Δευτέρα, 08 Ιουλίου 2019 18:11

Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Το κάστρο του Μελιγγού στο Γαϊδοροβούνι του Νομιτσί (α' μέρος)

Γράφτηκε από τον
Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Το κάστρο του Μελιγγού στο Γαϊδοροβούνι του Νομιτσί (α' μέρος)

 

Στα μεσοβυζαντινά χρόνια, το 746-747 μ.Χ. ξεκίνησε από την Καλαβρία και τη Σικελία μια επιδημία, ένας από τους συνηθισμένους λοιμούς που αφάνισαν μεγάλα τμήματα πληθυσμών. Αυτή η επιδημία πέρασε και στην Πελοπόννησο από τη Μονεμβασιά και απλώθηκε σε όλη σχεδόν τη βυζαντινή αυτοκρατορία: «οίον τι πυρ επινεμόμενον επί την Μονεμβασίαν και Ελλάδα και τας παρακειμένας νήσους…»

Μετά την αραίωση του πληθυσμού από την επιδημία, αλλά και την εντολή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου για μεταφορά πληθυσμών από την περιφέρεια και κυρίως την Πελοπόννησο, στην αραιωμένη από το λοιμό πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, μεγάλες νομαδικές ομάδες από την κεντρική και ανατολική Ευρώπη, κυρίως Σλάβοι, άρχισαν να κατεβαίνουν και να εγκαθίστανται σταδιακά στην ελληνική χερσόνησο, δημιουργώντας αυτόνομες, ομοιογενείς ομάδες εποίκων.

Η σλαβική κάθοδος στην Πελοπόννησο γινόταν ανενόχλητα και οι νομάδες μετακινούνταν συνεχώς μέχρι να βρουν κατάλληλο τόπο για εγκατάσταση. Ο κατάλληλος τόπος βέβαια έπρεπε να ήταν ασφαλής, κατά προτίμηση ορεινός και δυσπρόσιτος, αλλά και να ευνοούσε τις σλαβικές καλλιέργειες που απαιτούσαν πολλά νερά. Η κάθοδος αυτή των Σλάβων είχε αρχίσει σταδιακά από τον 6ο αιώνα και προκάλεσε κι άλλες εσωτερικές μεταναστεύσεις γηγενών πληθυσμών που αναγκάστηκαν να βρουν αλλού ασφαλή μέρη για να κατοικήσουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας μετακίνησης είναι, τον 7ο μ.Χ. αιώνα, η μεταφορά της αρχαίας Κορώνης που μέχρι τότε βρισκόταν στο Πεταλίδι στη σημερινή της θέση, δηλαδή στη θέση της μεσσηνιακής Ασίνης.

Η αρχική σλαβική κάθοδος τοποθετείται γύρω στο 600 μ.Χ., όταν μετά από τους λοιμούς και τις επιδρομές των Ούννων του Αττίλα χαλάρωσαν τα μέτρα στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας κι έτσι σιωπηλά έγινε αποδεκτή η κάθοδος των σλαβικών φύλων στο νότο. Αυτή η σιωπηλή αποδοχή τεκμηριώνεται από το ότι οι νεοφερμένοι Σλάβοι λαθρομετανάστες, σαν «αναπόγραφοι» και νομάδες, αρχικά δεν αναγκάστηκαν να πληρώνουν φόρους αλλά ούτε υποχρεώθηκαν να δεχθούν το βάπτισμα στη χριστιανική θρησκεία. Ενας τόπος που συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις για την εγκατάστασή τους ήταν μεταξύ άλλων κι ο Ταΰγετος, που μετά και από τους λοιμούς και τις επιδημίες έμεινε αραιοκατοικημένος.

Ετσι ένα τμήμα των Σλάβων, οι Εζερίτες, εγκαταστάθηκε στις ανατολικές κι ένα άλλο, οι Μελιγγοί (ή Μηλιγγοί), στις δυτικές πλαγιές του Ταϋγέτου. Οπως στο Πεταλίδι, έτσι και στο Γύθειο αλλά και στα μικρά χωριά της Αλαγονίας, οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν εκτοπίζοντας τους λίγους αυτόχθονες που αναγκάστηκαν έτσι να κατευθυνθούν σε άλλες οχυρές πόλεις. Οι νεοφερμένοι, κυρίως γεωργοί και κτηνοτρόφοι, είχαν κλειστή κοινωνική δομή αλλά και δημοκρατική οργάνωση. Οι ομάδες τους, οι Ζουπανίες όπως ονομάζονταν, είχαν έναν αρχηγό, τον Ζουπάνο (τσοπάνο) ή έξαρχο ή ρήγα, αλλά στα σοβαρά ζητήματα συνεδρίαζαν όλοι μαζί σε μια τοπική βουλή τη λεγόμενη βέτσε (vece). Σαν κλειστές και αυτοδύναμες κοινωνικές ομάδες οι Σλάβοι διατήρησαν τις δικές τους αντιλήψεις και φέρονταν αλαζονικά προς τους νόμους και τους κανόνες τόσο των Βυζαντινών όσο και αργότερα των Φράγκων. Ετσι δεν άργησαν να έρθουν οι προστριβές αλλά και οι σλαβικές επαναστάσεις. Στο «Χρονικό της Μονεμβασίας» ο συντάκτης του αναφέρεται στους Σλάβους: «ότι Ζυγός του Μελιγού ενι γαρ δρόγος μέγας κι έχει κλεισούρες δυνατές και χώρες γαρ μεγάλες, ανθρώπους αλαζονικούς, ου σέβονται αφέντην...»

Η πρώτη σλαβική εξέγερση καταγράφηκε το 783μ.Χ., επί αυτοκράτειρας Ειρήνης της Αθηναίας. Τα πρώτα δέκα χρόνια της βασιλείας του Κωνσταντίνου ΣΤ΄, μέχρι αυτός να ενηλικιωθεί, αφού ανέλαβε την αρχή σε ηλικία δέκα ετών, την επιτροπεία ασκούσε με βασιλική ισχύ η φιλόδοξη μητέρα του Ειρήνη. Βέβαια λόγω και του αδύναμου χαρακτήρα του Κωνσταντίνου και μετά την ενηλικίωσή του η Ειρήνη συνέχισε να συμβασιλεύει και ουσιαστικά να ασκεί την εξουσία σαν Αυγούστα. Τις φιλοδοξίες της Ειρήνης εκμεταλλεύθηκε ένας ευέλικτος ευνούχος της αυλής της, ο Σταυράκιος που κατάφερε να γίνει «πατρίκιος και λογοθέτης του οξέως δρόμου»*. (Ο Σταυράκιος ήταν γιος του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α’ και συμβασιλέας του από το 803 μέχρι το 811 όταν και ανατράπηκε από το Μιχαήλ Α’ Ραγκαβέ). Η σλαβική εξέγερση, μετά την κάθοδο του Σταυράκιου στην Ελλάδα και την Πελοπόννησο, καταπνίγηκε στο αίμα:

«(...) αποστέλλει Σταυράκιον τον πατρίκιον και λογοθέτην του οξέως δρόμου μετά δυνάμεως πολλής κατά των Σκλαβινών εθνών και κατελθών επί Θεσσαλονίκην και Ελλάδα, υπέταξε πάντας και υποφόρους εποίησε τη βασιλεία. Εισήλθε δε και εν Πελοποννήσω, και πολλήν αιχμαλωσίαν και λάφυρα ήγαγε τη των Ρωμαίων βασιλεία».

[«Θεοφάνης»]

(*Λογοθέτης του οξέως δρόμου ήταν ο Βυζαντινός υπουργός των Ταχυδρομείων, τίτλος ανάλογος με το σημερινό πρωθυπουργό).

Από αυτό το κείμενο είναι ευδιάκριτη η διαφοροποίηση μεταξύ των Σλάβων της βόρειας Ελλάδας από αυτούς της Πελοποννήσου. Οι Σλάβοι της Πελοποννήσου ήταν διασπαρμένοι σε μικρούς και δυσπρόσιτους αγροτικούς οικισμούς που ήταν αυτοδιοικούμενοι και ισχυροί. Ετσι ενώ ο Σταυράκιος κατάφερε πράγματι να υποτάξει τα «Σκλαβικά», σταμάτησε στο δυτικό Ταΰγετο, στο στενό πέρασμα για το Οίτυλο, περίπου στο σημερινό χωριό Νομιτσί. Εκεί, στο Ζυγό του Μελιγγού, υπήρχε σημαντική αντίσταση και γραμμή άμυνας που ελεγχόταν μάλιστα και από ένα οχυρό που βρισκόταν πάνω στο Γαϊδουροβούνι. Η τοπική σλαβική κοινότητα είχε αναπτύξει αμυντικό σχεδιασμό που επέτρεπε τη διατήρηση της ανεξαρτησίας αλλά και της αυτοδυναμίας της:

«(...) άκρα γαρ ήν ηλίβατος παρά την είσοδον του μεγάλου όρους της Σπάρτης, ο δη Ζυγός λέγεται, άκρως ενέχουσα και υπερκειμένη κρημνώ τε μεγίστω και φαράγγους βαθεία, εν κύκλω πάντοθεν περιειργομένη και κατησφαλισμένη, μια δε μόνη παρόδω και ταύτη βραχεία την είσοδον έχουσα».

[Ερμοδώρου Κριτοβούλου: Συγγραφή Ιστοριών]

«(...) και επειδή όρος εστίν εκείσε μέγα και υψηλότατον, καλούμενον Πενταδάκτυλος και εισέρχεται ώσπερ τράχηλος εις την θάλασσαν έως πολλού διαστήματος δια το είναι τον τόπον δύσκολον κατώκησαν εις τας πλευράς του αυτού όρους, εν μεν τω ενί μέρει οι Μιληγγοί εν δε τω ετέρω οι Εζερίται».

[Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου: «Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν» κεφ 49’]


NEWSLETTER