Σάββατο, 26 Σεπτεμβρίου 2015 17:31

Η προοπτική των μεταρρυθμιστικών πολιτικών δυνάμεων

Του Βασίλη Σπανού

Ιατρού, υποψήφιου βουλευτή με το Ποτάμι

 

Η πρόσφατη εντολή του εκλογικού σώματος επιλύει μία αντίφαση, με την οποία βαδίζαμε όλο το προηγούμενο διάστημα. Σε όλες τις καταγραφές των διαθέσεων των πολιτών πλειοψηφούσαν ταυτόχρονα η «αντίσταση στα μνημόνια» και η «παραμονή στο ευρώ» και η προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ πήρε εντολή να τα ικανοποιήσει αμφότερα. Στις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου ηττήθηκε η επιμονή σημαντικού μέρους του ΣΥΡΙΖΑ (Λαϊκή Ενότητα) στη στρατηγική της ρήξης με την ΕΕ, με πιθανή την αποχώρηση της χώρας από το κοινό νόμισμα. Οι πολίτες δεν διακινδυνεύουν τη θέση της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, επικροτώντας την υπαναχώρηση του Αλέξη Τσίπρα και μιας μικρής ηγετικής ομάδας περί αυτόν. 

Η απέχθεια της πλειοψηφίας των πολιτών στα επιβληθέντα μέτρα των μνημονίων παραμένει και αυτή εκφράστηκε με την υπερψήφιση των δυνάμεων που «αντιστέκονται στα μνημόνια», δίνοντας νέα εντολή σε συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ. Η αντίφαση που επισημαίνεται στην μετεξέλιξη της πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ αποτελεί, στην πραγματικότητα, αυθεντική έκφραση της πλειοψηφίας των πολιτών. Θα μπορούσε κανείς να κωδικοποιήσει τη στάση αυτή: Εφαρμογή των μνημονίων, ως «αναγκαίο κακό», με αντίσταση σε όποια μέτρα είναι δυνατόν.

Η αμυντική αυτή στάση θα αποδειχθεί ατελέσφορη για δύο λόγους: Αυξάνει την φτώχεια και δεν κατανέμει δίκαια τα βάρη. Η φτώχεια αυξάνεται επειδή τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και του κράτους είναι μεγάλα και οι ανοχές των Ευρωπαίων εταίρων έχουν εξανεμιστεί, οπότε η «αντίσταση» απλώς πολλαπλασιάζει το κόστος των μέτρων, που τελικώς εφαρμόζονται. Η αλήθεια της παραπάνω διαπίστωσης θα γίνει ιδιαίτερα αισθητή στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, όταν χρειαστεί να πληρώσουμε τον «λογαριασμό» της αποτυχημένης επτάμηνης διαπραγμάτευσης, δυσχεραίνοντας έως ασφυξίας την οικονομική κατάσταση των πολιτών και εξανεμίζοντας τα όποια περιθώρια άσκησης πολιτικής από τη νέα κυβέρνηση. Η «αντίσταση» οδηγεί όμως και σε διεύρυνση της κοινωνικής αδικίας, ευνοώντας τους συνήθεις πελάτες του πελατειακού κράτους, αυτούς που ξέρουν καλύτερα την «αγωνιστική διεκδίκηση», ενώ θα έπρεπε να υπάρχει δίκαιη κατανομή των βαρών και σχέδιο προστασίας των πλέον αδύναμων πολιτών. Διατηρεί για παράδειγμα την ετήσια χρηματοδότηση 600.000.000 ευρώ στο ταμείο συντάξεων της ΔΕΗ, την ώρα που μικρομεσαίοι επιχειρηματίες είναι ανασφάλιστοι, επειδή αδυνατούν να πληρώσουν τις εισφορές στα ταμεία τους. 

Λύση υπάρχει, αλλά προϋποθέτει τη μεταμόρφωση της χώρας, με εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στο κράτος, στην οικονομία και στο πολιτικό σύστημα. Οσο η πλειοψηφία των πολιτών δίνει αγώνες οπισθοφυλακής τα εισοδήματα όλων θα μειώνονται, η φτώχεια και η εξάρτηση της χώρας θα πολλαπλασιάζονται. Η Ιρλανδία και η Πορτογαλία αύξησαν τις εξαγωγές τους λίγο πριν βγουν από τα μνημόνια. Αν το καταφέρουμε κι εμείς τα έσοδα του Δημοσίου (μόνο) ισοδυναμούν με τον ΕΝΦΙΑ, ενώ η ευεργετική επίδρασή τους στην οικονομία και την κοινωνική συνοχή είναι πολλαπλάσια. Οι μεταρρυθμιστικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας θα πρέπει να αναδείξουν τα αδιέξοδα της εφαρμοζόμενης πολιτικής, προτείνοντας αλλαγές παντού, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στην ανάγκη δίκαιης κατανομής των βαρών, αλλά και στη μεταμόρφωσή μας σε κοινωνία παραγωγών από ομάδες καταναλωτών. Για την ανάδειξη ενός εναλλακτικού σχεδίου για τη χώρα, που θα στηριχθεί από την πλειοψηφία των ενεργών πολιτών. Το εναλλακτικό σχέδιο θα χρειαστεί σύντομα, επειδή η κατάληξη της «αντίστασης» της κυβέρνησης θα πολλαπλασιάζει τη φτώχεια, την κοινωνική αδικία και την εξάρτηση.

 

Το Ποτάμι, η πολιτική κίνηση που θέλει να μεταρρυθμίσει τη χώρα, απαλλαγμένη από τις καθεστωτικές νοοτροπίες παλιών κομμάτων, αντιμετωπίζει ένα ιδιαίτερα αρνητικό αποτέλεσμα σε αυτές τις εκλογές. Μια πρώτη εξήγηση είναι η αποστράγγιση των πραγματικών του δυνάμεων σε συνθήκες κυριαρχίας της αρνητικής ψήφου, εξ αιτίας της έντονης πόλωσης. Μία εμπεριστατωμένη ανάλυση της πειστικότητας του μηνύματός του σε μια κοινωνία που δείχνει απρόθυμη να αλλάξει θα χρειαστεί -όχι για να υπαναχωρήσει από την ανάγκη να τα «αλλάξουμε όλα», αλλά για να μπορέσει να καταστήσει την ανάγκη μεταρρυθμίσεων και το εναλλακτικό σχέδιο που θα την συνοδεύει κεντρική επιδίωξη μιας κρίσιμης μάζας πολιτών.