Δευτέρα, 17 Φεβρουαρίου 2020 13:17

Το σταφιδικό κίνημα και ο Τάσης Κουλαμπάς (219ο μέρος)

Οι εκλογές γίνονται χωρίς τη συμμετοχή των αστικών κομμάτων της αντιπολίτευσης, οι μοναρχοφασίστες αποτυγχάνουν (και) στη Μεσσηνία ενώ το ΚΚΕ σημειώνει άνοδο.

Το βράδυ των εκλογών σφραγίζεται από την αυτοκτονία του Λούλη Τσικλητήρα στο Χανδρινού: «Με ζωηροτάτην συγκίνησιν ηκούσθη χθες εις την πόλιν μας η τραγική αυτοκτονία του Πολιτευτού Πυλίας Λούλη Τσικλητήρα, οφειλομένη όχι τόσον εις την αποτυχίαν του συνδυασμού των Βασιλοφρόνων εις τον οποίον μετείχε ως υποψήφιος, διτηρών την ανεξαρτησίαν του ως αγροτικός, αλλ’ εις βαθυτάτην μελαγχολίαν υπό της οποίας είχε καταληφθή τας τελευταίας ημέρας, ως έγραψε προχθές το “Θάρρος” λόγω της αποδοκιμασίας την οποίαν υπέστη υπό των περισσοτέρων φίλων και συναγωνιστών του εις παλαιούς σκληρούς αγώνας υπέρ της αγροτικής ιδέας.

 

» Ο ατυχής πολιτευτής έφερε τόσον βαρέως το τελευταίον πολιτικόν ολίσθημά του ώστε καθ’ όλην την προ των εκλογών εβδομάδα να μη αποκρύπτη την απογοήτευσίν του. Εις τους στενούς του φίλους έλεγε οσάκις του ωμίλουν περί των εκλογών:

- Εγώ μ’ αυτό που έπαθα ή θ’ αυτοκτονήσω ή θα τρελλαθώ.

Ουδείς όμως επίστευεν ότι αι έμμονοι αύται ιδέαι αι οποίαι συνείχον τον Τσικλητήρα θα επραγματοποιούντο.

Αι λεπτομέρειαι της αυτοκτονίας του ατυχούς Τσικλητήρα έχουν ως εξής: Ούτος την νύκτα της εκλογής ευρίσκετο μετ’ άλλων φίλων του εις την εν τω χωρίω Χανδρινού οικίαν του φίλου του κ. Ανεστοπούλου παρακολουθών την έκβασιν του εκλογικού αγώνος... Περί την 3ην πρωινήν ο τραγικός αυτόχειρ απεσύρθη εις εν δωμάτιον διά να κατακλιθή χωρίς να εκδηλώση εις ουδένα εκ των φίλων του τας διαθέσεις του. Χθες την πρωΐαν ευρέθη επί της κλίνης του νεκρός φέρων τραύμα διαμπερές εις τον κρόταφον προξενηθέντος διά περιστρόφου.

Ο τόσον τραγικόν τέλος σημειώσας αλησμόνητος Λούλης, επολιτεύετο ως αγροτικός εις την επαρχίαν Πυλίας από πολλών ετών, εθεωρείτο δε ως εις αγνός ιδεολόγος του αγροτισμού υπέρ του οποίου είχε τα πάντα θυσιάσει. Εις ολόκληρον την Πυλίαν εξετιμάτο διά τους τραχείς αγώνας του υπέρ των αγροτικών ζητημάτων. Εις τας εκλογάς του 1932 είχεν εκλεγή βουλευτής. Η τελευταία συνεργασία του με τους Βασιλόφρονας οφείλεται μάλλον εις συστάσεις φίλων του παρά εις απάρνησιν των αριστεριζουσών ιδεών, υπέρ των οποίων πάντοτε διεξήγαγε θαρραλέους και τιμίους αγώνας» (1144).

Με αφορμή την αυτοκτονία Τσικλητήρα, ο Αλέκος Λιδωρίκης γράφει ένα αξιοπρόσεκτο σημείωμα στην εφημερίδα “Ακρόπολις”:

«Εμπρός από ένα φέρετρο ας σταματήσωμε για λίγο και ας σκεφθούμε... Αυτό το φέρετρο, του Λούλη Τσικλητήρα, του άλλοτε αγροτικού πολιτευτού και τώρα (εις τας τελευταίας εκλογάς) υποψηφίου βασιλόφρονος, που φύτεψε μια σφαίρα στο κεφάλι του γιατί δεν μπόρεσε να ανεχθή μια εκλογική αποτυχία, ύστερα από μια ασυνέπεια πολιτική, αυτό το φέρετρο, λοιπόν, είν’ ένα σύμβολο ματωμένο, μα παρήγορο μέσα στο χάος του κιτρινισμού, που δέρνει την Ελλάδα.

Ο Λούλης Τσικλητήρας είχε πολιτευθή στα περασμένα χρόνια, κάτω από την αγροτική σημαία, μπήκε μέσα στη Βουλή για ωρισμένο διάστημα συνειδητός αριστερός και οι φίλοι του, οι ψηφοφόροι του, σαν τέτοιον τον εγνώρισαν και με την ιδεολογία αυτή του χάριζαν την υποστήριξή των. Μα η πολιτική είναι μεγάλη εκμαυλίστρια. Το αξίωμα του βουλευτού είναι ένα δόλωμα που άπειρες φορές οι συνειδήσεις, οι πεποιθήσεις οι ωραίες αρχές κάνουνε τούμπες μπρος του. Λίγοι αντιστέκονται στον πειρασμό να γίνουν “ανεμόμυλοι” για να μπορέσουνε να μπουν στο Βουλευτήριο. Ο Τσικλητήρας ήταν αγνός, ήταν ηθικός, μα ήθελε να φανή. Να δράση. Να ικανοποιήση κάποιες πολιτικές φιλοδοξίες του. Εκανε μια μεγάλη υποχώρηση. Και απαρνήθηκε τον χθεσινό αγρότη για να περάση μέσα σ’ ένα ψηφοδέλτιο αστικώτατο – της επαναφοράς της βασιλείας – βέβαιος πως το ρεύμα του λαού θα ήταν προς τα εκεί. Πολλοί από τους παληούς φίλους τού εγύρισαν την πλάτη. Δεν του συγχώρησαν την ασυνέπεια. Και τον κορόιδεψαν σκληρά. Ο Τσικλητήρας ήταν πειραγμένος, ένοιωθε την καταδρομή των χθεσινών του συναγωνιστών μα το προεκλογικό μεθύσι, οι ιαχές, οι λόγοι και τα πανηγύρια, η ελπίδα πως μεθαύριο θα βρίσκεται μέσα σε στάδιο νέας δράσεως, κοίμιζαν κάποιες τύψεις συνειδήσεως που τον βασάνιζαν, ασθενικές ακόμη. Μα ήλθε ο καταπέλτης της αποτυχίας. Μαυρίσθηκε ο συνδυασμός και τότε πρόβαλε η στυγνή πραγματικότητα, οι κοιμισμένες τύψεις θέριεψαν. Αισθάνθηκε τον εαυτό του ένοχο, βαρύ και κοφτερό μαχαίρι έπληξε τη φιλοτιμία του και οι λοιδωρίες των παληών του φίλων έγιναν τώρα εφιαλτικές και ανυπόφορες. Τίμιος όπως ήταν, δεν μπόρεσε να συνθηκολογήση με τη “νέα κατάσταση”. Και το πιστόλι έγραψε το τραγικό του τέλος. Πολλοί θα πούνε: “Ισως σκοτώθηκε γιατί απέτυχε”. Μα όσοι των εγνώρισαν – κι’ εγώ μαζί – ξέρουν πως δεν επέθανε γι’ αυτό. Κι’ άλλες φορές δοκίμασε, ως αγροτικός, εκλογικές αποτυχίες. Μα ήταν τύπος σθεναρός, αγωνιστής καλός, με νεύρα και μ’ επιμονή, ώστε να μη τσακίζεται από μια καταιγίδα. Σκοτώθηκε, γιατί αισθάνθηκε πως η υποχώρησή του – να γίνη βασιλόφρων αυτός ο μαχητής αριστερός – η ασυνέπειά του να προσχωρήση σε μια ιδεολογία τέλεια αντίθετη με τις παληές του εξορμήσεις, δεν έπαιρναν συγχώρησι από τον ίδιο πρώτα-πρώτα, τον ηθικόν του εαυτό. Και σαν πραγματικά ανώτερος και σαν πραγματικά αγνός που ήτανε στο βάθος κι’ όχι στην εύπλαστη επιφάνεια, δίκασε μόνος του τον Τσικλητήρα και μόνος του τον καταδίκασε.

Τώρα βέβαια, είναι σκληρό και θλιβερό που φεύγει απ’ τη ζωή μια ηθική προσωπικότητα. Μα πέρα από τον πόνο υπάρχουν μερικές αλήθειες και ξεπηδάνε κάποια σύμβολα που πρέπει να τα χαιρετάμε μ’ όλο μας τον ενθουσιασμό. Πεθαίνοντας ο Τσικλητήρας έκανε μια μεγάλη πράξι, που είνε όασις ολόφωτη στα έλη της κοινοβουλευτικής ζωής μας. Σβύνοντας διά παντός, τράβηξε ένα ράπισμα ηχηρότατο σ’ όλους τους σαλτιμπάγκους της πολιτικής που χρόνια τώρα πηδάνε μ’ ευκολία σήμερα εδώ και αύριο εκεί κι’ αλλάζουνε φρονήματα και σκέψεις όπως και όπου τους συμφέρει, πάνε με το δοβλέτι πάντα, χωρίς την παραμικρή τύψι της συνειδήσεως και χωρίς και το ελάχιστο ερύθημα ντροπής. Ο θάνατός του είν’ ένα περίφημο μάθημα σ’ εκείνους που ποζάρουν για πατέρες του λαού και που αρπάζουνε την ψήφο του, αλλάζοντας με ευκολία... μασκαρά όλων των τύπων κι’ όλων των χρωμάτων τις μουτσούνες. Και είνε τέτοιοι – δόξα σοι ο Θεός – όχι και λίγοι. Είνε αυτοί, που χθες υπηρετήσανε “εκεί” και σήμερα τους βλέπουμε να βρίζουν, να τσακίζουν χυδαιότατα αυτά, που άλλοτε αποτέλεσαν ιερά και όσιά τους. Είναι αυτοί που εγκατέλειψαν αμέσως μια παράταξι, μόλις κατάλαβαν την πλάστιγγα να γέρνη και τράβηξαν... πλησίστιοι προς το στρατόπεδο εκείνο, που άλλοτε – όπως διεκήρυσσαν – ήταν φωλιά “κακούργων, προδοτών και δολοφόνων”.

Και όμως κανένας “ανεμόμυλος” από τους πολλούς γνωστούς δεν σκέφθηκε να αυτοκτονήση ως τώρα. Κανένας τους δεν εντράπηκε, κανένας τους δεν κρύφθηκε ποτέ. Με αναίδεια πιθήκου, με ευλυγισία αίλουρου, καταφερτζήδες περιωπής. Με στέμμα τους το... ολόχρυσο της προδοσίας στίγμα, ζουν και πηγαινοέρχονται και τελματώνουν κάθε τόσο – αυτοί ιδιαιτέρως – τους δρόμους της πολιτικής ζωής μας.

Επάνω από το φέρετρο που είπαμε, όσοι αγαπούσαν τον νεκρό, ας χύσουν ένα δάκρυ. Μα όσοι θέλουν ειλικρινά να φθάση κάποια μέρα εξυγιαντική σ’ αυτό τον τόπο, ναρθή η πολιτική ζωή στο ύψος της, ας πούνε:

- Μπράβο σου Τσικλητήρα. Υπήρξες τίμιος. Υπήρξες πράγματι ένας άνδρας.

Και ας χαιρετίσουν σαν μια ανέλπιστη όαση, το τραγικό παράδειγμα του ευγενούς πολιτευτού» (1145).

 

(1144) “Θάρρος” 11/61935

(1145) “Ακρόπολις” 11/6/1935