Κυριακή, 11 Ιουνίου 2017 11:42

Η επέτειος της Μάχης της Δραμπάλας 

Τα απομνημονεύματα του αγωνιστή τού 1821 Γεωργίου Ι. Γεωργαντά από τον Ακοβο Αρκαδίας, του ηρωικού καπετάν Γεώργαρου, κατέγραψε ο γιος του Ιωάννης ή Γιάννακας όπως του τα διηγήθηκε ο ίδιος ο καπετάνιος. Από εκεί μαθαίνομε για την ιστορική μάχη της Δραμπάλας που έγινε την ημέρα της Πεντηκοστής, τον Ιούνιο τού 1825. 

«Αρχίσαμε τον πόλεμο. Οι τούρκοι βάραγαν κι αυτοί… εκρυφτήκαμε στους λόγγους… σε λίγο όμως άρχισε πάλι το κακό πολύ μεγάλο, ένας αράπης που τον έλεγαν Μπραΐμη με πολύ ασκέρι ήρθε κι άραξε στο Νιόκαστρο… εμαζευτήκαμε όλοι στη Σολομωνή (ναός σε περιοχή κοντά στον Ακοβο) ημέρες δεκαεφτά, εκάναμε συμβούλιο τι να κάνομεν να γλυτώσομεν από το κακό που ερχότανε… μας έφεραν χαμπέρι ότι ο αράπης εξάντησε στην Πιπερίτσα με πολύ ασκέρι και πολλούς καβαλαρέους, μαύρισε ο τόπος… ο Θοδωράκης (ο Κολοκοτρώνης) κατέβαζε η κούτρα του πολλά και γι’ αυτό τον ακούγαμε και εκάμναμεν ό,τι μας συμβούλευε… όλοι κάναμε κουβέντα πού θα βαρέσουμε τον αράπη, η απόφαση έγινε, θα τον βαρέσουμε στη Δραμπάλα, από εκεί περνάει η στράτα που έρχεται από του Μυστρά και τελειώνει κοντά στη Ζάκυνθο…».

Ο Κολοκοτρώνης, αδελφικός φίλος με τον καπετάν Γεώργαρο από τα παιδικά τους χρόνια, τον συμβουλεύει να οχυρωθούν οι αγωνιστές ψηλά στην Τραπεζόρραχη κοντά στον Ακοβο, κλείνοντας με πέτρες τα περάσματα, και να χτυπήσουν τον Ιμπραήμ στη «λάκκα της Δραμπάλας» μη αφήνοντάς τον να πατήσει το ύψωμα. Ο Κολοκοτρώνης υπόσχεται πως ο ίδιος θα φροντίσει την οικογένεια του Γεώργαρου, αν αυτός σκοτωθεί στη μάχη, και του ζητά να κάνει το ίδιο κι εκείνος σε ανάλογη περίπτωση. Ο Ακοβίτης καπετάνιος απαντά: «Αδερφέ μου, Θοδωρή, αν σκοτωθώ, θα πεθάνει και η φαμίλια μου, εγώ στην Τραπεζόρραχη θα πάρω και την φαμίλια μου…». 

Κάτοικοι από τα γύρω χωριά καταφεύγουν στα κοντινά μοναστήρια της Ρεκίτσας και του Αγίου Νικήτα για να σωθούν. Ο Κολοκοτρώνης εμψυχώνει τους παραμείναντες αγωνιζόμενους: «Αδέρφια χριστιανοί, παιδιά μου, το κακό που έρχεται είναι μεγάλο αλλά ο Θεός θα μας γλυτώσει γιατί έχουμε πίστη… όρκο δώσαμε στο Χριστό να μας βοηθήσει να διώξουμε τον αράπη, και θα χτίσωμεν καινούργια και μεγάλη την εκκλησία του…». Και συνεχίζει ο καπετάνιος στα απομνημονεύματά του μιλώντας για τον Κολοκοτρώνη: «…και πολλά άλλα μας μολόγησε που όλοι μας κλάψαμε σαν τα μωρά παιδιά».

Πράγματι, ο καπετάν Γεώργαρος παίρνει τη γυναίκα του Μαριώ και τα τρία παιδιά του και μαζί με άλλους ανεβαίνουν στην Τραπεζόρραχη. Εκεί, αφού έφραξαν με κοτρώνια την πλευρά κατά την λάκκα της Δραμπάλας, γονάτισαν γύρω-γύρω στις πέτρες και προσευχήθηκαν στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, που βρίσκεται και σήμερα ξαναχτισμένο στο ύψωμα της Τραπεζόρραχης. Επειτα ταμπουρώθηκαν και περίμεναν την επίθεση, ενώ οι εχθροί προχωρούσαν ανύποπτοι προς το μέρος τους. 

«…Στη μέση της  Δραμπάλας εγώ τους βάρεσα βόλι ένα, σταμάτησαν γρήγορα, από πού έφτασε το βόλι δεν κατάλαβαν, συνάχτηκαν πολλοί. Τότε εγώ τους βάρεσα πάλι βόλι ένα, ήτανε ώρα γιόμα θεριστής δύο, χίλια οκτακόσια είκοσι πέντε… τότε εγώ όπως με είχε συμβουλέψει ο Θοδωράκης ανέβηκα στο κοτρώνι ψηλά και φώναξα εδώ είμαστε, τουρκαραπάδες, και βάρεσα βόλια τρία…». 

Οι πυροβολισμοί συνεχίστηκαν. Πυροβολούσαν ο Γιώργης Μενούνος, ο Κωνσταντίνος Βιργιάννης, ο Γιάννης Μεταξάς, ο Θοδωρής Τσικριντζής, ο Γιώργης Βέκκος, και μαζί και οι γυναίκες, η Μαργιώ η Χριστογιώργαινα, η Κολοβίνα και η Μεταξογιαννού. Οι υπόλοιποι ήταν ταμπουρωμένοι. Ο Ιμπραήμ επιδιώκει να τους κυκλώσει αλλά οι αγωνιστές δεν ανησυχούν, αφού γνωρίζουν ότι εκτός από την πλευρά της λάκκας «στο άλλο μέρος δεν πατάει πετούμενο». 

Στις απανωτές επιθέσεις των εχθρών οι ήρωες και ηρωίδες αντιστάθηκαν σθεναρά επί τρεις μέρες περιμένοντας ενισχύσεις και επιδιώκοντας να αποτρέψουν τον Ιμπραήμ να προχωρήσει προς την Τριπολιτσά. Οι πολεμιστές μοίραζαν το ελάχιστο ψωμί που είχαν, έδιναν το ελάχιστο νερό στα παιδιά που είχαν μαζί τους. Εν τω μεταξύ, η Μαργιά και η Μεταξογιαννού πήραν τα κεφάλια δυο αραπάδων που πέρασαν τον φράχτη. Οι αγωνιζόμενοι, μετά τα βόλια και τις πέτρες, κόβουν τα κεφάλια των τουρκοαιγύπτιων με τα γιαταγάνια, ενώ τους έσωζαν οι «μπάλες» των εχθρών, που καθώς ήταν βραδυφλεγείς, τις έσπρωχναν πίσω και αυτές έσκαζαν στο πεδίο των κατόχων τους αντί πάνω στους Ελληνες. «Ο αράπης ούτε μια μπάλα θα μας βάραγε», αν ήξερε με τι πυρά τους χτυπούσαν οι αγωνιστές, έλεγε ο καπετάν Γεώργαρος. Τελικά, σχεδόν εξουθενωμένοι οι μαχητές ειδοποιούνται από τον Κολοκοτρώνη πως ο Ιμπραήμ υποχωρεί εγκαταλείποντας την επίθεση στην Δραμπάλα και βαδίζει προς την Οιχαλία. 

«…γιουρούσι κάμαν οι αραπάδες, εκατό και παραπάνω τους άφησα να ζυγώσουν σιμά, εφώναξα μπαταριά, όσα βόλια τόσα κουφάρια, οι άλλοι λάκησαν…», τόνισε ο καπετάνιος.

Μέσα στον πανικό όμως και νομίζοντας λανθασμένα ότι θα πατούσαν την Τραπεζόρραχη οι εχθροί, κάποιοι άνδρες και γυναίκες που πολεμούσαν, ορμούν και πέφτουν από τον βράχο, για να γλυτώσουν από την εχθρική απειλή. Οι απώλειες μεγάλες και από την πλευρά των εχθρών και από την πλευρά των Ελλήνων. Η θυσία όμως των τελευταίων έδωσε στους αγωνιστές της υπόλοιπης επαναστατημένης Ελλάδας τον χρόνο και την ευχέρεια να ανασυνταχθούν μετά τη συμφορά από την επιδρομή του Ιμπραήμ και να συνεχίσουν τον αγώνα για Απελευθέρωση.

Φέτος, ανήμερα της Πεντηκοστής, τιμήθηκε η ιστορική επέτειος της Μάχης της Δραμπάλας από τους κατοίκους του Ακόβου και της γύρω περιοχής με τις άοκνες προσπάθειες του προέδρου της κοινότητας Ακόβου Κωνσταντίνου Σωφρονά και τη διοργάνωση του δήμου Μεγαλόπολης. Η συμμετοχή του κόσμου ήταν μεγάλη, ενώ ο εορτασμός ολοκληρώθηκε με συνεργασία του Πολιτιστικού Συλλόγου Ακόβου (με πρόεδρο τον Γιώργο Χάππα), των Συλλόγων Ακοβιτών Καλαμάτας και Αθήνας και Πειραιά, του πολιτιστικού συλλόγου Βέργας, του χορευτικού συλλόγου Μεγαλόπολης και με παρουσία πολιτικών προσώπων και εκπροσώπων της Ελληνικής Πολιτείας, του Στρατού, της Αστυνομίας και Πυροσβεστικής. Μετά την δοξολογία που τελέσθηκε από τον μητροπολίτη Μεγαλοπόλεως στον τωρινό νεόδμητο ναό της Αγίας Παρασκευής, τον κόσμο που παρευρισκόταν στον εορτασμό καθήλωσαν οι παραδοσιακοί χοροί και το παραδοσιακό τραγούδι από τον Παναγιώτη Μάλαμα καθώς και ένα συγκινητικό επίκαιρο δρώμενο καλαματιανής θεατρικής ομάδας, ενώ εντυπωσιακή ήταν η έκθεση παλαιών αντικειμένων και όπλων από την εποχή της Επανάστασης του 1821, που είχε μεταφέρει στον χώρο ο συλλέκτης Σπύρος Κατσίρας. Τέλος, τον πανηγυρικό λόγο, μεστό από ιστορικά γεγονότα και επίκαιρα νοήματα, εκφώνησε ο πρόεδρος του Συλλόγου Ακοβιτών Καλαμάτας Αθανάσιος Σταθόπουλος. Από την κοινότητα του Ακόβου το μεσημέρι παρατέθηκε γεύμα στους παρευρεθέντες στον εορτασμό.   

 

Μαρία Παρ. Σταθέα

Φιλόλογος - συγγραφέας