τον Κάμπο αναφέρει:

"Επί των εις εμέ αποδιδόμενων κατηγοριών για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως κατά συναυτουργία και παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία, δηλώνω ότι είμαι Αθώος και επάγομαι τα κάτωθι:

Καταρχάς, θα ήθελα να εκφράσω την τεράστια οδύνη μου για το θάνατο του Κωνσταντίνου Σγούρου και του Ιωάννη Κομμάτη και τα συλλυπητήριά μου στις οικογένειές τους και τους ανθρώπους τους, αλλά και να ζητήσω συγγνώμη για την απερίσκεπτη συμπεριφορά μου που προκάλεσε ένα τόσο τραγικό αποτέλεσμα, το οποίο δυστυχώς δεν μπορεί πια να επανορθωθεί και θα με συνοδεύει σε όλη μου τη ζωή.

Παρά τα όσα έχουν γραφτεί και λεχθεί για την υπόθεση από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ιδίως εξαιτίας των όσων επακολούθησαν του συμβάντος, δεν είμαι ούτε δολοφόνος ούτε αδίστακτος κακοποιός, αλλά ένας σοκαρισμένος, φοβισμένος, ανώριμος και άμυαλος νέος 18 ετών, ο οποίος βρέθηκε μπροστά σε μια πρωτοφανή, γι' αυτόν κατάσταση που ούτε προέβλεψε ούτε μπορούσε να διαχειριστεί.

Δηλώνω ότι αρνούμαι τις κατηγορίες, όπως μου αποδίδονται, όχι επειδή δήθεν είμαι κάποιος αμετανόητος και σκληρός εγκληματίας, αφού έχω μετανοήσει ειλικρινά, αποδοκιμάζω αυτό που συνέβη και ντρέπομαι για τη δοκιμασία, στην οποία έχω υποβάλει τις οικογένειες των θυμάτων, αλλά και τη δική μου οικογένεια.

Η αθωότητά μου συνίσταται στο γεγονός ότι δεν πυροβόλησα οιονδήποτε εκ των θανόντων, ούτε είπα ποτέ στον συγκατηγορούμενό μου να πυροβολήσει τους θανόντες ούτε συναποφάσισα μαζί του εκ των προτέρων να σκοτωθούν οι θανόντες, ούτε συναίνεσα σε κάτι τέτοιο, ούτε το θέλησα, ούτε προέβλεψα ότι αυτοί θα σκοτώνονταν, ούτε είχα οποιοδήποτε συμφέρον ή ωφέλεια από το θάνατό τους, ώστε να τον επιδιώξω ή να τον αποδεχθώ.

Σε κάθε περίπτωση, ο πρότερος έντιμος βίος μου δεν δικαιολογεί την υπόθεση ότι δήθεν αποφάσισα εν μια νυκτί, σε ηλικία 18 ετών, μόλις τελείωσα το Λύκειο, να συμμετάσχω στο θάνατο δύο ανθρώπων, ενώ η συμπεριφορά μου έναντι των συνομηλίκων μου και των μεγαλυτέρων μου υπήρξε πάντοτε άψογη, χωρίς ποτέ να έχω δημιουργήσει οποιοδήποτε πρόβλημα και φασαρία είτε στο σχολείο είτε στο σπίτι είτε στους χώρους των εξωσχολικών μου δραστηριοτήτων, όντας ένα παιδί φρόνιμο, κοινωνικοποιημένο, ομαλά ενταγμένο, αποδεκτό και αγαπητό.

Τα δικά μου σφάλματα, για τα οποία φέρω την ευθύνη και πρέπει να υποστώ δικαία κρίση, με τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό, θα τα εκθέσω στη συνέχεια του παρόντος, αφού προηγουμένως παραθέσω συνοπτικά ορισμένα στοιχεία για την προσωπικότητά μου".

 

Η ΓNΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΑ ΑΝΑΒΟΛΙΚΑ

Το απολογητικό υπόμνημα του Π.Μ. συνεχίζεται με το πώς γνώρισε τον Κώστα Σγούρο, πώς αυτός -σύμφωνα με όσα υποστηρίζει- του έδωσε αναβολικά ενώ περιγράφει και πώς έγινε το διπλό φονικό. 

"Με το συγκατηγορούμενό μου Ν.Μ. γνωρίζομαι από την 1η Λυκείου, επειδή πήγαινε και αυτός στη σχολή kick-boxing, και γίναμε φίλοι λόγω κοινών ενδιαφερόντων. 

Τον Κωνσταντίνο Σγούρο τον γνώρισα περίπου πριν ένα έτος στο γυμναστήριο, ως γυμναστή που προετοιμάζει νέους για αγώνες body building και μάλιστα είχα ακούσει από φίλους μου ότι εμπορεύεται αναβολικά στεροειδή που αυξάνουν θεαματικά τη μυϊκή μάζα και την αντοχή στην προπόνηση. Επειδή μου αρέσει ιδιαίτερα η γυμναστική, η απόκτηση ωραίου σώματος και η συμμετοχή σε αγώνες, είχα συζητήσει μαζί του και μου είχε πει ότι μπορούσε να με εντάξει στην ομάδα του και να με προετοιμάσει για τέτοιους αγώνες, στους οποίους συμμετείχε και ο ίδιος, αλλά μου είχε καταστήσει σαφές ότι, για να μπορέσει κανείς να γίνει ανταγωνιστικός και να φτάσει στο απαιτούμενο επίπεδο, η λήψη αναβολικών είναι μονόδρομος και μου δήλωσε ότι ο ίδιος είχε καταλήξει σε έναν ειδικό συνδυασμό αναβολικών που εξασφάλιζαν το επιθυμητό αποτέλεσμα σε σύντομο χρόνο. Μάλιστα, για να με προσεγγίσει, μου έδωσε στην αρχή κάποια δισκία χωρίς αμοιβή «δοκιμαστικά».   

Εγώ μέχρι τότε δεν είχα κάνει χρήση τέτοιων ουσιών και δεν γνώριζα σχεδόν τίποτε περί αυτών. Ρωτώντας τον αν είχαν επικίνδυνες παρενέργειες, εκείνος με καθησύχασε λέγοντας ότι γνωρίζει πολύ καλά τι πρέπει κανείς να παίρνει και με διαβεβαίωσε ότι στο «πακέτο» που είχε σχεδιάσει, περιλαμβάνονταν και φάρμακα που δρούσαν προστατευτικά για τον οργανισμό και ιδίως το συκώτι.

Εκείνο που δεν μου είπε, αλλά το καταλαβαίνω σήμερα, ήταν ότι με

ενέταξε σε μια ομάδα νέων, τους οποίους είχε παρασύρει στον κόσμο των αναβολικών με το δέλεαρ της δημιουργίας ενός ωραίου σώματος και της κατάκτησης διακρίσεων, αλλά στην ουσία τους είχε καταστήσει έρμαιο των ουσιών, απολύτως εξαρτημένους από αυτές και σε τελική ανάλυση υποχείρια του ιδίου, διότι μόνον από αυτόν μπορούσαν να τις προμηθευτούν και αυτός καθόριζε ποιες ουσίες, με ποιο συνδυασμό και σε ποιες δοσολογίες έπρεπε να λαμβάνονται. Ο Σγούρος εκμεταλλευόταν τη ματαιοδοξία και τις επιθυμίες των νέων, για να κερδίζει χρήματα από τη διακίνηση των ουσιών, αλλά και την προώθηση των ίδιων των αθλητών στους διαγωνισμούς, όπου διακυβεύονται οικονομικά συμφέροντα λόγω των επάθλων και των χορηγών εταιρειών που παρασκευάζουν τα αναβολικά. Στην αρχή πλησίαζε τα θύματά του φιλικά, παρουσιαζόταν ως ειδήμων, κέρδιζε την εμπιστοσύνη τους και σταδιακά τους οδηγούσε στην απόλυτη εξάρτηση, απομυζώντας τους οικονομικά.

Δεν μου είπε ποτέ αυτά, για τα οποία ενημερώθηκα εκ των υστέρων από το συνήγορό μου, ότι τα αναβολικά στεροειδή, ως συνθετικά παράγωγα της τεστοστερόνης, εκτός του ότι επιφέρουν μη αναστρέψιμες βλάβες στη σωματική υγεία και ιδίως στη λειτουργία του συκωτιού, της καρδιάς και των αναπαραγωγικών οργάνων του αθλητή, ανάλογα με το φύλο του, επιδρούν επιπλέον και στο κεντρικό νευρικό σύστημα και τον ψυχισμό του. Επειδή ακριβώς γίνεται χρήση συνδυασμού ουσιών που δεν έχουν ελεγχθεί είτε μεμονωμένα είτε συνδυαστικά, προκαλούν: διαταραχές προσωπικότητας, απότομες και συχνές αλλαγές της ψυχικής διάθεσης, ευερεθιστότητα, μείωση της ικανότητας κρίσης, (προβλήματα ύπνου, επιθετικότητα και βίαια ξεσπάσματα κατά τη διάρκεια της σωματικής προσπάθειας, αλλά μετά την πάροδο της επίδρασής τους η τεστοστερόνη πέφτει απότομα προκαλώντας στο χρήστη σοβαρή κατάθλιψη, γεγονός που οδηγεί σε μια μορφή εξάρτησης παρόμοια με αυτή των ναρκωτικών ουσιών. Επίσης, η κατανάλωση αναβολικών στεροειδών μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές ψυχικές νόσους, όπως σχιζοφρένεια, παράνοια, ψευδαισθήσεις, παρανοειδείς παραληρηματικές ιδέες, ή ακόμη και στην αυτοκτονία μετά από παρατεταμένη χρήση ή μετά από διακοπή τους.

Ολες οι ανωτέρω παρενέργειες εμφανίζονται με τέτοιον τρόπο, ώστε ο ίδιος ο αθλητής να μην μπορεί να τις αντιληφθεί, αλλά τις αντιλαμβάνεται και τις υφίσταται το οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον. Η λήψη των αναβολικών στεροειδών διατηρεί το χρήστη σε κατάσταση σταθερής ανυπομονησίας και νευρικότητας, ώστε καταστάσεις που φυσιολογικά δεν θα τον ενοχλούσαν, να προκαλούν ισχυρά αισθήματα θυμού και εχθρότητας, με αποτέλεσμα να προκαλούνται προβλήματα επικοινωνίας με το περιβάλλον λόγω μη ελεγχόμενων συναισθημάτων τους. Η διακοπή της χρήσης οδηγεί σε μείωση της μυϊκής μάζας, σε κατάθλιψη και σε ακατανίκητη επιθυμία για εκ νέου λήψη αναβολικών στεροειδών, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ο φαύλος κύκλος του εθισμού και της εξάρτησης.

Επομένως, τα όποια θετικά αποτελέσματα στη μυϊκή μάζα γρήγορα
εξανεμίζονται μετά τη διακοπή της λήψης των αναβολικών, ενώ οι
αρνητικές συνέπειες στον οργανισμό παραμένουν για μεγάλο χρονικό
διάστημα ή μονιμοποιούνται 

Σημειωτέον ότι τα δισκία που παρέδωσε στην αστυνομία η σύντροφος του Κωνσταντίνου Σγούρου είναι όλα αναβολικά στεροειδή (Boldenone Undecylenate, Halo, Proviron, Alda, Winstrol και Clen).

Επομένως όλα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω για τις ψυχικές επιπτώσεις των αναβολικών στεροειδών δεν ισχύουν μόνο για όσους

προετοίμαζε ο Σγουρός για τους αγώνες, αλλά ίσχυαν και για τον ίδιο τον Σγούρο, την ψυχική του διάθεση, τις επιλογές του και την εν γένειπροσωπικότητά του”.

 

ΧΥΜΑ ΧΑΠΙΑ 

Ο Π.Μ. αναφέρει στο υπόμνημα για την αγορά χαπιών: "Πριν τέσσερις μήνες περίπου αποφάσισα να αγοράσω αναβολικά και του έδωσα κατ' υπόδειξή του το ποσό των 350 ευρώ. Εκείνος μου έφερε τρία σακουλάκια με περίπου 100 χάπια το καθένα, χύμα, χωρίς ταμπέλες και ενδείξεις προέλευσης και σύστασης, και μου έδωσε οδηγίες για τη λήψη τους, αναφέροντάς μου ότι θα επαρκούσαν για δύο με τρεις μήνες περίπου.

Παράλληλα, είχαμε επικοινωνία και μέσω Facebook, όπου έβλεπα ότι αναρτούσε φωτογραφίες με νέους που ο ίδιος προπονούσε για αγώνες

body building, με αποτέλεσμα να διατηρείται ο ενθουσιασμός μου και η εμπιστοσύνη μου ότι μιλούσα με το σωστό άνθρωπο.

Βέβαια, και ο ίδιος ο Σγούρος, επτά χρόνια μεγαλύτερός μου, είχε ασχοληθεί πολύ περισσότερο από εμένα με το αντικείμενο και είχε αποκτήσει μια θηριώδη σωματική διάπλαση που από μόνη της αποτελούσε μια «εγγύηση» για το τελικό αποτέλεσμα, όπως επίσης θηριώδη σωματική διάπλαση είχε και ο φίλος του Γιάννης Κομμάτης, κάτι που μπορείτε και Υμείς να το διαπιστώσετε από τις φωτογραφίες του που έχουν ήδη δημοσιευθεί στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Δεν ήταν μόνο ο ίδιος θηριώδης, αλλά και οι φίλοι του και μάλιστα,

πέρα από τις φωτογραφίες που ανέβαζε στο Facebook, μου μιλούσε για

έναν στενό του φίλο, πολύ σκληρό και επικίνδυνο, με τον οποίο θα ανοίγανε ένα μαγαζί συμπληρωμάτων διατροφής στην Καλαμάτα, και, όπως αργότερα κατάλαβα, επρόκειτο για τον έτερο θανόντα, τον Γιάννη Κομμάτη.

Παράλληλα, διαπίστωνα ότι και το δικό μου σώμα άρχισε να αλλάζει υπό την επίδραση αυτών των ουσιών, καθότι δεν ήταν πια ένα παιδικό λεπτοκαμωμένο σώμα, όπως άλλων συνομηλίκων μου, αλλά άρχισε να φουσκώνει και να γίνεται έντονα μυώδες και πιο δυνατό.

Εγώ ήμουν κυριολεκτικά μαγεμένος μπροστά στις προοπτικές που φανταζόμουν ότι ανοίγονταν μπροστά μου μέσα από αυτό τον άνθρωπο. Επιπλέον, ο Σγούρος μου είχε αναφέρει στις συζητήσεις μας διάφορα πράγματα που μου έκαναν εντύπωση και ξεσήκωναν το νεανικό μου ενθουσιασμό, μεταξύ άλλων ότι έχει πιστόλια και ότι ασχολείται με τα γρήγορα αυτοκίνητα και τις μηχανές και μάλιστα μου είχε πει ότι, αν μου αρέσει να έχω κι εγώ μια μηχανή, θα μπορούσε να μου βρει μια ΥΑΜΑΗΑ πειραγμένη, με σβησμένο αριθμό πλαισίου. Εγώ, αισθανόμουν ένα δέος μπροστά σε όλα αυτά και για να μη φανώ κατώτερος, του είπα, για να τον εντυπωσιάσω, ότι δήθεν κι εγώ μπορούσα να του βρω ένα καλό κλεμμένο αυτοκίνητο, χωρίς βέβαια να έχω τέτοια δυνατότητα, πλην όμως εκείνος έδειξε ενδιαφέρον και μου ζήτησε να τον ενημερώσω, μόλις βρω κάτι αξιόλογο.

Πριν ενάμιση μήνα περίπου είχαμε πάει μαζί για καφέ με το μηχανάκι του μάρκας ΒΕVERLΥ. Εκεί, ο θανών μου έδωσε συμβουλές για διατροφή και άσκηση και μου είπε ότι για τους αγώνες είχε ένα ειδικό «πακέτο» πιο ακριβό και πιο δυνατό, με ενέσιμα πλέον αναβολικά, και μάλιστα μου είπε ότι τις πρώτες ενέσεις θα μου τις έκανε ο ίδιος, μέχρι να μάθω εγώ. Το κόστος αυτού του πακέτου θα ήταν 800 ευρώ, θα είχε ταχύτατα αποτελέσματα και ήταν μονόδρομος, αν ήθελα να φτάσω στην κορυφή.

Ηταν η στιγμή που θα αναβαθμιζόμουν από τα χάπια και τις σκόνες στις ενέσεις, η φάση που θα με οδηγούσε για τα καλά στην εξάρτηση από τα αναβολικά. Εγώ όμως, παρασυρθείς από όσα μου έλεγε ο Σγούρος, δεν έκανα τίποτε άλλο από το να φαντάζομαι την εξέλιξή μου χάρη στις ουσίες αυτές και τις ήθελα όσο τίποτε άλλο.

Εξασφάλισα το ποσό των 800 ευρώ, όταν εισέπραξα την τελευταία υποτροφία των 1.000 ευρώ που ελάμβανα από το Αλεξανδράκειο Κληροδότημα, και κατέθεσα τα χρήματα σε τραπεζικό λογαριασμό του Σγούρου στην Εθνική Τράπεζα.

Οι μέρες όμως περνούσαν και γίνονταν εβδομάδες και αυτός δεν μου έφερνε τα αναβολικά, μολονότι είχε εισπράξει το αντίτιμο. Πιστεύω σήμερα ότι αυτό ήταν ένα είδος τακτικής, προκειμένου να με κάνει να νιώσω απολύτως εξαρτημένος από αυτόν και τις ουσίες που μου έδινε”.

ΕΤΣΙ ΕΓΙΝΕ ΤΟ ΦΟΝΙΚΟ 

Ο Π.Μ. περιγράφει λεπτομερώς τη δολοφονία: “Σχεδόν καθημερινά τον ενοχλούσα με μηνύματα στο Facebook, αλλά εκείνος προέβαλε διάφορες δικαιολογίες και με πήγαινε από μέρα σε μέρα. Το βράδυ της 18-8-2014, λίγο μετά τις 22.00, και ενώ βρισκόμουν στο σπίτι μου με το Ν.Μ., τηλεφώνησα στο Σγούρο με την πρόφαση ότι δήθεν είχα βρει ένα κλεμμένο ΑUDI S3 μαύρο, αλλά ουσιαστικά αυτό που ήθελα ήταν να βρεθούμε, για να τον πιέσω να μου φέρει τα αναβολικά. Μετά από μια ώρα περίπου μου τηλεφώνησε από άγνωστο αριθμό και μου είπε να βρεθούμε στο πάρκο του Αλμυρού και μάλιστα με ρώτησε αν χρειαζόταν να φέρει και όπλο μαζί του, οπότε εγώ του είπα ότι δεν χρειαζόταν, αλλά μέσα μου υποψιάστηκα ότι αυτός θα το έφερνε ούτως ή άλλως.

Επειδή δεν ήξερα πώς θα αντιδρούσε στην πίεσή μου να μου φέρει τα αναβολικά και επειδή η ιστορία με το κλεμμένο αυτοκίνητο ήταν ουσιαστικά μια φάρσα, ζήτησα από το φίλο μου το Ν.Μ., που είναι εμφανώς πιο ψηλός και πιο σωματώδης από μένα, να έρθει μαζί μου, ώστε η παρουσία του να λειτουργήσει αποτρεπτικά σε περίπτωση δημιουργίας έντασης. Μέσα στη νεανική αφέλεια και απερισκεψία μας πήραμε και μια καραμπίνα από την αποθήκη, όχι βέβαια για να σκοτώσουμε, αλλά απλώς και μόνο για εκφοβισμό, αν προέκυπτε ότι ο Σγούρος οπλοφορούσε.

Στο ραντεβού πήγαμε με το αγροτικό του πατέρα μου. Ο Σγούρος ήρθε με τη μηχανή του συνοδευόμενος από έναν φίλο του, πολύ γυμνασμένο και αυτόν, με φοβερή σωματική διάπλαση, περίπου στην ηλικία του, τον οποίο δεν ήξερα και εκ των υστέρων έμαθα ότι λεγόταν Ιωάννης Κομμάτης. Μόλις τον είδαμε εγώ και ο Ν.Μ. ταραχθήκαμε και φοβηθήκαμε, διότι στα μάτια δύο πιτσιρικάδων ο άντρας αυτός φάνταζε και ήταν πανίσχυρος και ικανός να μας ισοπεδώσει μόνο με τα χέρια του.

Ο Σγούρος ισχυρίστηκε ότι ο φίλος του ήταν μηχανικός αυτοκινήτων και είχε έρθει για να ελέγξει το αυτοκίνητο, αλλά εγώ έχω την πεποίθηση ότι αυτό ήταν μια πρόφαση, διότι στην πραγματικότητα ήθελε να με τρομοκρατήσει, για να μην τον ενοχλώ για τα αναβολικά, διότι αν πραγματικά χρειαζόταν ένα μηχανικό αυτοκινήτων, θα μπορούσε να φέρει μαζί του έναν άνθρωπο φυσιολογικών διαστάσεων.

Εγώ πάντως ρώτησα το Σγούρο να μου πει τι γίνεται με τα αναβολικά που του έχω παραγγείλει και, όταν αυτός μου απάντησε ότι ακόμη δεν τα έχει φέρει και άρχισε να δημιουργείται μια ένταση, εγώ έφυγα όπως - όπως μαζί με το Ν.Μ. Στο δρόμο μου τηλεφώνησε ο Σγούρος και μου ζήτησε να τα βρούμε, λέγοντάς μου ότι θα ήθελε σε κάθε περίπτωση να δει το αυτοκίνητο που του είχα αναφέρει. Εγώ, από ένα στιγμιαίο νεανικό πείσμα, δεν του είπα την αλήθεια, αλλά του ζήτησα να με βρει στη γέφυρα της Κοσκάρακας. Μετά βέβαια κατάλαβα ότι αυτό ήταν λάθος και αγχώθηκα, αναλογιζόμενος πώς θα αντιδρούσε ο Σγούρος και ο θηριώδης φίλος του, όταν θα μάθαιναν ότι δεν υπήρχε αυτοκίνητο.

Φτάνοντας στη γέφυρα, ο Σγούρος και ο φίλος του ήσαν εμφανώς εκνευρισμένοι και εριστικοί και ο Σγούρος διαμαρτυρόταν, γιατί εξαιτίας μου έφερε και το φίλο του. Εγώ προσπάθησα να τους καθησυχάσω, λέγοντάς τους ότι το αυτοκίνητο ήταν μακριά, στο χωριό Αλτομιρά, για να μην τους συλλάβει η αστυνομία, και ξεκινήσαμε προς τα εκεί. Κάποια στιγμή μπήκαμε σε έναν χωματόδρομο, όπου το μηχανάκι δυσκολευόταν να συνεχίσει, με αποτέλεσμα ο Σγούρος και ο φίλος του να κατέβουν, οπότε κατέβηκα κι εγώ, για να συνεχίσω μαζί τους με τα πόδια.

Προτού κατέβω από το αυτοκίνητο, εγώ και ο Ν.Μ. είχαμε ήδη πανικοβληθεί, διότι κλεμμένο αυτοκίνητο δεν υπήρχε να τους δείξω και ήταν φανερό ότι το όλο αστείο έφτανε στο τέλος του. Ο Ν.Μ. αναλογιζόμενος ότι αυτοί οι δύο θηριώδεις άνδρες θα μπορούσαν να μας διαλύσουν και τους δύο με τα χέρια τους μόνο, με ρώτησε «αν γίνει κάτι, θα ρίξεις ή θα ρίξω;». Εγώ του είπα ότι δεν μπορώ να ρίξω εγώ, αφού δεν μπορούσα καν να κρατήσω την καραμπίνα στα χέρια μου, και εκείνος μου είπε εντάξει. Το νόημα αυτής της στιχομυθίας δεν ήταν να σκοτώσουμε τους ανθρώπους, αλλά να πυροβολήσει ο Ν.Μ. εκφοβιστικά στον αέρα σε περίπτωση που ο Σγούρος και ο φίλος του αντιδρούσαν βίαια, όταν μάθαιναν την αλήθεια, διότι με τη σωματική τους δύναμη και μόνο θα μπορούσαν να μας σκοτώσουν με γυμνά χέρια, ακόμη και αν δεν είχαν όπλα μαζί τους. Εμείς βέβαια δεν ξέραμε στα σίγουρα αν έφεραν όπλα, αλλά υποψιαζόμαστε ότι μπορεί να είχαν και τελικώς απεδείχθη ότι έφεραν ένα μαχαίρι και ένα κλομπ στα τσαντάκια τους, τα οποία ήδη έχουν βρεθεί και κατασχεθεί από την αστυνομία.

Πλησιάζοντας το Σγούρο, αυτός με έπιασε από το σβέρκο αγριεμένος, με έβαλε ανάμεσα σε αυτόν και το φίλο του και μου είπε «προχώρα». Προχωρήσαμε περίπου 30 μέτρα. Καθώς προχωρούσαμε, άκουσα πίσω μου βήματα γρήγορα και νευρικά, κοίταξα λοξά και είδα το Ν.Μ. να μας ακολουθεί με την καραμπίνα στα χέρια. Γεμάτος φόβο έτρεξα προς τα πλάγια και εν συνεχεία προς τα πίσω, ξεφεύγοντας από το Σγούρο, και τότε ο Ν.Μ. άρχισε να πυροβολεί τον Κομμάτη και μετά το Σγούρο.

Ολα έγιναν μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα.       

Ηδη από τον πρώτο πυροβολισμό εγώ βρέθηκα σε κατάσταση σοκ και δεν μπορούσα να κινηθώ άλλο ούτε να φωνάξω, υπό την επίδραση του τρόμου αλλά και του εκκωφαντικού ήχου των πυροβολισμών που έκανε το κεφάλι μου να βουίζει έντονα, προκαλώντας μου αίσθημα ναυτίας.

Επεσα στο έδαφος, γιατί ζαλιζόμουν και δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου, και έκανα εμετό. Κοίταξα το Ν.Μ. και τον είδα και αυτόν εντελώς χαμένο και πανικόβλητο να απευθύνεται σε αυτούς που είχε πυροβολήσει και να τους λέει «συγγνώμη βρε φίλε».   

Για αρκετή ώρα που δεν μπορώ να υπολογίσω, κανείς μας δεν μπορούσε να μιλήσει. Κάποια στιγμή αρχίσαμε να ρωτάμε ο ένας τον άλλο τι πρέπει να κάνουμε και μολονότι η σωστή ενέργεια θα ήταν να ειδοποιήσουμε την αστυνομία και να παραδοθούμε, εντούτοις διαπιστώσαμε ότι δεν είχαμε τη δύναμη να το κάνουμε, ο μεν Ν.Μ. επειδή συνειδητοποίησε ότι είχε σκοτώσει δύο ανθρώπους και τίποτε δεν μπορούσε να το αλλάξει αυτό, εγώ δε επειδή το όπλο ανήκε στη μητέρα μου και το αυτοκίνητό μας στον πατέρα μου, οι οποίοι θα μπορούσαν και οι ίδιοι να μπλέξουν, ενώ φυσικά δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για όσα είχαν συμβεί και πίστευαν ότι είχα βγει με το φίλο μου σε νυχτερινή έξοδο.

Τα όσα επακολούθησαν, όπως τα αναφέρω στην προανακριτική απολογία μου, αναφορικά με τη μεταφορά των πτωμάτων στο σημείο που τελικώς ευρέθησαν από την αστυνομία, τη μετακίνηση της μηχανής των θανόντων στο ξενοδοχείο “Φωτεινή”, την απόρριψη των προσωπικών τους αντικειμένων και των ρούχων μας σε κάδο απορριμμάτων και το πλύσιμο της καρότσας του αγροτικού, ήσαν ενέργειες που μέσα στον πανικό και την αφέλειά μας νομίζαμε προς στιγμήν ότι θα εμπόδιζαν την αποκάλυψη του συμβάντος.

Δεν είναι ακριβές αυτό που έχει λεχθεί ότι δήθεν μετά το συμβάν επιστρέψαμε στα σπίτια μας, κοιμηθήκαμε και συνεχίσαμε κανονικά τις ζωές μας. Στην πραγματικότητα ήμασταν και οι δύο σοκαρισμένοι, δεν κοιμηθήκαμε καθόλου, δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε σε κανέναν και πιστεύω ότι ήταν θέμα χρόνου τελικώς να μιλήσουμε για το συμβάν είτε στους γονείς μας είτε και απευθείας στην αστυνομία, ακόμη και αν δεν εντοπίζονταν τόσο σύντομα τα πτώματα των θανόντων. Αυτό αποδεικνύεται και εκ του γεγονότος ότι εγώ ομολόγησα την εμπλοκή μου, όταν εκλήθην να καταθέσω ως μάρτυρας μόνο για το γεγονός ότι φαινόμουν να έχω μιλήσει από το κινητό μου με το κινητό του Σγούρου την επίμαχη βραδιά, χωρίς ακόμη να υπάρχει κάποιο στοιχείο σε βάρος μου. Οποιαδήποτε πειστήρια έχουν σχέση με την ανάμειξή  μου, βρέθηκαν μετά την απολογία μου και βάσει των όσων ανέφερα".