Τρίτη, 17 Δεκεμβρίου 2019 22:06

Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Τα κάστρα του ποταμού Βελίκα

Στην ανατολική όχθη του ποταμού Βελίκα, πάνω σε απόκρημνους λόφους, που απέχουν μεταξύ τους μόνο μερικά χιλιόμετρα, διακρίνουμε μια συνεχή αλυσίδα από μεσαιωνικά κάστρα.

Οχυρές θέσεις, χαμένες θαρρείς στην αχλή του χρόνου. Το κάστρο ανάμεσα στη Βελίκα και το Νεοχώρι (Μόνιστα), το κάστρο ανάμεσα στο Στρέφι και την Πελεκανάδα (Ντεμπρίζ), το κάστρο στα Διόδια (Λοΐ) και λίγο μακρύτερα το κάστρο της Ανω Βούταινας (Γούταινα).

Μόνιστα: Το κάστρο ανάμεσα στο Νεοχώρι και τη Βελίκα

Ιστορία

Με τη Συνθήκη της Σαπιέντζας οριοθετήθηκαν οι βενετικές κτήσεις στη Μεσσηνία. Ομως μετά από παραχωρήσεις και δωρεές, στις δυο πολιτείες, τη Μεθώνη και την Κορώνη, ανήκαν και απομακρυσμένες περιοχές στη μεσσηνιακή ενδοχώρα. Από τους Christine Hodgetts και Peter Lock στο “The Archaeology of Medieval Greece” αναφέρεται ότι το 1309 στη διοίκηση της Μεθώνης, που έφθανε μέχρι το ποτάμι του Ξεριά στον όρμο του Ναβαρίνου και το Μανιατοχώρι ή Μαντιχώρι (Magnotogry ή Manticori), βρίσκονταν τα χωριά Κυνηγός (Cinigo ή Chinego) αλλά και το απομακρυσμένο και άγνωστο σήμερα Comuçoli (πιθανώς στην περιοχή του Βλαχόπουλου).

Στη συνθήκη δεν αναφέρονται σαφή όρια για την περιοχή της Κορώνης. Το σύνορο για την πόλη της Κορώνης ήταν το ποτάμι της Λογγάς αλλά υπήρχαν και για τη διοίκηση της Κορώνης απομακρυσμένες βενετικές νησίδες και πέραν του ποταμιού, που απείχαν από την Κορώνη περίπου σαράντα μίλια. Μια τέτοια νησίδα, κοντά στην φραγκική Ανδρούσα και πάνω από την επίσης φραγκική Κόσμινα, ήταν η περιοχή του Αβραμιού (Lauromio) και της Μόνιστας (Monista).  Αυτές, όπως και το Comuçoli για τη Μεθώνη βρίσκονταν ανάμεσα σε φραγκικές κτήσεις που ανήκαν στην καστελλανία της Καλαμάτας. Μεταξύ των άλλων οι βενετικές κτήσεις στην ενδοχώρα είχαν την υποχρέωση της καταβολής δασμών και φόρων στις συναλλαγές τους με τα γειτονικά φραγκικά φέουδα. Αυτές τις απομακρυσμένες κτήσεις, οι φρούραρχοι της Κορώνης και της Μεθώνης, είχαν την υποχρέωση να τις επισκέπτονται δύο φορές το χρόνο για την αναγραφή. Για τον φρούραρχο της Κορώνης η επίσκεψη στη Μόνιστα και στου Αβραμιού απαιτούσε δέκα ημέρες ετησίως και γι’ αυτόν της Μεθώνης η επίσκεψη στο Comuçoli πέντε ημέρες.

Υπάρχουν σήμερα υπολείμματα αυτών των απομακρυσμένων βενετικών κτήσεων; Το 1830 ο συνταγματάρχης Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ (William Martin Leake) στο έργο του “Ταξίδια στο Μοριά” (Travels in the Morea) στη σελίδα 397, περιέγραψε ένα οχυρό στην ανατολική όχθη του ποταμού Βελίκα:

[…] At the bridge of the Velika I turn to the left, after having crossed the river, and pass through the woods to the remains of a castle of the middle ages, on a peninsula formed by the windings of the river and surrounded with cliffs. Return to the bridge, having lost half an hour, and proceed over a hilly, woody, and ill-cultivated tract […]

[…] Στο γεφύρι της Βελίκας, αφού πέρασα τον ποταμό, έστριψα αριστερά και πέρασα μέσα από δάσος μέχρι τα ερείπια ενός κάστρου των μεσαιωνικών χρόνων, σε μια χερσόνησο σχηματισμένη από τις περιελίξεις του ποταμού και περιτριγυρισμένη από γκρεμούς. Επέστρεψα στη γέφυρα, έχοντας χάσει μισή ώρα και προχώρησα σε μια λοφώδη, δασώδη και κακοκαλλιεργημένη περιοχή […]

Ποιο όμως μπορεί να είναι αυτό το κάστρο; Με βάση την απόσταση από την Κορώνη και το γειτονικό Αβραμιού, με το οποίο βρισκόταν στην ίδια βενετική νησίδα υπό τη διοίκηση του φρουράρχου της Κορώνης, θα μπορούσε να είναι η Μόνιστα. Τον δέκατο τέταρτο αιώνα, ήταν ένα καλά οργανωμένο πόλισμα. Το μεσαιωνικό βενετικό χωριό κατέβαλε φόρους στην Ανδρούσα για την εισαγωγή αγαθών από το πριγκιπάτο. Αυτό βέβαια δείχνει και την εγγύτητα της βενετικής κτήσης προς την Ανδρούσα.

Υπάρχουν αρκετά καταγεγραμμένα περιστατικά διαφωνιών και αμφισβητήσεων στη Μόνιστα. Μια τέτοια περίπτωση κτηματικών διαφορών ήταν κι αυτή μεταξύ των Ελλήνων αδελφών Αμπελά και των Βενετών αδελφών Κονίντι (Cognidi) το 1298. Αλλες περιπτώσεις ήταν αυτές των δασμών λόγω της γειτνίασης της Μόνιστας με το πριγκιπάτο και την Ανδρούσα. Μια τέτοια είναι κι αυτή του μοναχού Χαμάρετου ο οποίος διαμαρτυρήθηκε για την κατακράτηση 500 υπέρπυρων από το φρούραρχο της Κορώνης. Αυτά είχαν δοθεί στον φρούραρχο σαν εγγύηση από τον Χαμάρετο, για την εισαγωγή κουκουλιών μεταξιού από την Ανδρούσα. Μετά την εισαγωγή η εγγύηση δεν επιστράφηκε. Επίσης από τους Christine Hodgetts και Peter Lock αναφέρεται ότι το 1328 εξήντα κάτοικοι της Μόνιστας διαμαρτυρήθηκαν για τους εκβιασμούς του τότε κοινού φρουράρχου της Μεθώνης και Κορώνης προς αυτούς. Ανάμεσά τους υπήρχαν και οι Ελληνες αδελφοί Αμπελά. Οι κάτοικοι ισχυρίζονταν ότι οι αρπαγές και οι λεηλασίες του φρουράρχου είχαν αναγκάσει σε φυγή περίπου έξι χιλιάδες χωρικούς! Αν και μια αντιπροσωπεία τους έφθασε στη Βενετία, δεν δόθηκε λύση.

Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, το 1347, την οριοθέτηση των αμοιβών των φρουράρχων Μεθώνης και Κορώνης στις επισκέψεις τους για την αναγραφή. Ετσι όταν ο φρούραρχος της Κορώνης έφθανε στη Μόνιστα και στου Αβραμιού η αμοιβή του δεν μπορούσε να ξεπερνάει τα διακόσια υπέρπυρα, ενώ όταν δεν περνούσε το ποτάμι της Λογγάς, τα εκατόν είκοσι πέντε υπέρπυρα. Αντίστοιχη ήταν και η αμοιβή του φρουράρχου της Μεθώνης κατά την αναγραφή στο Comuçoli. Επίσης οι φρούραρχοι δεν μπορούσαν να απαιτήσουν, σαν δώρο από κάθε χωρικό, περισσότερα από ένα κοτόπουλο και δυο πουλάκια.

Τρόπος προσέγγισης

Στη Βελίκα, στη διασταύρωση του δρόμου Καλαμάτα-Ριζόμυλος με το δρόμο για το Νεοχώρι και το Στρέφι, ακολουθούμε τον δρόμο για το Νεοχώρι. Μετά από ένα χιλιόμετρο, στα δυτικά πάνω σε λόφο διακρίνονται τα ερείπια ενός γωνιακού πύργου. Αυτή ήταν η προσέγγιση στο κάστρο από τον συνταγματάρχη Ληκ. Φθάνοντας στο Νεοχώρι, κατευθυνόμαστε από αγροτικό δρόμο στα νότια του σημερινού χωριού. Περίπου ενάμισι χιλιόμετρο από αυτό, πάνω από τον λόφο με τον πυλώνα της υψηλής τάσης, διακρίνονται πάνω στον λόφο του κάστρου τα υπολείμματα και ενός δεύτερου πύργου περίπου πενήντα μέτρα βορειότερα από τον πρώτο. Συνεπώς, σίγουρα πρόκειται για τα ερείπια του μεσαιωνικού κάστρου που περιέγραψε ο Ληκ.

Η προσέγγιση σήμερα δεν είναι εύκολη και απαιτεί καλή φυσική κατάσταση. Στη νότια πλαγιά του λόφου, όπου η κλίση είναι σχετικά ήπια κι η βλάστηση αραιότερη αλλά και πάλι πολύ πυκνή, ξεκινάμε την ανάβαση. Σκίνα, πουρνάρια αλλά και πολύ πυκνά αρκουδόβατα κι ασφάκες δυσχεραίνουν σημαντικά την προσέγγιση στον νότιο, πιθανότατα κύριο πύργο του κάστρου.

Περιγραφή

Μετά από περίπου τριάντα μέτρα αναρρίχησης, ο πύργος ορθώνεται μπροστά μας. Το σωζόμενο ύψος του είναι περίπου πέντε μέτρα και στην ανατολική πλευρά του, το τείχος του σώζεται σε μήκος περίπου οκτώ μέτρων με εμφανή τα όρια και τα αγκωνάρια του. Μετά τον πύργο, από τα ανατολικά και λίγα μέτρα από το πεσμένο εκεί τείχος, μπαίνοντας στον περίβολο του κάστρου, βλέπουμε στο έδαφος ένα στρογγυλό άνοιγμα με διάμετρο περίπου ενάμισι μέτρο και βάθος ένα μέτρο. Αυτό θα μπορούσε να είναι υπόλειμμα δεξαμενής. Στα νότια αυτού του ανοίγματος, με προσοχή μπαίνουμε στον πύργο, στο επίπεδο του ορόφου του. Οι εσωτερικές διαστάσεις του είναι περίπου πέντε επί πέντε μέτρα ενώ το πάχος των τοίχων του φθάνει το ένα κι εξήντα μέτρα. Πρόκειται για τον κύριο πύργο (donjon) του κάστρου.

Το σύνολο της οχυρής κατασκευής στο πλάτωμα του λόφου είναι απροσπέλαστο λόγω της πολύ πυκνής βλάστησης. Ομως, από την παρατήρησή του από τον λόφο με τον πυλώνα νότια του Νεοχωρίου αλλά και από σχετικές αεροφωτογραφίες από το Google maps μπορούμε να συμπεράνουμε με βεβαιότητα ότι πρόκειται για τετράπλευρο οχυρό, χτισμένο στην ανατολική όχθη του ποταμού Βελίκα και παράλληλα με αυτόν, προσανατολισμένο από Βορρά προς Νότο, με διαστάσεις πενήντα επί τριάντα μέτρα περίπου.

Αν αναζητήσουμε σήμερα στην ευρύτερη περιοχή στοιχεία παλιότερης, πιθανόν μεσαιωνικής κατοίκησης, που θα μπορούσαν να ταυτιστούν με τη Μόνιστα, θα πρέπει να κατευθυνθούμε στα βορειοανατολικά του Νεοχωρίου, στη θέση Παλιοχώρι. Μια ακόμα ένδειξη κατοίκησης βρίσκεται στη συμβολή του ποταμού Βελίκα με το χείμαρρο Λογιώτη (από το Λοΐ), στα Διπόταμα, όπου λειτουργούσε χάνι.      

 

Το κάστρο στο Στρέφι

Τρόπος προσέγγισης

Δυτικά από το Στρέφι, κατευθυνόμαστε στη θέση Κουφολογγιά και το Στρεφέικο γεφύρι, γνωστότερο ως «Ντεμπρίζ». Αυτό είναι μονότοξο και γενικά βρίσκεται σε καλή κατάσταση αφού χρησιμοποιείται ακόμα από μικρά τροχοφόρα. Λέγεται ότι είναι βενετικής κατασκευής και εξυπηρετούσε την επικοινωνία της περιοχής της Ανδρούσας και της Μεσσήνης με την Πυλία και την Τριφυλία, πολύ πριν χτιστεί η γέφυρα στη Βελίκα.

Περίπου ένα χιλιόμετρο νότια από τη γέφυρα, στο λόφο πάνω από την Παναγίτσα και απέναντι από το ξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία, υπάρχουν τα ερείπια ενός κάστρου που ακόμα δεν έχει ταυτιστεί.

Περιγραφή

Φθάνοντας στο λόφο, που είναι κατάσπαρτος από ερείπια και σχετικά πυκνή βλάστηση, με ιδιαίτερη προσοχή κατευθυνόμαστε προς την κορυφή του στα νότια. Πολλοί πεσμένοι τοίχοι μικρών κτηρίων με εμφανείς τις πρώτες σειρές τους. Συνεχίζοντας την ελαφρά ανάβαση συναντάμε μεγαλύτερα χτισμένα κομμάτια ύψους περίπου ενάμιση μέτρου. Λίγο πιο κει, στα δυτικά της πορείας μας προς το ψηλότερο σημείο του λόφου, συναντάμε ένα μεγάλο άνοιγμα, ένα σκάμμα βάθους περίπου τριών μέτρων με εμφανή τη χρήση και πλαστικών, προφανώς αποτέλεσμα λαθρανασκαφής.

Στο νοτιότερο σημείο του λόφου υψώνεται μπροστά μας το υπόλειμμα ενός πύργου, που το ύψος του αλλά και το πάχος του τοίχου του εντυπωσιάζουν. Υψος περίπου πέντε μέτρων, σε μήκος τουλάχιστον οκτώ μέτρων αλλά και με μεγάλο, τοξωτό άνοιγμα στο κέντρο του, λόγω της πτώσης του κεντρικού τμήματός του. Βρισκόμαστε περίπου στον όροφο του πύργου. Πιθανώς του κεντρικού πύργου (donjon) του κάστρου. Οι τρύπες ανά τακτά διαστήματα, στον μερικά σωζόμενο τοίχο του, υποδηλούν τη θέση της ξυλείας που συγκρατούσε το πάτωμα του ορόφου του. Μπροστά μας, καλυμμένο με βάτα και σκίνα χαίνει το κενό του κάτω ορόφου του πύργου.

Το κάστρο είναι βενετικό, του τέλους του 15ου αιώνα και χτίστηκε για την προστασία των κύριων βενετικών κτήσεων, την Κορώνη και τη Μεθώνη από τη διαφαινόμενη κάθοδο των Τούρκων. Η θέση του είναι στρατηγική λόγω της γειτνίασής του με τα γεφύρια του Βελίκα στην περιοχή. Από αυτά, το πετρογέφυρο (στα βορειοδυτικά, σήμερα ολοκληρωτικά κατεστραμμένο), το γεφύρι του αντρειωμένου (κατεστραμμένο αλλά με εμφανή τα θεμέλιά του, ανάμεσα στην Πελεκανάδα και τον Αριστομένη) και το Στρεφέικο γεφύρι ή Ντεμπρίζ, διέρχονταν οι κύριες οδοί της μεσαιωνικής διαδρομής μεταξύ Ανδρούσας και Ναβαρίνου. Το γεφύρι του αντρειωμένου είναι αρχαίο και λέγεται ότι από αυτό πέρασαν ο Τηλέμαχος και ο Πεισίστρατος στο ταξίδι τους από την Πύλο για τις Φαρές και τη Σπάρτη, στην αναζήτηση εκεί πληροφοριών από το Μενέλαο για τον Οδυσσέα.

Περιμετρικά η θέα και η εποπτεία του χώρου είναι μοναδική. Το κάστρο αυτό συνδέεται με τα υπόλοιπα μεσαιωνικά κάστρα της περιοχής, σε μια αμυντική συνοριακή αλυσίδα της βενετικής νησίδας των αρχών του 15ου αιώνα, στην ανατολική όχθη του Βελίκα. Το μεσαιωνικό όνομά του δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί. Εχει επικρατήσει το όνομα Ντεμπρίζ που βέβαια δεν αντιστοιχεί σε κάποιο γνωστό μεσαιωνικό οχυρό. Ομως, σύμφωνα με τον φιλόλογο Βασίλειο Παυλόπουλο, αυτό θα μπορούσε να είναι το κάστρο της Πελεκανάδας.

Ανατολικά της Πελεκανάδας, στην περιοχή Ντούσια, μέχρι πριν από περίπου είκοσι χρόνια, υπήρχαν πάνω σε χαμηλό λόφο, τα ερείπια του Πελεκαναδαίικου πύργου.

 

Το κάστρο στο Λοΐ (Διόδια)

Ιστορία

Στο «Μεγάλο Χρονικό» (Chronicon Majus) που αποδίδεται κι αυτό στον Γεώργιο Σφραντζή (αν και είναι μεταγενέστερα νοθευμένο, πιθανώς από τον μητροπολίτη Μονεμβασίας Μακάριο Μελισσηνό στα μέσα του 16ου αιώνα), αναφέρονται πολλά άστεα, κώμαι, πολίσματα και φρούρια που παραχώρησε, το 1428, ο δεσπότης Θεόδωρος Β’ στον αδελφό του, μελλοντικό τελευταίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο:

[…] Ανδρούσαν, Καλομμάταν, Πίδημα, Μάνην, Νησίν, Σπιτάλιν, Αετόν, Λωί, Νεόκαστρον, Αρχάγγελον και έτερα πολλά […] 

Τρόπος προσέγγισης

Ποιο όμως είναι το Λωί (Λοΐ); Είναι το σημερινό χωριό Διόδια, με παρουσία σε όλες σχεδόν τις ιστορικές περιόδους της Μεσσηνίας, τουλάχιστον από τη μυκηναϊκή εποχή. Βορειοανατολικά του χωριού, στον Παλιόπυργο, πάνω σε χαμηλό λόφο υπάρχει το μεσαιωνικό κάστρο του. Το κάστρο στο Λοΐ, από το 1996, έχει χαρακτηριστεί αρχαιολογικός χώρος, ως «οχυρό συγκρότημα»:

[...] "Ανακοινώνεται ότι το Οχυρό Συγκρότημα που βρίσκεται σε αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας Αθ. Νικολόπουλου στη θέση "Παλιόπυργος" της κοινότητας Διοδίων, επαρχίας Μεσσήνης Νομού Μεσσηνίας είναι αρχαίο, με ζώνη προστασίας 100μ. ακτίνα γύρω από τον εξωτερικό περίβολό του. Ο πυρήνας του συγκροτήματος αποτελείται από έναν ορθογώνιο διώροφο πύργο, που βρίσκεται στην κορυφή χαμηλού λόφου. Περιμετρικά του πύργου, στη βάση του λοφίσκου, σώζεται -σε ικανό μήκος και σε ύψος 2μ. περίπου- τείχος. Το Οχυρό Συγκρότημα, με βάση τα κατασκευαστικά του στοιχεία, μπορεί να αναχθεί στην υστεροβυζαντινή περίοδο." [...]

Στο πλάτωμα της κορυφής του λόφου υπάρχουν τα ερείπια του κεντρικού πύργου (donjon). Στα δυτικά, υπάρχουν τα ερείπια της βάσης της εισόδου του πύργου, η οποία φαίνεται ότι γινόταν από ράμπα που οδηγούσε στον όροφο του πύργου. Κάτω από τη ράμπα υπάρχει, σε καλή κατάσταση η δεξαμενή (κινστέρνα) του οχυρού συγκροτήματος. Πρόκειται για μια στέρνα, μήκους περίπου τριών μέτρων, ύψους περίπου ένα κι εξήντα μέτρων και πλάτους περίπου ενάμισι μέτρου. Στο πλαϊνό τοίχωμα της ράμπας υπάρχει ένα άνοιγμα για την προσπέλαση της δεξαμενής. Το εσωτερικό της, όπως και σε όλες τις ανάλογες μεσαιωνικές δεξαμενές, είναι επιχρισμένο με κουρασάνι, ένα κονίαμα που την έκανε εξαιρετικά ανθεκτική και υδατοστεγή.

Ο πύργος, που σήμερα έχει καταχωθεί μέχρι τον όροφό του, φαίνεται ότι είχε διαστάσεις περίπου πέντε επί δέκα μέτρα. Στη νότια πλευρά και στο εσωτερικό του καταχωμένου ορόφου του, μόλις που διακρίνεται η αψίδα μιας τοξωτής πύλης του πύργου. Η ανατολική εξωτερική πλευρά του είναι εμφανής σήμερα σε ύψος περίπου τριών μέτρων και μήκος περίπου δέκα μέτρων. Το πάχος των τοίχων του είναι περίπου ενάμισι μέτρο. Στη νότια εξωτερική πλευρά μόλις διακρίνεται και πάλι καταχωμένη η αψίδα της τοξωτής ισόγειας εισόδου του πύργου.

Περιμετρικά του λιόφυτου σήμερα, εσωτερικού περιβόλου του κάστρου και κυρίως στη βόρεια, σχετικά απόκρημνη, πλευρά του, πάνω από το χείμαρρο Λογιώτη, είναι εμφανή κατά τόπους υπολείμματα τειχών του οχυρού σε ύψος κατά τόπους περίπου δύο μέτρων. Στη μεσότητα αυτής της πλαγιάς του λόφου και χαμηλότερα από τα τείχη υπάρχουν τα υπολείμματα μιας κρήνης, πιθανότατα τουρκικής κατασκευής.

Το υστεροβυζαντινής εποχής κάστρο στα Διόδια φαίνεται ότι ήταν ένας κρίκος στην αμυντική αλυσίδα των φραγκικών κτήσεων απέναντι στη βενετική «νησίδα» του Αβραμιού, του Νησιού και της Μόνιστας.

 

Το κάστρο της Γούταινας (Ανω Βούταινα)

Τρόπος προσέγγισης

Το μεσαιωνικό κάστρο της Γούταινας (ή Βούταινας) είναι ένα μικρό ερειπωμένο οχυρό, το οποίο βρίσκεται στην κορυφή του υψώματος, δυτικά πάνω από το χωριό της Ανω Βούταινας. Ακολουθώντας τον δρόμο προς τη Μάκρενα μετά την Ανω Βούταινα, στα αριστερά του δρόμου, υπάρχει μια διασταύρωση με έναν ανηφορικό αγροτικό δρόμο. Ακολουθώντας τον, περίπου εκατό μέτρα από τη διασταύρωση, πάνω στο ύψωμα στα νότια, βλέπουμε το κάστρο. Μετά από περίπου τρία ελαφρά ανηφορικά χιλιόμετρα, ανεβαίνουμε στο πλάτωμα της κορυφής του κάστρου που είναι κατάσπαρτο από τα υπολείμματα των τειχών αλλά και των κτηρίων του.

Ιστορία

Το 1422, ο τελευταίος πρίγκιπας του πριγκιπάτου της Αχαΐας, Τσεντουριόνε Β’ Ζακαρία (Centurione II Zaccaria) βρισκόταν σε δεινή θέση από τις συνεχείς επιθέσεις των Ελλήνων του Δεσποτάτου του Μυστρά. Από την άλλοτε κραταιά φραγκική αποικία, του είχε απομείνει μόνο το Κάστρο της Αρκαδιάς (Κυπαρισσία). Τότε, όπως περιγράφεται στο «Χρονικόν των Τόκκων», προσέτρεξε για βοήθειά του ο υιοθετημένος γιος του Κάρλο Α’ Τόκκο (Carlo A' Tocco), Ερκολε Τόκκο (Ercole Tocco). Ο Κάρλο Α’ Τόκκο, αφού το 1414 είχε χάσει τα φυσικά τέκνα του, υιοθέτησε τα παιδιά του αδελφού του και έτσι απέκτησε πέντε γιους, που αναφέρονται ως νόθα τέκνα του. Αφού ο Ερκολε έφθασε στην Αρκαδιά, συγκρότησε στρατιωτικό σώμα κι επιτέθηκε στις βυζαντινές κτήσεις:

[…] Αφού γαρ αποσώθησαν εκεί εις την Αρκαδίαν,

Έσμιξαν και του πρίγκιπος ολίγοι στρατιώται.

Ηπήρεν τους ο Ερκούλιος, εδιέβη εις τον κούρσον.

Κι υπήγεν και εκούρσευσεν εις των Ρωμαίων τον τόπον,

Την Γιάννιναν, την Γούταιναν, τα Χιλιοχώρια όλα.

Κούρση ηπήρασιν πολλά, άπειρα, υπερμέτρου,

Ηχμαλωσίαν έκαμαν, πολλές ψυχές επιάσαν. [….]

Το «Χρονικόν των Τόκκων» είναι έμμετρο έργο αγνώστου, γραμμένο σε μεσαιωνικά ελληνικά, εξυμνεί τον Κάρλο Τόκκο και περιγράφει τη δράση της οικογένειας των Τόκκων και τα γεγονότα της περιόδου 1375 έως 1425. (G. Schirò, Το Χρονικό των Τόκκων. Τα Ιωάννινα κατά τας αρχάς του ΙΕ αιώνος, Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1965).

Οπως είναι φανερό, οι περιοχές αυτές μόνο λεηλατήθηκαν και δεν ξαναπέρασαν στη φραγκική κυριαρχία.

Περιγραφή

Τα τείχη του κάστρου έχουν σχεδόν ολοκληρωτικά καταρρεύσει. Στη βορειοανατολική πλευρά του οχυρού διατηρείται μόνο το γωνιακό υπόλειμμα ενός πύργου του με ένα αψιδωτό άνοιγμα στη βόρεια πλευρά του και η δεξαμενή του κάστρου.

Στο ίδιο σημείο, μπροστά από το άνοιγμα, βρίσκεται καρφωμένος ιστός σημαίας. Η θέα της γύρω περιοχής είναι μοναδική και επιβεβαιώνει τη στρατηγική σημασία του κάστρου. Λιθοσωροί αλλά και σπασμένα κεραμίδια, περιμετρικά του οχυρού, επισημαίνουν τη θέση του μεσαιωνικού οικισμού της Γούταινας.


Τελικό σχόλιο

Τα μεσαιωνικά κάστρα του ποταμού Βελίκα στην εποχή τους είχαν ιδιαίτερη στρατηγική σημασία. Αρχικά οι απομακρυσμένες βενετικές νησίδες στη φραγκική ενδοχώρα, αλλά κυρίως τον 15ο αιώνα και την κατάρρευση του πριγκιπάτου, οι αντιπαλότητες με το βυζαντινό δεσποτάτο αλλά και τους Τούρκους που κατέβαιναν στο Μοριά, οδήγησαν στην κατασκευή ή την ενίσχυσή τους. Σήμερα, χαμένα στην πολύ πυκνή βλάστηση, περιμένουν ειδικούς για την ταυτοποίηση και την ανάδειξή τους.