Πέμπτη, 14 Μαρτίου 2024 19:13

"Έθνος εξαιρετικά”: Νέα ποιητική σύνθεση από τον Δημ. Κοσμόπουλο

 

Το καινούργιο ποιητικό βιβλίο του Δημήτρη Κοσμόπουλου, με τον παράδοξο τίτλο "Έθνος εξαιρετικά”, (Εκδ. "Περισπωμένη", 2023) έχει ήδη γίνει δεκτό με ενθουσιασμό από τους σοβαρότερους κριτικούς.

Πρόκειται για μια ποιητική σύνθεση όπου η ιστορία των αφανών, μέσα από τον καπνό της μνήμης έρχεται στο προσκήνιο. Αποσπάσματα του βιβλίου ήδη έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, ενώ ολοκληρώνεται η μετάφραση του στην γαλλική και την ιταλική γλώσσα. Με τον ποιητή, δοκιμιογράφο και μεταφραστή Δημήτρη Κοσμόπουλο, που διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό "Κριτήριο" και είναι ο καλλιτεχνικό διευθυντής του Τομέα Λόγου και Γραμμάτων στη "Φάρις”, θα έχουμε την ευκαιρία να συνομιλήσουν σε συνέντευξη που μας έδωσε για την μέρα της ποίησης (στις 21 Μαρτίου, την επόμενη Πέμπτη), ενώ το βιβλίο του θα παρουσιαστεί στην Καλαμάτα , την Τετάρτη 15 Μαΐου, σε ειδική εκδήλωση, στην αίθουσα της “Ε”.

Παραθέτουμε του κείμενο της δρ Φιλολογίας και συγγραφέως Αγάθης Γεωργιάδη για το "Έθνος Εξαιρετικά”, που δημοσιεύθηκε στο bookpress.gr:

Τώρα που καταλάγιασε ο κουρνιαχτός από τις εκδηλώσεις μνήμης και τιμής για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή έχουμε στα χέρια μας τη νέα ποιητική συλλογή του βραβευμένου ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου με τίτλο Έθνος εξαιρετικά (εκδ. Περισπωμένη) για να μας θυμίζει πως η πληγή δεν έχει επουλωθεί ακόμα, ούτε αυτή ούτε και το τραύμα της κυπριακής εισβολής του 1974.

Η ποιητική συλλογή του Κοσμόπουλου αποτίει φόρο τιμής κυρίως στους στρατιώτες που χάθηκαν στα μικρασιατικά πεδία των μαχών αλλά και στους μετέπειτα άγνωστους νεκρούς του ’40 και του Εμφυλίου. Ο ποιητής δημιουργεί συμβολικά, μια «κλίνη των αφανών», όπως ο Θουκυδίδης στον Επιτάφιο του Περικλή, για όσους δεν αναφέρονται στην Ιστορία αλλ’ αγωνίστηκαν με πάθος για την ελευθερία και την ανθρωπιά με το χέρι «κολλημένο στο ντουφέκι» και «τον καημό βαθιά βαθιά στα μάτια τους / σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι».

 

Άνθρωποι του λαού

Εστιάζει περισσότερο στους απλούς ανθρώπους του λαού, αυτούς που κάπνιζαν τα τσιγάρα «Έθνος εξαιρετικά», «Σέρτικα Λαμίας» και «Καρέλια Αγρινίου», αφού από τις αφηγήσεις όσων επέζησαν ή των απογόνων τους πήρε μορφή η ποιητική του έμπνευση.

Όπως λέει ο ίδιος σε πρόσφατη συνέντευξή του στη Μαρία Κορνάρου (Εστία της Κυριακής, 21 Ιανουαρίου 2024):

«Πρόλαβα να μεγαλώσω και να με μεγαλώσουν, στο χωριό μου, άνθρωποι που είχαν πολεμήσει σε όλη αυτή την περιπέτεια του Μικρασιατικού Αγώνα και βεβαίως είχαν συμμετάσχει αυτοί ή τα παιδιά τους στην Εθνική Αντίσταση και είχαν ζήσει την Κατοχή. Ο παππούς μου χάθηκε στην Μικρά Ασία, είχα όμως τους συνομηλίκους του, τα λεγόμενα “παιδιά της κλάσης του ’20”, να με παραμυθούν με τις διηγήσεις τους. Το “Έθνος Εξαιρετικά” είναι μία σύνθεση που αναφέρεται σε αυτούς και προβάλλει την αίσθηση από την ιστορική μνήμη στο σήμερα το ελληνικό. Η ιστορία των αφανών έρχεται από τον καπνό του τσιγάρου τους, που είναι ο καπνός της μνήμης. Η ιστορία των αφανών έρχεται από τα τσιγάρα “Έθνος Εξαιρετικά” που κάπνιζαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι με μεγάλωσαν».

Η ποιητική συλλογή απαρτίζεται από σαράντα πολύπτυχα ποιήματα που συνθέτουν έναν «νεκρόδειπνο». Με πολυφωνικό ποιητικό λόγο, πλούσια εικονοποιία και ποικίλες στιλιστικές επιλογές, μεικτά μέτρα κι έναν αρμονικό συγκερασμό της έμμετρης παράδοσης με τη μοντέρνα ποίηση, ο ποιητής μετασχηματίζει τα θραύσματα των ανώνυμων αφηγήσεων που θησαύρισε στη μνήμη του για τη μικρασιατική συμφορά σε λυρικά, δραματικά και αφηγηματικά ποιήματα.

Διαβάζοντας τη συλλογή Έθνος εξαιρετικά ένα ρίγος μας διαπερνά, καθώς οι στίχοι της ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μας τους κουρασμένους ανώνυμους στρατιώτες να αφηγούνται στον ποιητή με την εύγλωττη σιωπή τους τις ατέλειωτες νύχτες της αγρύπνιας τους.

Διαβάζοντας τη συλλογή Έθνος εξαιρετικά ένα ρίγος μας διαπερνά, καθώς οι στίχοι της ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μας τους κουρασμένους εκείνους ανώνυμους στρατιώτες να αφηγούνται στον ποιητή με την εύγλωττη σιωπή τους τις ατέλειωτες νύχτες της αγρύπνιας τους (νύχτες και νύχτες άκουγε μόνος στο παραγώνι / τη γλώσσα της φωτιάς, τη ζωή του να παφλάζει / να του μιλάει μ’ αλλιώτικη σιωπή και με τις λάμψεις).

 

Σαν τους Ακρίτες και τους Κλέφτες

Τους φαντάζεται μέσ’ απ’ τα κυπαρίσσια να φωτίζουν με το τσιγάρο τους την άγρια νύχτα και τα στιλβωμένα κουμπιά της χλαίνης τους, σαν τους Ακρίτες και τους Κλέφτες. Απόντες από τα βιβλία της Ιστορίας, μπαινοβγαίνουν στη σκέψη του ποιητή, παίρνουν σάρκα και οστά και συνομιλούν μαζί του.

Τους βλέπει με την ποιητική του φαντασία δέκα χρόνια μετά το Μπιζάνι να καπνίζουν το παρήγορο τσιγάρο τους αναμένοντας καρτερικά το χαροπάλεμα στα μαρμαρένια αλώνια, στην Προύσα και το Εσκή Σεχίρ. «Κι ο ποιητής αργοπορεί» μέσα στα άδεια και θεόκλειστα σπίτια, παρατηρώντας στην ξύλινη ντουλάπα τα ρούχα τα καλά κρεμασμένα, τεκμήρια του παροδικού, ενδύματα του τίποτα. / Κάποτε ζεσταθήκανε από κορμιά ανείπωτα (ΙΙΙ).

Από τις καλύτερες στιγμές της συλλογής είναι το ποίημα IV [Χειμωνιάτικο], στο οποίο οι νεκροί παρελαύνουν με γυλιά και χλαίνες σαν ίσκιοι μέσα στο πούσι:

Πήρε να βρέχει πάλι. Στην ανεμοβραχιά

έπεσε ομίχλη. Από τα τζάκια

καρτερικός καπνός, δεν βγαίνει πια.

Χαλάσματα στην εγκαρτέρηση,

τρικλίζουνε. Θεόκλειστα σπίτια.

Άκουσες το γεράκι;

Μην μιλήσεις. Περνάνε οι ίσκιοι των νεκρών.

Περνάνε με γυλιά και χλαίνες

κι άστραμμα ανάβει-σβήνει το εθνόσημο χρυσό,

φλόγα κεριού στο πούσι.

Το χέρι του στα μαλλιά μου,

τα ονόματά τους ψιθυρίζει, με θρόισμα φύλλου. “Λυκούργος … Εσκή Σεχίρ …

Πανάγος …Προύσα …

Δημήτρης…Δρέπανο …Γιάννης, Νικόλας… Ντικελί…”

Ύστερα χάνεται μαζί τους.

Ο ένας μετά τον άλλο οι νεκροί καταφτάνουν στο προσκλητήριο για ν’ αφηγηθούν δραματικά την ιστορία τους. Άλλοι, καθισμένοι στην πέτρα της υπομονής με τα χέρια σταυρωμένα σαν ξερά κλαδιά (V) όπως οι αγωνιστές της «Ρωμιοσύνης», μιλούν ξεροβήχοντας μέσα στη σιωπή για τις νύχτες της αγρύπνιας τους και για τις σφαγές, τους πολέμους και τις εξορίες που έζησαν. μία μάνα θρηνεί γοερά στην ταφή του παιδιού της (XII), μία άλλη κάνει τρισάγιο για τον γιο της που τον έφαγε η θάλασσα (XV). Κι ο ποιητής περιγράφει λυρικά τι απέγιναν στη συνέχεια οι δικοί τους και θλίβεται για το παρόν του τόπου ( VI):

Του λέω “υψώσανε κεραίες, σακατεύουν τον ορίζοντα. Με οθόνες φράζουνε το μέλλον, φαρμακωμένα εληές κι αμπέλια. Τα παιδιά μας, άλλες φυλές. Κι ο τόπος, δες, ξερόφυλλο μες στου Βορηά τα κύματα”. Φυσάει καπνό. Γύρω μυρίζει λιβανιά και Μεγαλοπαράσκευο.

“Εμείς γυρίζουμε ’δ’ απάνου”.

Χαρακτηριστικό της συλλογής είναι η πλούσια εναλλαγή σκηνών που θυμίζουν κινηματογραφική τεχνική: της αφήγησης με τον μονόλογο και τον διάλογο, των σύντομων στίχων με τους μακροπερίοδους στίχους, της αφηγηματικής περιγραφής με την έμμετρη και ρυθμική αφήγηση (VIΙ [δίκην προοιμίου]):

Σαν νυχτερίδες στα τυφλά χτυπούν τους τοίχους

μέρες νεκρές, μέρες τραγούδια, μέρες βόγγοι.

Τα χρόνια τυλιγμένα σε φωνές, σε στίχους

κισσοί τυλίγουνε τις κάμαρες και φθόγγοι.

Ο λόγος ακολουθεί τον ιαμβικό ρυθμό ανακαλώντας ζωηρά το δημοτικό τραγούδι, ενώ τα διακείμενα από την ποίηση του Σολωμού, του Ρίτσου και του Σινόπουλου, δείχνουν μια καλά αφομοιωμένη ποιητική παράδοση. Κύριο γνώρισμα της συλλογής, όπως και γενικότερα της ποιητικής του Κοσμόπουλου, είναι πολυφωνία, η εναλλαγή των ρηματικών προσώπων, η οποία ενισχύει τη θεατρικότητα των ποιημάτων του. Συγκεκριμένα, ο ποιητής αφηγείται πότε σε πρώτο ενικό πρόσωπο και εμπλέκεται συναισθηματικά στην αφήγηση, πότε σε τρίτο και ενίοτε σε δεύτερο ενικό ή πληθυντικό πρόσωπο.

Αναλογιζόμενη όλα όσα ειπώθηκαν και γράφτηκαν για τα 100 χρόνια από τη μικρασιατική καταστροφή και την όλη ίσως ρητορεία που θα αναπτυχθεί το 2024 για τα 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, δεν μπορώ παρά να εκτιμήσω πόσο ζυγιασμένος είναι ο στοχασμός που αποπνέει η ποιητική συλλογή του Δημήτρη Κοσμόπουλου.

Διαλέγεται με το ιστορικό παρελθόν χωρίς ρητορισμό ή εθνικιστική έξαρση. Είναι ένας ποιητικός λόγος που μυρώνει με ευαισθησία και συγκρατημένη συναισθηματική φόρτιση τη μνήμη και τη θυσία όσων σήκωσαν αφανώς στις πλάτες τους τους αγώνες για την πατρίδα, ανεξάρτητα από την έκβασή τους.

 

Αποσπασιοποίηση

Η αποστασιοποίηση αυτή επιτυγχάνεται με την εξισορρόπηση της ομορφιάς της γλώσσας του με την ειλικρίνεια των συναισθημάτων του και με την αποφυγή της στείρας παρελθοντολογίας. Σταθερός προσανατολισμός της συλλογής είναι το ελληνικό παρόν και μέλλον, καθώς ο ποιητής συνειδητοποιεί πως διάγουμε σήμερα μέρες εκφυλισμού της αισθητικής και των αξιών, με «σκυλάδικα» παντού, όπως δείχνει και το ακροτελεύτιο τριμερές σονέτο της συλλογής, το «Σκυλάδικο» (XLII, 1):

 

Σκυλάδικα της Εθνικής οδού

στην νύχτα λαμπερά και στην ομίχλη

σαν φάροι στης φουρτούνας την αχλύ.

Περνώ κρατώντας λήκυθο σποδού.

 

Γδαρμένα ράκη τραγουδιών μ’ ακολουθούν

ξεφτίδια που ένας άνεμος τα φέρνει.

Χρόνια που έμελλε αγρίμια να χαθούν

με Datsun κουβαλώ – βαρύ και γέρνει.

 

Σκυλάδικα σ’ Ελλάδα και Τουρκία

των δρόμων πλανταγμένα πανδοχεία

το κλάμα σας γνωρίζω από παιδί.

 

Αθήνα – Καλαμάτα – Κοντογόνι

κι είναι μαζί μου φίλοι και προγόνοι

στρατιώτες, πρόσφυγες, μιας λύπης συνοδοί. (σελ. 56)

 

Με τη νέα ποιητική του εμφάνιση ο Δημήτρης Κοσμόπουλος τιμά τη συλλογική μνήμη και τις χαμένες πατρίδες. Πολύ περισσότερο: αφήνει μια πολιτική και ηθική υποθήκη σε όλους μας να μελετάμε την ιστορία μας.

 

Λέει χαρακτηριστικά στη συνέντευξή του:

«Για να μην θρηνήσουμε άλλες απώλειες, για να μην δημιουργηθούν καινούριες πολιτείες στην Ελλάδα με τον επιθετικό προσδιορισμό, τον πικρό επιθετικό προσδιορισμό “Νέα Μουδανιά”, “Νέα Σμύρνη”, “Νέα Φιλαδέλφεια”, “Νέα Χαλκηδόνα” κ.ο.κ., για να μην έχουμε δημιουργημένες στην Ελλάδα νέες πόλεις προσφυγικές, “Νέα Λευκωσία”, “Νέα Αμμόχωστος”, “Νέα Κυρήνεια” και “Νέα Λεμεσό”, και ὁ νοῶν νοείτω, θα πρέπει να μελετήσουμε εις βάθος και την ιστορία αλλά και τον πνευματικό πολιτισμό που γέννησε αυτή η ιστορία». Ας τον ακούσουμε.