Πέμπτη, 21 Μαρτίου 2024 19:16

Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης: Ο Δημ. Κοσμόπουλος παρουσιάζει Λόρδο Βύρωνα και Ουίλιαμ Μπλέικ

 

Με αφορμή τον σημερινό εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας της Ποίησης ο καταγόμενος από τη Μεσσηνία, βραβευμένος με το βραβείο Καβάφη, Δημήτρη Κοσμόπουλος δημοσιεύει στην “Ε” επιλεγμένα ποιήματα του Λόρδου Βύρωνα και του Ουίλιαμ Μπλέικ.

Να σημειωθεί μάλιστα ότι μέσα στο τρέχον έτος θα κυκλοφορήσουν από τις εκδόσεις “Κέδρος” ποιήματα του Λόρδου Βύρωνα μεταφρασμένα από τον Δημήτρη Κοσμόπουλο, ενώ αντίστοιχα τα ποιήματα του Μπλείκ θα κυκλοφορήσουν προσεχώς από τις εκδόσεις “Περισπωμένη”.

 

Λόρδος Βύρων

 

Σήμερα γίνομαι χρονών τριάντα έξι

Μεσολόγγι, 22 Ιανουαρίου 1824

Παγωμένη είναι η καρδιά μου από καιρό

Γιατί έπαψε καρδούλες να πυρώνει.

Όμως κι αν έπαψε καρδιές να βαλαντώνει

Διψά το πυρωμένο του έρωτα νερό.

 

——— ¤ ———

 

Μαράθηκαν οι μέρες μου, κίτρινα φύλλα.

Λουλούδια της αγάπης και καρποί

Στον σκώληκα, στον σάρακα, σ’ ανατριχίλα

θανατερή. Στης θλίψης την ντροπή.

 

——— ¤ ———

 

Φωτιά τρυγάει τα κούφια σωθικά μου

Φαντάζουνε νησιά ηφαιστειογενή.

Μα η φλόγα της στα στήθια τα δικά μου

μια νεκρική πυρά. Μ’ αφήνει ημιθανή.

 

——— ¤ ———

 

Ελπίδα, φόβο, της αγάπης το φαρμάκι

Να ξεχειλίζουν την καρδιά με πόνο,

δεν έχω εγώ, στις αλυσίδες λυώνω

δέσμιος σε κρυφό μεράκι.

 

——— ¤ ———

 

Αλλά, μακριά από μένα! Όχι έτσι, μήτε εδώ

χαθείτε λογισμοί – όχι τώρα,

η δόξα ένα στεφάνι ήρθε η ώρα

στο μέτωπο να πλέξει πριν χαθώ.

 

——— ¤ ———

 

Γύρω μου –δες!– σημαίες κυματίζουν

Στις λάμψεις των σπαθιών, η Ελλάδα, η δόξα.

Σπαρτιάτες γεννημένοι, μ’ ασπίδες και με τόξα

Το ίδιο ελεύθεροι, μαζί μας βηματίζουν.

 

——— ¤ ———

 

Σήκω, ψυχή μου! Η Ελλάδα σε προσμένει,

άγρυπνη, η Ελλάδα, πάντα! Ξύπνησε ψυχή.

Άκου στις φλέβες σου την ιαχή

του πατρικού σου αίματος, να υφαίνει.

 

——— ¤ ———

 

Πάτα τα πάθη όταν σηκώνουνε κεφάλι

Ανάξια φύση του ανδρός!

Αδιάφορο αν χαμογελά ή αν κατσουφιάζει πάλι

η ομορφιά, ο κρυφός εχθρός.

 

——— ¤ ———

 

Αν μετανιώνεις για την νιότη σου, προς τι η ζωή;

Της τίμιας θανής η γη, νά την, εδώ, μπροστά σου:

Στης μάχης το πεδίο όρμα και στάσου

μέχρι την ύστερη πνοή.

 

——— ¤ ———

 

Κοίταξε, ψάξε γύρω σου, τάφο για στρατιώτη.

Γύρεψέ τον, αν ζητήσεις θα τον βρεις.

Διάλεξε χώμα καλό κι απ’ τη ζωή την πρώτη

Γείρε στην σιωπή ν’ αναπαυτείς.

 

——— ¤ ———

 

Σ’ αυτήν την κόλαση, δεν έχει άλλο να κάνεις.

Άσε τους στην παράκρουση, στην τρέλα.

Στου κακού τους την κατάρα άσ’ τους. Έλα!

Ο ουρανός τούς δαιμονίζει. Έλα να πεθάνεις.

 

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Το ποίημα αυτό, είναι το τελευταίο ποίημα του Βύρωνα. Γράφτηκε στο Μεσολόγγι, όπου ο ποιητής ήταν έγκλειστος, μαχόμενος με τους Ελεύθερους Πολιορκημένους, στις 22 Ιανουαρίου του 1824. Πρωτομεταφράστηκε από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο υπό τον τίτλο: «Σήμερον συνεπλήρωσα το τριακοστόν έκτον έτος της ηλικίας μου». Η μετάφραση του Σπυρίδωνος Τρικούπη δημοσιεύθηκε στα Ελληνικά Χρονικά, την εφημερίδα του Μεσολογγίου, οκτώ μέρες μετά τον θάνατο του ποιητή. Ο λόρδος Βύρωνας πέθανε άρρωστος βαριά από την κακουχία και τις θέρμες της ελονοσίας στις 7 Απριλίου του 1824. Στην μετάφραση του Τρικούπη, λόγια και ξηρή οπωσδήποτε, διακρίνει κανείς τους τόνους από την γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού, στην οποίαν άλλωστε ο ίδιος ο Τρικούπης προέτρεπε τον Σολωμό να εντρυφήσει και να ασκηθεί. Αναφέρω επίσης, την μεταφραστική ανάπλαση –στα όρια σχεδόν της δημιουργικής παράφρασης– που επιτέλεσε ο ξενιτεμένος στην Νέα Υόρκη Ζακυνθινός, Νίκος Σπάνιας (1924-1990). Μας χάρισε ένα εξαίρετο ελληνικό ποίημα. Η μετάφρασή του πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό Δελφικά Τετράδια (1966). Περιελήφθη στο βιβλίο του Σπάνια: Μεταφράσεις 1941-1971 (Νέα Υόρκη 1972). Αν κατά τον εξέχοντα ποιητή Robert Frost, “μετάφραση είναι ό,τι χάνεται στην μετάφραση», στην δική μας απόπειρα αγωνιστήκαμε να κρατήσουμε ρυθμό και μέτρο του πρωτοτύπου, έτσι ώστε να παράγεται στο γύρισμα στην γλώσσα μας αντίστοιχο αποτέλεσμα.

 

Ουίλιαμ Μπλείκ

Περίπαιζε, κορόιδευε

 

Περίπαιζε, κορόιδευε, Βολτέρε και Ρουσό:

Χλεύαζε και κορόιδευε: Όμως του κάκου!

Όσο την άμμο κι αν την σφεντονίζετε στον άνεμο

Πίσω τη φέρνει ο αέρας, στου προσώπου σας τους λάκκους.

 

Της άμμου κάθε της σπυρί, πολύτιμο λιθάρι.

Καθρεφτισμένο στις αχτίνες τις θεϊκές.

Γυρνώντας πίσω από το χολερό το μάτι σας το φως θα πάρει.

Όμως για πάντα λάμπει στου Ισραήλ τις δημοσιές.

 

Γιατί του Δημοκρίτου τα άτομα

Και τα Νευτώνεια μόρια του φωτός,

Στης Ερυθράς Θαλάσσης την ακτή είν’ άμμος ακόμα.

Εκεί που αστράφτουνε οι σκηνές του Ισραήλ στο φως.

——— ¤ ———

 

Βρεφική λύπη

 

Βόγγηξε η Μάνα μου και κλάμα ο Πατέρας!

Κι εγώ σαλτάρισα στον άπονο ντουνιά:

Γυμνός, μονάχος, στριγγλίζοντας σαν τέρας

Δαιμόνιο, πες, σε σύννεφου πανιά.   

 

Πάσχιζα, τιναζόμουνα, μες στου Πατρός τα χέρια,

Σ’αγώνα μάταιο, τα σπάργανα να σπάσω.

Κουρασμένος και βαρύς στων δεσμών τα γκέμια

Κλαίγοντας στης Μανούλας μου τον κόρφο, είπα ν’ αράξω.

——— ¤ ———

 

Ο Άγγελος

 

Είδα όνειρο μεγάλο. Άραγε τι πάει να πει;

Βασίλισσα, λέει, είμουνα, αμάλαγη παρθένα.

Άγγελος πράος, φρουρός μου είχε κατεβεί

Κι όμως έχυνα δάκρυα, δάκρυα πικρά για μένα.

 

Δάκρυα πλημμύριζα καυτά, την νύχτα, την ημέρα

Κι εκείνος μάζευε τα τόσα δάκρυά μου.

Ναι, δάκρυα έχυνα πικρά, νυχτόημερα

Μα του κρυβόμουνα. Χαρά για την καρδιά μου.

 

Άνοιξε τις φτερούγες του, νύχτα, και- να τον!-φεύγει.

Κι ήρθε μια αυγούλα ρόδινη, ρόδινη κι ορφανή.

Τα μαραμένα δάκρυα κι οι φόβοι γίναν ζεύγη,

Δέκα χιλιάδες λόγχες και σκουτάρια δέσαν την φωνή.

 

Και πάλι ξαναγύρισε, γλυκός ο Άγγελός μου.

Μάταιος όμως ο κόπος του! Πέτρα είχα γίνει.

Της νιότης πάει, πέταξε, ο καιρός ο θαλερός μου.

Και τα μαλλιά μου ολόλευκα είχαν μείνει.

——— ¤ ———

 

Ο σβώλος και το πετράδι

 

«Τίποτε η Αγάπη δεν γυρεύει για λογαριασμό της

Ούτε δίνει μια δεκάρα για τον εαυτό της.

Μα για τον Άλλον εύκολα το είναι της αδειάζει.

Χτίζει Παράδεισο, όπου η Κόλαση ρημάζει.»

 

Έτσι τραγούδησε ένας σβώλος λάσπη, πατημένος

Εκεί που βγήκε το κοπάδι να βοσκήσει.

Μα ένα πετράδι του ρυακιού, χαλίκι ξεπλυμένο

Κελαηδιστό κελάρισμα, στον ίδιο τόνο αρχίζει:

 

« Η Αγάπη όλα τα γυρεύει για λογαριασμό της,

Τον Άλλο αλυσοδένει στην απόλαυσή της.

Χαρά της: Όταν ο Άλλος χάνει, αυξάνει η Άνεσή της,

Στου Παράδεισου τα μέρη, Κόλαση ο ανασασμός της».

 

 

ΕΠΙΜΕΤΡΟ:

Ιρλανδική, ανυπότακτη ψυχή με Κέλτικες ρίζες ο Μπλέικ, στα ποιήματα από τά Άσματα της Εμπειρίας βάζει δυναμίτη στον Προτεσταντικό πουριτανισμό και στην θρησκευτική τακτοποίηση που καλύπτει μόνον ψυχολογικές ανασφάλειες. Εγείρεται συνομιλώντας με τον Θεό το πρόσωπο προς πρόσωπο. Σαν τον Ιώβ, και τους ασκητές της Κελτικής χριστιανικής παράδοσης. Και μιλά αρχέγονα με δίψα αναζήτησης, με σινιάλα μιας αυθεντικής οντολογίας και κοσμολογίας. Απέναντι σε έναν κόσμο που, στην εποχή του, αρχίζει να «τακτοποιεί» τα του ανθρώπου και του κόσμου, με όρους του εργαλειακού ρασιοναλισμού,--χαρακτη για να δώσει άλμα προς το μηδέν όπου εθελουσίως εκτίει την ειρκτή του αδιεξόδου του, ο Μπλἐηκ διεμβολίζει τα αξιωματικά δεδομένα της εποχής του με όρους ενός πρωτόγνωρου και αρχετυπικού λυρισμοὐ. Μιλά ισοτίμως με τον Θεό που ψάχνει απορρίπτοντας την διαστροφή ενός τυράννου των ουρανών και του κόσμου. Ένας λυρικός Ιώβ ή Ισαάκ ο Σύρος στις απαρχές της νεωτερικότητας. Πολύτιμη φωνή λυρικού οίστρου και υπαρκτικής ελευθερίας, για τότε, για τώρα για τους μελλούμενους καιρούς. Κατά έναν τρόπο υπὀγειας συνέχειας δἐ, είναι από τους λυρικούς προγόνους του Βύρωνος , με πρωτοχριστιαμική λυρική ορμή και ανυπότακτη αυθεντικότητα. Αυτή η αυθεντικότητα, έκανε τον Τ.Σ. Έλιοτ, να διατυπώσει την χαρακτηριστική φράση: «Ὁ λυρισμός του λάμπει σαν διάφανη σταγόνα».