Παρασκευή, 15 Αυγούστου 2014 10:29

Αυγουστιάτικη πανσέληνος στην κορυφή του Ταϋγέτου (φωτογραφίες)

Ολα ξεκίνησαν την Τετάρτη 6 Αυγούστου, όταν ενώ βρισκόμουν πολύ πιεσμένος λόγω φόρτου εργασίας στην Αθήνα και προσπαθώντας να μην σκέφτομαι το γεγονός ότι σε δύο ημέρες θα ξεκινούσαν οι πολυαναμενόμενες διακοπές μου, ακούστηκε από το κινητό μου ένας ήχος από γνωστό μέσο κοινωνικής δικτύωσης.

 

Ο Ορειβατικός Σύλλογος Καλαμάτας ανακοίνωνε ότι την Πέμπτη τα μέλη του θα πραγματοποιούσανε συζήτηση σχετικά με μία νυχτερινή ανάβαση στον Ταΰγετο κάτω από την αυγουστιάτικη πανσέληνο. Ακολουθώ τον Ορειβατικό Σύλλογο Καλαμάτας ανενεργά μέσω του Διαδικτύου με αφορμή τις πολλές και τόσο ενδιαφέρουσες περιγραφές εξορμήσεων της πολύ καλής μου φίλης και ενεργού μέλους του συλλόγου, Ντιάνας.

Η δύσκολη μέρα στην δουλειά δυστυχώς δεν μου επέτρεψε να σκεφτώ κάτι παραπάνω για την σχετική ανάβαση στον Ταΰγετο αλλά από την στιγμή που διάβασα για αυτό κάτι είχε καρφωθεί στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου. «Μήπως να το επιχειρούσα;» σκέφτηκα όταν είχα ήδη γυρίσει σπίτι. Κοιμήθηκα έχοντας στο μυαλό μου αυτό το δίλημμα. Την επόμενη ημέρα με «έτρωγε» μέσα μου η ίδια σκέψη. Δεν άντεξα και τηλεφωνήθηκα με την Ντιάνα, την οποία και ρώτησα μεταξύ σοβαρού και αστείου αν το βράδυ του ερχόμενου Σαββάτου θα πατούσαμε στην κορυφή του Ταϋγέτου παρέα.

Εφτασε η πολυπόθητη Παρασκευή! Η παραμονή της ανάβασης και η έναρξη των διακοπών μου. Οταν έφτασε το απόγευμα είχα ήδη φτάσει στην Καλαμάτα και η σκέψη του να ανέβω στην κορυφή του Ταϋγέτου μέσα στην νύχτα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, είχε αντικατασταθεί από σκέψεις για τρόπους χαλάρωσης σε μία από τις μαγευτικές παραλίες της πόλης απολαμβάνοντας κάτι δροσιστικό, ώσπου χτύπησε το κινητό μου και άκουσα μία φράση... «Τι θα γίνει; Θα ανέβουμε αύριο;».

Δεν το σκέφτηκα ούτε δευτερόλεπτο. Απάντησα θετικά ενώ οι παλμοί μου είχαν σίγουρα αυξηθεί σημαντικά. Η ημέρα της ανάβασης είχε φτάσει και δεν είχα πολύ χρόνο για να οργανωθώ. Δανείστηκα ένα δεύτερο σακίδιο πλάτης που είχε η φίλη μου η Ντιάνα, ετοίμασα προμήθειες για την εξόρμηση και έτρεξα να προλάβω να αγοράσω έναν υπνόσακο.

Ολα ήταν έτοιμα εκτός από το πιο σημαντικό. Επρεπε να εξηγήσω στην 2 χρονών κόρη μου, η οποία με περίμενε ήδη 2 εβδομάδες, ότι θα χρειαζόταν να λείψω για ακόμη μία ημέρα, ενώ είχα έρθει από Αθήνα λίγες ώρες πριν. Το πρώτο σημαντικό εμπόδιο τελικά το ξεπέρασα και έφτασε η ώρα για να πάμε στον σύλλογο. Φτάσαμε στα γραφεία του Ορειβατικού κατά τις 5. Υπήρχε αρκετή κινητικότητα και πολύ καλή διάθεση από όλους, ενώ κάποια από τα άτομα φορτώνανε σάκους συμμετεχόντων σε ένα φορτηγάκι. Μέχρι τις 6 παρά, είχαμε όλοι γράψει τα ονόματά μας στην λίστα συμμετεχόντων, είχε γίνει η απαραίτητη καταμέτρηση και κανονίστηκε ως πρώτο σημείο συνάντησης το Τουριστικό Ταϋγέτου. Εμείς αποφασίσαμε να πάμε με το δικό μας αυτοκίνητο προσφέροντας δύο ακόμη θέσεις σε όποιον ήθελε να έρθει μαζί μας. Την πρόσκλησή μας δέχτηκαν δύο κοπέλες, η Σύλβια και η Μαρία με τις οποίες και μοιραστήκαμε στιγμές και συγκινήσεις της εξόρμησης από την αρχή μέχρι και το τέλος της.

Φτάσαμε όλοι στο πρώτο σημείο συνάντησης. Τα φιλικά πειράγματα και η θετική ενέργεια από όλους χαρακτήριζαν την μέχρι τότε επαφή μου με τον Ορειβατικό Σύλλογο. Πήραμε έναν καφέ και ένα σνακ για τον δρόμο μέχρι την Σπάρτη, δώσαμε το επόμενο μας ραντεβού στην πηγή Μαγγανιάρη και πριν ξεκινήσουμε βγάλαμε μια αναμνηστική φωτογραφία, η οποία και ανέβηκε στην σελίδα του Ορειβατικού την ίδια στιγμή. 

Ξεκινήσαμε την δύσκολη λόγω των κλειστών στροφών διαδρομή προς Σπάρτη. Από εκεί συνεχίσαμε με κατεύθυνση τον δρόμο προς Γύθειο και μετά από περίπου επτά χιλιόμετρα βγήκαμε από τον κεντρικό δρόμο για να περάσουμε από το χωρίο Ανώγεια. Λίγο μετά είδαμε ταμπέλα που μας κατεύθυνε για το καταφύγιο του Ταϋγέτου ενώ ο καιρός δεν έδειχνε και πολύ φιλικές τάσεις. Είχε ήδη ξεκινήσει να βρέχει. Αφού περάσαμε και τον οικισμό Ντόριτσα, στο τέλος του ασφαλτοστρωμένου δρόμου και σε υψόμετρο 980 μέτρων βρήκαμε την πηγή Μαγγανιάρη, το δεύτερο σημείο συνάντησης όπου και ξεκινούσε το μονοπάτι προς το καταφύγιο.

Παρκάραμε το αυτοκίνητο και συζητήσαμε για το ποιοι από εμάς επιθυμούσαν να ανέβουν στο καταφύγιο από το μονοπάτι και ποιοι με τα αυτοκίνητα. Η αλήθεια είναι ότι με ανησύχησε λίγο ο καιρός, ο οποίος τελικά μετά από ώρα μας έκανε το χατίρι και σταμάτησε να βρέχει, και αποφάσισα να ανέβω με κάποιο από τα φορτηγάκια που θα ανέβαιναν από τον χωματόδρομο. Ακολούθησε πολύς χαβαλές στην καρότσα του αγροτικού μέχρι και που φτάσαμε στο καταφύγιο στην θέση Βαρβάρα, το οποίο βρίσκεται στα 1.550 μέτρα.

Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα είχαμε τακτοποιήσει τα πράγματά μας, είχαμε ετοιμάσει τους υπνόσακούς μας ενώ κάποιοι τολμηροί την ίδια στιγμή ετοιμαζόντουσαν να ξεκινήσουν πολύ σύντομα την ανάβαση στην κορυφή του βουνού με σκοπό να διανυκτερεύσουν εκεί. Αφού ξεκίνησε η πρώτη ομάδα, εμείς που είχαμε μείνει στο καταφύγιο με σκοπό να ξεκινήσουμε στα μέσα της νύχτας την διαδρομή, βγάλαμε ό,τι είχαμε από φαγητό για να το μοιραστούμε για το βράδυ. Αυτό που έλειπε ήταν κάτι καλό να πιούμε. Οταν κάποιοι εκφράσαμε την επιθυμία μας για τσίπουρο, σχεδόν αμέσως έφτασε κάποιος ως από μηχανής θεός φέρνοντας μαζί του ένα μπουκάλι για να συνοδέψει το πλούσιο γεύμα μας. Ο καθαρός αέρας, η ησυχία της φύσης και το τέλειο τοπίο με το γεμάτο φεγγάρι να μας κοιτάζει από ψηλά μου γεννούσε πολύ έντονα συναισθήματα. Μία ευφορία, η οποία κάτι μου έλεγε ότι δε θα τελείωνε και πολύ σύντομα.

Ηρθε η ώρα να χαμηλώσει η λάμπα του καταφυγίου για να μπορέσει να κοιμηθεί όποιος θέλει. Κάποια στιγμή επισκέφτηκα και εγώ τον υπνόσακό μου. Μπήκα μέσα αλλά η λαχτάρα και η αγωνία μου για το άγνωστο της ανάβασης δε μου επέτρεπε να κοιμηθώ. Τουλάχιστον όχι αμέσως, όπως θα επιθυμούσα μιας και θα ξύπναγα εντός πολύ λίγων ωρών. Τελικά τα κατάφερα και ο επόμενος ήχος που άκουσα ήταν η αφύπνιση του κινητού μου που με ενημέρωνε ότι η ώρα ήτανε ήδη τρεις και έπρεπε να σηκωθώ και να ετοιμαστώ για την περιπέτεια της νυχτερινής ανάβασης στην κορυφή του Ταϋγέτου. Πριν προλάβω να το καταλάβω είχε πάει ήδη τρεις και μισή και ήμασταν όλοι έτοιμοι να ξεκινήσουμε. Ο Γιάννης που ήτανε και ο αρχηγός της ομάδας μας ενημέρωσε ότι θα ξεκινήσουμε στην αρχή με αργό ρυθμό και ότι θα πραγματοποιήσουμε 1-2 στάσεις μέχρι την κορυφή.

Είχαμε ήδη ξεκινήσει να περπατάμε το μονοπάτι για την κορυφή μέσα από το δάσος, όταν βλέποντας τα φώτα από τους φακούς μας να σκαρφαλώνουν το επιβλητικό βουνό συνειδητοποίησα τι συμβαίνει και τι δοκιμασία είχα βάλει σκοπό να φέρω εις πέρας. Δεν με φόβισε καθόλου αυτή η σκέψη βέβαια, γιατί ένιωσα οικεία από την πρώτη στιγμή με όλη αυτή την κατάσταση. Η πρώτη μας στάση έγινε μετά από περίπου μία ώρα πορείας, αφού περάσαμε κάποια ρεματιά για να κόβει ο αέρας. Ηπιαμε λίγο νερό, ξεκουραστήκαμε για 5 λεπτά και συνεχίσαμε την πορεία μας, με το επιβλητικό φεγγάρι να μας κρατάει συντροφιά από ψηλά. Η κορυφή του Ταϋγέτου είχε ήδη αρχίσει να φαίνεται στα αριστερά μας. Ανεβαίναμε για περισσότερο από δύο ώρες όταν περάσαμε ακόμη μία ρεματιά, μέχρι που φτάσαμε στις λεγόμενες Πλάκες. Ενα αρκετά ανηφορικό κομμάτι, το οποίο θύμιζε ένα κανονικό πλακόστρωτο μονοπάτι πάνω στην πλαγιά. Εκεί κοντοστάθηκα λίγο και κοίταξα τον ουρανό. Είχε καθαρίσει τελείως από τα σύννεφα και μπορούσες μέσα στα αστέρια να διακρίνεις πεντακάθαρα τους διάφορους αστερισμούς που είναι εφικτό να φανούν με γυμνό μάτι. Ολα κυλούσαν μια χαρά και απολάμβανα κάθε στιγμή της εξόρμησης.

Η δεύτερη και τελευταία στάση μας ήταν στις Πόρτες. Εκεί με το που πέρασα το μικρό σχίσμα που κόβει την κορυφογραμμή έμεινα έκπληκτος από το τοπίο. Το φεγγάρι βρισκότανε ανάμεσα στην ψηλότερη κορυφή του Ταϋγέτου και την Αθάνατη Ράχη, ενώ έριχνε απλόχερα φως στον Μεσσηνιακό Κόλπο. Τόσο εντυπωσιακό που σε άφηνε με το στόμα ανοιχτό. Εκεί φορέσαμε κάτι πιο ζεστό όσοι είχαμε μείνει ακόμη με καλοκαιρινά μπλουζάκια, γιατί το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής θα μας οδηγούσε στην κορυφή του Ταϋγέτου και εκεί οι θερμοκρασίες θα ήτανε αρκετά χαμηλές. Είχε ξεκινήσει να χαράζει και είχαμε μπει στην τελική ευθεία. Μπορούσες πια να διακρίνεις ξεκάθαρα το μονοπάτι που θα μας οδηγούσε στην κορυφή. Το έδαφος ήτανε πολύ πιο ασταθές από την μέχρι τότε πορεία μας, με αποτέλεσμα να κάνει την ανάβαση αρκετά δύσκολη. Η ανυπομονησία όμως του να πατήσεις το πόδι σου στην κορυφή και να περιμένεις την ανατολή ξεπερνούσε κατά πολύ αυτή την δυσκολία.

Φτάσαμε! Τα πόδια μας περπατούσανε στα 2.407 μέτρα. Συναντήσαμε και την ομάδα που είχε διανυκτερεύσει το βράδυ εκεί, μπροστά από το μικρό πλινθόκτιστο ξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία. Το θέαμα που συνάντησα όταν κοίταξα γύρω μου είναι κάτι που δεν είναι δυνατόν να το περιγράψεις με απλές λέξεις. Τα συναισθήματα ήταν τόσο έντονα και το δέος που ένιωσα τεράστιο. Το όλο σκηνικό ήταν τόσο επιβλητικό. Ενιωθες σαν να βρίσκεσαι στο ψηλότερο σημείο του κόσμου. Η ηθική ικανοποίηση και οι εικόνες που συναντάς όταν πατάς το πόδι σου σε αυτή την κορυφή σε αποζημιώνουν για ό,τι πέρασες μέχρι να φτάσεις μέχρι εκεί, με αποτέλεσμα να μη νιώθεις την παραμικρή κούραση.

Σιγά σιγά πλησίαζε 6.20, η ώρα της ανατολής του ηλίου. Ολοι περιμένανε με ανυπομονησία την αυγή για να απολαύσουν το περίφημο φαινόμενο της «Πυραμίδας του Ταϋγέτου». Είχε ήδη ξεκινήσει. Ελάχιστα λεπτά πριν ανατείλει ο ήλιος, σχηματίζεται μέσα στον μεσσηνιακό κόλπο η τέλεια ισόπλευρη τριγωνική σκιά της κορυφής του Ταϋγέτου. Σταθήκαμε τυχεροί γιατί η ατμόσφαιρα ήτανε πολύ καθαρή και μας επέτρεπε να δούμε την πυραμίδα πεντακάθαρα. Βγάλαμε πολύ όμορφες φωτογραφίες μαζί με όλα τα άτομα του συλλόγου, και αφού είχε ανέβει για τα καλά ο ήλιος ξεκινήσαμε την κατάβαση.

Οταν φτάσαμε στις Πόρτες, μας δόθηκε η επιλογή να μην κατέβουμε από το μονοπάτι που ανεβήκαμε, αλλά να ακολουθήσουμε ένα άλλο, λίγο πιο απαιτητικό με σαθρό έδαφος, αφού πρώτα θα είχαμε περάσει να δούμε τον τάφο του Λιαντίνη, του γνωστού καθηγητή και φιλόσοφου που είχε αποφασίσει «να αφανισθεί αυτοθέλητα», όπως χαρακτηριστικά έγραφε στο γράμμα που είχε αφήσει στην κόρη του πριν εξαφανιστεί. Αποφάσισα να μην κατέβω από το μονοπάτι που ήρθα και να δοκιμάσω την άλλη διαδρομή αν και πιο δύσκολη. Τελικά κατεβήκαμε αρκετά γρήγορα την πλαγιά μετά τον τάφο του Λιαντίνη, κόβοντας δρόμο μέχρι που συναντήσαμε τα άτομα που είχαν αποφασίσει να κατέβουν από το ίδιο μονοπάτι που είχαμε ανέβει. Η ομάδα ενώθηκε ξανά μέχρι που κατεβήκαμε στο καταφύγιο, όπου μας περίμενε τέλειος ελληνικός καφές.

Φόρτωσα τα πράγματά μου στο φορτηγάκι και έκατσα λίγο έξω από το καταφύγιο για να ξεκουραστώ και να απολαύσω την φύση. Αυτή την φορά θα διέσχιζα με τα πόδια το περίπου μίας ώρας μονοπάτι που θα οδηγούσε στο σημείο που είχαμε αφήσει το αυτοκίνητο. Ένα τέλειο μονοπάτι κρυμμένο μέσα στο απέραντο πράσινο των δέντρων, τα οποία πρόσφεραν απλόχερα την σκιά που τόσο πολύ χρειαζόμασταν εκείνη την στιγμή. Μία μικρή στάση στην πηγή «Βαρβάρα» μετά από περίπου είκοσι λεπτά περπατήματος. Γεμίσαμε λίγο νερό στα μπουκάλια μας και συνεχίσαμε την κατάβαση για την πηγή Μαγγανιάρη. 

Η περιπέτειά μου τελείωνε και είχα ήδη μια γλυκιά πικρία που όλα αυτά θα έφταναν στο τέλος τους. Είχα περάσει τέλεια και σκεφτόμουν ήδη το ποια θα είναι η επόμενή μου εξόρμηση. Γνώρισα αρκετούς ενδιαφέροντες ανθρώπους που ο καθένας τους είχε να διηγηθεί από μία ή και περισσότερες εμπειρίες σχετικά με την ορειβασία και όχι μόνο.

Με το που γύρισα σπίτι διηγήθηκα στην οικογένειά μου με λεπτομέρειες την πρώτη μου εμπειρία στο βουνό και το βράδυ κοιμήθηκα σε δευτερόλεπτα. Ενα περίεργο συναίσθημα με το που ξύπνησα το επόμενο πρωί, που με έκανε να χαμογελάσω, αλλά και ένα γλυκό πιάσιμο στα πόδια όταν σηκώθηκα, ήμουν σίγουρος ότι σηματοδοτούσαν την έναρξη μίας νέας δραστηριότητας στην ζωή μου.

Ευχαριστώ πολύ τον Ορειβατικό Σύλλογο Καλαμάτας για την ευκαιρία που μου έδωσε να ζήσω αυτή την τόσο έντονη εμπειρία.

Χρήστος Καρράς