Κυριακή, 25 Σεπτεμβρίου 2016 15:05

Ψηφίδες τοπικής Ιστορίας: Η κατάληψη της Καλαμάτας από τους Μανιάτες (1831)

Το καλοκαίρι του 1831 βρίσκει την αντίθεση ανάμεσα στην κυβέρνηση του Καποδίστρια και στην αντιπολίτευση στην κορύφωσή της, με επιστέγασμα την καταστροφή του εθνικού στόλου στον Πόρο από τους Υδραίους (1 Αυγούστου). Οι πιέσεις Αγγλων και Γάλλων αναγκάζουν τον κυβερνήτη να συγκαλέσει Εθνική Συνέλευση για τον Σεπτέμβριο στο Αργος (για επικύρωση ή αλλαγή πληρεξούσιων).

Οι ηγέτες της αντιπολίτευσης στην Υδρα είχαν καταφέρει να πάρουν με το μέρος τους όλα τα αιγαιώτικα νησιά και αποφάσισαν να συγκαλέσουν δική τους Εθνοσυνέλευση στην Υδρα. Οι περιστάσεις για την κυβέρνηση ήταν δυσμενείς: Ο εθνικός στόλος είχε καταστραφεί, η οικονομική κατάσταση ήταν απελπιστική και οι Αγγλογάλλοι συμπαθούσαν την αντιπολίτευση. Ηδη από τον Ιανουάριο, οι Μανιάτες -με αρχηγό τον Ηλία Κατσάκο Μαυρομιχάλη- είχαν στασιάσει και η Συνταγματική Διοικητική Επιτροπή της Σπάρτης χειριζόταν το πολιτικό μέρος της στάσης. Το γεγονός αυτό εκμεταλλεύτηκε η αντιπολίτευση για αντιπερισπασμό στα κυβερνητικά στρατεύματα.

Υδραίικο σκάφος κατευθύνθηκε προς τα παράλια της Μάνης (6-8 Αυγούστου) με σκοπό να συλλάβει κυβερνητικά πλοία και να παρακινήσει τους Μανιάτες να ταχθούν κάτω από τις οδηγίες του Κατσάκου Μαυρομιχάλη. Τα κυβερνητικά πλοία που βρίσκονταν στα παράλια της Μεσσηνίας και της Μάνης έπεσαν εύκολα στα χέρια τους και έτσι εξασφάλισαν τον απόλυτο έλεγχο στη θάλασσα. Κατευθύνθηκαν προς το Λιμένι για να συναντήσουν και να πείσουν τους Μανιάτες. Ο Κατσάκος όμως ζήτησε περισσότερα χρήματα. 

Εν τω μεταξύ, οι Μανιάτες απέτυχαν να καταλάβουν το Μέζαπο παρά την υδραίικη στήριξη. Στις 23 προς 24 Αυγούστου, οι κάτοικοι -ύστερα από πολύωρη μάχη- παρέδωσαν τις Κιτριές και αποχώρησαν. Στις 26 Αυγούστου, οι Καπετανάκηδες εγκατέλειψαν το Αλμυρό μόλις είδαν τα υδραίικα πλοία και 500 Μανιάτες με επικεφαλής τον Κατσάκο να το καταλαμβάνουν. Η απουσία κυβερνητικών πλοίων φόβισε τους οπλαρχηγούς, οι οποίοι βοηθούσαν την κυβέρνηση στον αγώνα εναντίον των Μαυρομιχαλαίων.

Το Αλμυρό ορίστηκε κέντρο των αντικυβερνητικών (της Συνταγματικής Διοικητικής Επιτροπής της Σπάρτης και της Υδραίικης Επιτροπής). Με επιστολές, καλούσαν τους κατοίκους -με αντάλλαγμα την αμοιβή- να καταταχθούν στο στρατό που ετοιμαζόταν. Μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου είχαν μαζευτεί περίπου 1.500 άνδρες. Ο φόβος της Υδραίικης Επιτροπής ήταν μήπως οι ατίθασοι Μανιάτες προβούν σε αρπαγές και λεηλασίες.

Οι Καλαματιανοί είχαν καταληφθεί από φόβο βλέποντας τις εξελίξεις, ενώ και ο διοικητής της πόλης (Τομπακάκης) ήταν ανήσυχος. Μοναδική ελπίδα φάνταζε ο Γενναίος Κολοκοτρώνης που έφτασε με 300 άνδρες για να ενισχύσει το τάγμα που είχε στρατοπεδεύσει και η διαβεβαίωση της κυβέρνησης ότι στέλνει εθνικά και ρωσικά πλοία για την καταστολή της στάσης.

Η πρώτη σύγκρουση έγινε στα Γιαννιτσάνικα. Ομάδα Μανιατών, οχυρωμένη σε πύργους του Καπετανάκη, ήρθε σε συμπλοκή με τους άνδρες του Γενναίου Κολοκοτρώνη και σκότωσε δύο απ' αυτούς. Σε λίγο, οι Μανιάτες κατέλαβαν και το Τελωνείο της πόλης. Οι Καλαματιανοί τρομαγμένοι προσπάθησαν να διαφύγουν αλλά εμποδίστηκαν από τον διοικητή, ο οποίος τους διαβεβαίωσε ότι δεν διατρέχουν κίνδυνο.

Οταν μπήκαν στην Καλαμάτα οι Μανιάτες, ο Κατσάκος τους υποσχέθηκε προστασία αν έφευγαν από την πόλη τα κυβερνητικά στρατεύματα. Αυτό δεν έγινε και έτσι στις 2 Σεπτεμβρίου εξαπέλυσε επίθεση. Παράλληλα, οι Υδραίοι κανονιοβολούσαν την πόλη από την παραλία. Τα κυβερνητικά στρατεύματα άντεχαν μέχρις ότου ο Νικήτας Φλέσσας διευκόλυνε την είσοδο των Μανιατών. Παρά την προδοσία ο πόλεμος συνεχιζόταν όλη μέρα. Αλλά στις τάξεις των πολιορκημένων άρχισαν οι λιποταξίες και ο φόβος για νέα προδοσία. Ο διοικητής της πόλης και ο Γενναίος υποπτεύονταν τους αντικυβερνητικούς Καλαματιανούς. Αποφάσισαν υποχώρηση και αποχώρησαν την νύχτα για τη Φουρτζάλα (σημερινή Θουρία). Το πρωί της 3ης Σεπτεμβρίου οι Μανιάτες κατέλαβαν την πόλη. Σπίτια και μαγαζιά λεηλατήθηκαν και ξέσπασαν στους ανυπεράσπιστους Καλαματιανούς.

Η κατάληψη της Καλαμάτας από τους Μανιάτες προκάλεσε μεγάλη αίσθηση. Οι αντικυβερνητικοί κάτοικοι της περιοχής βρήκαν την ευκαιρία να επιβάλουν τη θέλησή τους. Ολα τα χωριά της επαρχίας Καλαμάτας, η Μεσσήνη, η Ανδρούσα, η Μικρομάνη τάχθηκαν με την αντιπολίτευση. 

Η Συνταγματική Διοικητική Επιτροπή της Σπάρτης επαίνεσε ως γνήσιους πατριώτες όσους τάχθηκαν στον αντικυβερνητικό αγώνα και τους παρότρυνε να εκλέξουν νέους πληρεξούσιους. Παράλληλα, απέδωσε τη λεηλασία της Καλαμάτας στις προκλήσεις της κυβέρνησης και τους υποσχέθηκε ευταξία. Επίσης, παρακίνησαν τους Καπετανάκηδες και Κουμουνδουριάνους -που ήταν πιστοί στην κυβέρνηση- να λάβουν μέρος στον «ευγενή» σκοπό.

Η νίκη των Μανιατών διαμόρφωσε ευνοϊκές συνθήκες για την αντιπολίτευση. Οι οπλαρχηγοί τηρούσαν ουδέτερη στάση είτε από φόβο για τα κτήματά τους -που βρίσκονταν σε ελεγχόμενα από τους Μανιάτες εδάφη- είτε γιατί δεν ερχόταν για υποστήριξη ναυτική κυβερνητική δύναμη. Τα πράγματα όμως άλλαξαν όταν εμφανίστηκαν στο προσκήνιο το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα και οι δυνάμεις του Θ. Κολοκοτρώνη.

Το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα βρισκόταν στην Ελλάδα από τον Αύγουστο του 1828 για την εκδίωξη των αιγυπτιακών στρατευμάτων. Ηδη από το 1830, οι Γάλλοι άρχιζαν να εκφράζουν την αντίθεσή τους στον Ι. Καποδίστρια. Μετά την κατάληψη της Καλαμάτας, οι Γάλλοι έστειλαν στρατιώτες -από τη βάση τους στη Μεθώνη- για να προστατεύσουν την πόλη και τους κατοίκους από τις αυθαιρεσίες των Μανιατών. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1831 ο Γάλλος στρατηγός διέταξε την εκκένωση της πόλης από τους ενόπλους καθώς και την απομάκρυνση των υδραίικων πλοίων. Η απαγόρευση της εξαγωγής λαφύρων εξόργισε τους Μανιάτες. Ο Κατσάκος τους έπεισε με δυσκολία ν' αναχωρήσουν για τα Γιαννιτσάνικα. Την επομένη (6 Σεπτεμβρίου) ο γαλλικός έλεγχος της πόλης σταθεροποιήθηκε.

Η ηγεσία των Μανιατών δεν έφερε αντίρρηση στους Γάλλους γιατί διακατέχονταν από το φόβο της εμφάνισης στην περιοχή των δυνάμεων του Θ. Κολοκοτρώνη (που βρισκόταν στην Καρύταινα).

O Γέρος του Μοριά διέταξε τη στρατολόγηση των κατοίκων της κεντρικής Πελοποννήσου και με τάγματα ιππικού που του έστειλε η κυβέρνηση έφτασε στη Σκάλα (στρατόπεδο Γενναίου) στις 8 Σεπτεμβρίου. Η παρουσία των Γάλλων στην Καλαμάτα εμπόδιζε τον Ελληνα στρατηγό να λάβει δράση εναντίον των Μανιατών. 

Οι αντιπολιτευόμενοι Καλαματιανοί έπεισαν τους συμπολίτες τους -με άλλοθι την ασφάλεια της πόλης- να ζητήσουν την παραμονή των Γάλλων. Στις 9 Σεπτεμβρίου, ο διοικητής Καλαμάτας και ο Θ. Κολοκοτρώνης μαζί με το ιππικό μπήκαν στο Νησί (Μεσσήνη) 

Οι Γάλλοι ζήτησαν από τον Γέρο του Μοριά να εγκαταλείψει το Νησί. Ο Θ. Κολοκοτρώνης απάντησε ότι περίμενε τις εντολές της κυβέρνησης και δεν μπορούσε να παραδώσει την πόλη. Οι Γάλλοι απείλησαν με τη δύναμη των όπλων αλλά ο Ελληνας στρατηγός έμεινε αμετάπειστος και ειδοποίησε τον Γενναίο να σπεύσει σε βοήθεια. Σε λίγο, ο αντισυνταγματάρχης Δ. Καλλέργης μπήκε στο Νησί με ιππικό και ενίσχυσε τα κυβερνητικά στρατεύματα. 

Ο Καποδίστριας  ήταν ανήσυχος γιατί γνώριζε την επαφή Μανιατών και Γάλλων (υπήρξε συνάντηση του υπασπιστή του Γάλλου στρατηγού με τους Μαυρομιχάληδες στο Λιμένι), και γι' αυτό ζήτησε την μεσολάβηση του Γάλλου αντιπρέσβη ώστε να παραδοθεί η Καλαμάτα στις ελληνικές αρχές. 

Η στάση της αντιπολίτευσης οφειλόταν στην ναυτική υπεροχή της μετά την καταστροφή των εθνικών πλοίων στον Πόρο. Ετσι, ο Καποδίστριας ζήτησε τη βοήθεια των Ρώσων. Αυτοί έστειλαν φρεγάτα στα μεσσηνιακά παράλια και στις 10 Σεπτεμβρίου 1831 απέκλεισαν τα αντικυβερνητικά πλοία στο Αλμυρό. Οι Υδραίοι απέρριψαν τις προτάσεις των Ρώσων και προσπάθησαν να φύγουν αλλά δεν τα κατάφεραν.

Οι Μανιάτες τρόμαξαν από τα γεγονότα και υποχώρησαν. Η ισορροπία δυνάμεων είχε ανατραπεί υπέρ της κυβέρνησης. Ο Θ. Κολοκοτρώνης κατείχε το Νησί, οι Ρώσοι τα παράλια και ο Γενναίος είχε συγκεντρώσει δυνάμεις στη Φουρτζάλα και το Καμάρι. Οι κυβερνητικοί των επαρχιών πήραν θάρρος, ενώ οι πρωταίτιοι των αντιπολιτευομένων πιάστηκαν. 

Μετά την καταστροφή του υδραίικου στολίσκου στο Αλμυρό, ο Θ. Κολοκοτρώνης θεώρησε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να καταφέρει πλήγμα στον Κατσάκο. Στις 12 Σεπτεμβρίου έφτασε στο Αλμυρό και συνάντησε τους Καπετανάκηδες και άλλους οπλαρχηγούς της περιοχής και απέσπασε την υπόσχεσή τους ότι θα συλλάβουν τον Κατσάκο. Οι Ρώσοι, με τη σειρά τους, υποσχέθηκαν ότι θα πλεύσουν στο Λιμένι για να κατεδαφίσουν με τα πυροβόλα των πλοίων τους πύργους των Μανιατών. Για να εξασφαλιστεί η επιτυχία του εγχειρήματος, ειδοποιήθηκε ο έκτακτος επίτροπος της Σπάρτης Π. Αναγνωστόπουλος και οι οπλαρχηγοί της Δυτικής Σπάρτης για να βοηθήσουν από την ξηρά. Το σχέδιο όμως απέτυχε γιατί οι Ρώσοι συναντήθηκαν με τους συγγενείς του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη για να συνδιαλλαγούν. Ούτε όμως οι καπετάνιοι του Βαρουσίου και της Σκαρδαμούλας τήρησαν την υπόσχεσή τους για να χτυπήσουν αποτελεσματικά τον Κατσάκο που είχε οχυρωθεί με ελάχιστους άνδρες στους Δολούς. Τότε, ο Θ. Κολοκοτρώνης πρότεινε να χρησιμοποιηθούν τα εθνικά πλοία για να κατεδαφιστούν οι πύργοι των Μαυρομιχάληδων στο Λιμένι και στις Κιτριές, και του Χρηστέα στον Αγιο Δημήτριο. Η θέση του Κατσάκου χειροτέρευε συνεχώς. Λίγο αργότερα, επεδίωξε τη συναλλαγή.

Οι Γάλλοι επέμεναν να κρατούν την Καλαμάτα. Ο Ι. Καποδίστριας βρισκόταν σε δύσκολη θέση γιατί οι υποχρεώσεις της Ελλάδας προς τη Γαλλία ήταν τέτοιες που δεν του επέτρεπαν να χρησιμοποιήσει άλλο τρόπο από την πειθώ. Βέβαια, μετά την αποκατάσταση της τάξης, δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν την παραμονή τους στην πόλη. 

Πηγή:

- Χρήστος Λούκος, Η κατάληψη της Καλαμάτας από τους Μανιάτες το 1831 και η επέμβαση των Γάλλων στις διενέξεις των Ελλήνων, περιοδικό "Μνήμων", τεύχος 1, 1971.

Η ομάδα "Πάμε βόλτα"