Δευτέρα, 12 Απριλίου 2021 14:20

Διεθνείς συνθήκες & συνέδρια που επηρέασαν την Επανάσταση τον 19ο αιώνα (Α’ μέρος)

Το διεθνές διπλωματικό πεδίο πριν και κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης

Μια σειρά συγκρούσεων που ταλάνισε την κεντρική Ευρώπη στις αρχές του 19ου αιώνα, ήταν οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι. Από το 1805 μέχρι το 1815, μεταβαλλόμενοι συνασπισμοί χωρών, συνήθως χρηματοδοτούμενοι από την Αγγλία, συγκρούονταν με τη Γαλλική αυτοκρατορία και τους συμμάχους της υπό την ηγεσία του Ναπολέοντα. Οι συνασπισμοί αυτοί έδωσαν το όνομα σε καθέναν από τους πολέμους. Το 1805 ο τρίτος συνασπισμός, το 1806-07 ο τέταρτος, το 1809 ο πέμπτος, το 1813 ο έκτος και το 1815 ο έβδομος. Η σύγκρουση με τον τρίτο συνασπισμό οδήγησε στον θρίαμβο του Ναπολέοντα στο Αούστερλιτς, αν και την ίδια εποχή οι Άγγλοι τον νίκησαν στο Τραφάλγκαρ και πήραν τον θαλάσσιο έλεγχο. Όμως, βλέποντας την κυριαρχία του Ναπολέοντα στην κεντρική Ευρώπη η Πρωσία, μαζί με τη Ρωσία, τη Σουηδία και τη Σαξονία προχώρησαν σε νέο πόλεμο το 1806. Ο Ναπολέων όμως, με τη «Μεγάλη Στρατιά» του (Grande Armée), συνέτριψε τους Πρώσους στην Ιένα (Iena) το 1806 και τους Ρώσους στο Φρίντλαντ (Friedland) to 1807.
Ακολούθησαν οι «δυο συνθήκες του Τιλσίτ (Tilsit)» στις 25 και 27 Ιουνίου 1807. Στην πρώτη από αυτές, τη γαλλο-ρωσική συνθήκη, μεταξύ των άλλων όρων, υπήρχαν δύο μυστικά άρθρα που αφορούσαν όλες τις κτήσεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας και βέβαια και την ελληνική χερσόνησο. Στο πρώτο από αυτά, η Ρωσία πήρε τη βόρεια Βουλγαρία, τη Μολδαβία, τη Βλαχία και τη Βεσσαραβία, η Αυστρία τη Βοσνία και τη Σερβία μέχρι τη Θεσσαλονίκη και η Γαλλία την Αλβανία, τη Θεσσαλία, την Πελοπόννησο και την Κρήτη. Στο δεύτερο μυστικό άρθρο η Ρωσία παραχώρησε τα Επτάνησα απ’ ευθείας στον Ναπολέοντα.
Με στόχο την οικονομική αποδυνάμωση της Βρετανίας, ακολούθησε η εισβολή του Ναπολέοντα στην Ιβηρική χερσόνησο που άνοιξε «εξαετή πόλεμο» με την Πορτογαλία και την Ισπανία. Το 1809 ακολούθησε νέος συνασπισμός, ο πέμπτος, με επικεφαλής την Αυστρία. Κι αυτός όμως έληξε σύντομα και πάλι με νίκη της «Μεγάλης Στρατιάς» στη μάχη του Βάγκραμ (Wagram). Το θετικό από αυτήν τη σύγκρουση για το ελληνικό ζήτημα ήταν η ακύρωση στην πράξη του πρώτου μυστικού άρθρου της γαλλο-ρωσικής συνθήκης του Τιλσίτ.
Το 1812 ο Ναπολέων στράφηκε, χωρίς επιτυχία εναντίον της Ρωσίας. Η εκστρατεία ήταν καταστροφική για τη «Μεγάλη Στρατιά». Έτσι ο έκτος συνασπισμός ήταν αναμενόμενος. Το 1813, Ρωσία, Αυστρία και Πρωσία επιτέθηκαν στον Ναπολέοντα και κατάφεραν να τον νικήσουν στη μάχη της Λειψίας και εισέβαλαν στη Γαλλία τον Μάρτιο του 1814. Ο ηττημένος Ναπολέων παραιτήθηκε και εξορίστηκε στην Έλβα ενώ την τύχη της Γαλλίας ανέλαβαν και πάλι οι Βουρβόνοι. Όμως ο Βοναπάρτης δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Δραπέτευσε από τη νήσο Έλβα και ανέλαβε και πάλι τις τύχες της Γαλλίας για εκατό ημέρες. Όμως, ο έβδομος συνασπισμός με φανερή πια την παρουσία της Βρετανίας και τη Ρωσία, την Ελβετία, την Ολλανδία, την Πρωσία, τη Σουηδία, την Αυστρία και πολλά γερμανικά κρατίδια στο πλευρό της, στις 18 Ιουνίου 1815, σήμανε το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων στη μάχη του Βατερλώ. Ο Ναπολέων εξορίστηκε στην Αγία Ελένη όπου και μετά από έξι χρόνια πέθανε .
Οι ειρηνευτικές συνομιλίες, αρχικά για μια εκεχειρία, είχαν ξεκινήσει πολύ πριν την οριστική λήξη των πολέμων και κατέληξαν στο «σύμφωνο ή συνθήκη της Σωμόν (Chaumont)» την 1η Μαρτίου 1814. Το σύμφωνο και οι όροι που υπογράφτηκαν από την Αυστρία, τη Ρωσία, την Πρωσία και την Αγγλία είχαν απορριφθεί τότε από τον Ναπολέοντα. Οι όροι όμως αυτού του συμφώνου, συμπεριλήφθηκαν στο δεύτερο «σύμφωνο των Παρισίων», στις 23 Μαΐου 1815. Αυτό προέβλεπε αρχικά μια εικοσαετή συμμαχία των συμβαλλομένων ευρωπαϊκών «Μεγάλων Δυνάμεων», την παλινόρθωση της βασιλείας και την επιστροφή του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΗ´ (Louis XVIII), καθώς και πολλά εδαφικά ζητήματα, όπως τα σύνορα της Γαλλίας, την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Ελβετίας, την προσάρτηση της Μάλτας στην Αγγλία, τη διατήρηση του συνασπισμού των γερμανικών κρατιδίων, την προσάρτηση Γάλλο-γερμανικών εδαφών στην Πρωσία, την αυτοτέλεια του πριγκιπάτου του Μονακό, τον διάπλου του ποταμού Ρήνου και την απόδοση του Αγίου Δομίνικου στην Ισπανία. Φυσικά, λόγω της εξαιρετικά στρατηγικής θέσης των Επτανήσων δεν υπήρξε καμία συμφωνία για υπαγωγή τους σε κάποια από τις μεγάλες δυνάμεις και αποφασίστηκε, το θέμα να συζητηθεί σε επόμενη σύσκεψη. Όμως η Γερουσία της Επτανήσου είχε αποστείλει έγγραφο προς τους αντιπροσώπους των αυτοκρατόρων και των βασιλέων της συνόδου με συγκεκριμένες προτάσεις:
• αναγνώριση των Επτανήσων ως ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους χωρίς καμία υποτέλεια.
• διατήρηση σε ισχύ του γαλλικού Συντάγματος του 1803 μέχρι αυτό να τροποποιηθεί αργότερα.
• Ενσωμάτωση των πρώην βενετικών κτήσεων στα παράλια της Ηπείρου στο νέο κράτος.
Τελικά, η Γαλλία παραιτήθηκε από τις αξιώσεις της και έτσι η Αγγλία, που είχε ήδη καταλάβει σταδιακά όλα τα Επτάνησα μέχρι την κατάληψη και της Κέρκυρας στις 12 Ιουνίου 1814, ανέλαβε στις 9 Νοεμβρίου 1815 με λόρδο ύπατο αρμοστή τον Άγγλο, Τόμας Μάιτλαντ (Thomas Maitland), την «προσωρινή κατοχή» τους σαν προτεκτοράτο, με παλινόρθωση της ελεύθερης Επτανήσου Πολιτείας της 21ης Μαρτίου 1800 και δημιουργία «Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων» (Stati Uniti delle isole Ionie). Λίγο αργότερα, ο Μάιτλαντ επέβαλε το σύνταγμα του 1817, το οποίο θεωρητικά καθιέρωνε κοινοβουλευτικό πολίτευμα αλλά στην ουσία διατηρούσε το ομοσπονδιακό κράτος με όλες τις εξουσίες στα χέρια του αρμοστή. Ταυτόχρονα, πολλά από τα συνταγματικά δικαιώματα της Επτανήσου Πολιτείας καταργήθηκαν.
Για την Ελληνική Επανάσταση η στάση της Ρωσίας και των άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων ήταν ιδιαίτερα αποφασιστική για την τύχη της. Έχοντας να αναμετρηθούν με την τεράστια οθωμανική αυτοκρατορία, οι Έλληνες είχαν την ανάγκη να υπολογίζουν στη συμπαράσταση των χριστιανικών κρατών της Ευρώπης και ιδιαίτερα της Ρωσίας, που μπορεί να μην είχε ανταποκριθεί στον ξεσηκωμό του 1770, αλλά που η Φιλική Εταιρεία την υπολόγιζε ως βέβαιη. Και αφού η συμμετοχή της Ρωσίας στην Ιερή συμμαχία δεν της επέτρεπε την φανερή υποστήριξη στην προσπάθεια απελευθέρωσης των Ελλήνων, οι ξεσηκωμένοι υπολόγιζαν στην εξασφάλιση που θα τους προσέφερε η Ρωσία στην αποτροπή μιας ενδεχόμενης επέμβασης των ευρωπαϊκών δυνάμεων για την καταστολή της Επανάστασης. Και πράγματι αυτό έγινε με την «ανατολική πολιτική» της Ρωσίας. Ο τσάρος Αλέξανδρος Α´, στηριζόμενος στη συνθήκη της Βιέννης, θεωρούσε ότι αφού ο σουλτάνος Μαχμούτ Β´ είχε εξαιρεθεί από την Ιερή συμμαχία, το «Ανατολικό ζήτημα» και οι υποθέσεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν «εσωτερικές υποθέσεις της Ρωσίας». Αυτή η θεώρηση του έδινε το δικαίωμα να εισβάλει στην οθωμανική αυτοκρατορία όταν αυτός έκρινε, όπως άλλωστε είχε εισβάλει και η Αυστρία στη Νάπολη «ως αναγκαιότητα της Ευρώπης». Συνεπώς οι άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, «σεβόμενες» το μέγεθος της συμμάχου τους Ρωσίας, δεν μπορούσαν να προχωρήσουν σε στρατιωτική επέμβαση στην Ελλάδα. Αργότερα, όταν πια η Επανάσταση βρισκόταν στο κρισιμότερο σημείο της, το πρωτόκολλο της Πετρούπολης έδινε ελπίδα στους ξεσηκωμένους.
Μια ανάλυση  των διεθνών συνθηκών και των συνεδρίων,  που έγιναν λίγο πριν αλλά και κατά τη διάρκεια  της Ελληνικής Επανάστασης,  μπορεί να  ρίξει φως στο  διεθνές κλίμα και τις αντιδράσεις για τις  κατά τόπους  επιχειρούμενες εθνικές εξεγέρσεις στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια, αλλά και για τις ελληνικές κυβερνητικές αποφάσεις και τις εμφύλιες διενέξεις  που  τις ακολούθησαν:

Το  συνέδριο της Βιέννης.

Το  συνέδριο της Βιέννης (18 Σεπτεμβρίου 1814 – 9 Ιουνίου 1815) ήταν ένα από τα σημαντικότερα στην Ευρώπη και εκτός από την τεράστια σημασία του στην ευρωπαϊκή ιστορία, αποτέλεσε σταθμό και για την εξέλιξη της Ελληνικής Επανάστασης που ξέσπασε λίγα χρόνια αργότερα. Στο συνέδριο αυτό που διοργανώθηκε πριν τη διαφαινόμενη ολοκληρωτική ήττα του Ναπολέοντα και μετά την πρώτη συνθήκη των Παρισίων (1814), συμμετείχαν όλες οι τότε ευρωπαϊκές ηγεμονίες εκτός από την οθωμανική αυτοκρατορία, τον «μεγάλο ασθενή» της Ευρώπης. Το συνέδριο σηματοδότησε το τέλος των φιλελεύθερων, δημοκρατικών μηνυμάτων της γαλλικής επανάστασης και εδραίωσε την επάνοδο στα απολυταρχικά ευρωπαϊκά καθεστώτα πριν από αυτήν.
Το συνέδριο συγκάλεσαν οι ηγεμόνες των τεσσάρων «Μεγάλων Δυνάμεων» της εποχής, δηλαδή της Ρωσίας, της Αυστρίας της Πρωσίας και της Βρετανίας. Στο συνέδριο,  ήταν παρόντες:

- Ο τσάρος  της Ρωσίας  Αλέξανδρος Α΄ Παύλοβιτς (Александр I Павлович), που συνοδευόταν από τον υπουργό εξωτερικών κόμη Καρλ Νεσελρόντε (Count Karl Robert Nesselrode) και τον γραμματέα-σύμβουλο, βοηθό επί των εξωτερικών Ιωάννη Καποδίστρια. Στην ακολουθία του τσάρου συμμετείχε και ο υπασπιστής του, υποστράτηγος τότε, Αλέξανδρος Υψηλάντης.
- Την Αυστρία  εκπροσώπησε ο υπουργός των  εξωτερικών  Κλέμενς Μέττερνιχ  (Klemens Wenzel Lothar von Metternich) και ο βοηθός του βαρόνος Johann von Wessenberg. Η πληροφόρηση του αυτοκράτορα  Φραγκίσκου  Α΄  (Franciscvs I D.G, Avstriae Imperator) ήταν άμεση. 
- Την  Πρωσία και τον βασιλιά της  Φρειδερίκο-Γουλιέλμο Γ´ (Friedrich Wilhelm III Koenig V. Preussen) ο οποίος όμως ήταν παρών στην Βιέννη, εκπροσωπούσαν στο συνέδριο ο καγκελάριος πρίγκιπας Karl August von Hardenberg και ο διπλωμάτης και σύμβουλος Wilhelm von Humboldt.
- Την  Αγγλία εκπροσωπούσε αρχικά ο υπουργός εξωτερικών υποκόμης Ρόμπερτ Στιούαρτ του Κάσελρι (Robert Stewart, του Castlereagh) και στη συνέχεια, μετά τον Φεβρουάριο του 1815 ο Arthur Wellesley, πρώτος δούκας του Ουέλινγκτον (Duke of Wellington).
- Στο συνέδριο πήρε μέρος και η Γαλλία, η κατοπινή πέμπτη μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη. Την Γαλλία και τον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΗ΄ (Louis XVIII) εκπροσώπησαν στο συνέδριο ο υπουργός εξωτερικών Charles Maurice de Talleyrand-Périgord, καθώς και ο πληρεξούσιος υπουργός του, δούκας του Dalberg. Βέβαια ο Λουδοβίκος είχε ταυτόχρονα και μυστική αλληλογραφία με τον πανίσχυρο τότε, υπουργό εξωτερικών της Αυστρίας, Κλέμενς Μέττερνιχ  (Klemens Wenzel Lothar von Metternich).
- Στο συνέδριο παρέστησαν επίσης, λόγω και της συνθήκης του Παρισιού (1814) και εκπρόσωποι από την Ισπανία, την Πορτογαλία, τη Σουηδία, τη Δανία, την Ελβετία, την Ολλανδία, τη Βαυαρία, τη Γένοβα, ο εκπρόσωπος του πάπα καρδινάλιος Ercole Consalvi κ.α.
Η απουσία του σουλτάνου και των αντιπροσώπων του επηρέασε τις εξελίξεις, αφού έτσι δεν υπήρχε κανένα εμπόδιο για τους δυτικοευρωπαίους στη διαμόρφωση της πρόσβασης στις ασιατικές αποικίες τους. Φυσικά αυτό έθετε την οθωμανική αυτοκρατορία στο περιθώριο των εξελίξεων και φυσικά επιτάχυνε την παρακμή της αφού οδήγησε στον κατακερματισμό της σε μικρά εθνικά κράτη, εν πολλοίς δορυφόρους των μεγάλων δυνάμεων της εποχής.
Παρά τα προβλήματα που φαίνεται ότι δημιουργούσε η κατάρρευση της οθωμανικής αυτοκρατορίας στη διαμόρφωση των νέων φυσικών αλλά και πολιτικών συνόρων της Ευρώπης, είναι πιθανό ότι αυτός ο διαμελισμός ήταν προσχεδιασμένος υπό τον τίτλο «Ανατολικό ζήτημα». Άλλωστε η δημιουργία των βαλκανικών κρατών ήταν αποτέλεσμα είτε υποστήριξης των μεγάλων, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, είτε απόλυτης κατεύθυνσης, όπως στη Ρουμανία ή τη Σερβία. Αλλά και εκτός των Βαλκανίων οι επεμβάσεις των «μεγάλων» για την εξασφάλιση γι’ αυτούς των δρόμων της Ανατολής, βοήθησαν κι άλλα κράτη όπως η Αίγυπτος, η Τυνησία κ.α.

Η Ιερή συμμαχία και το σύστημα των συνεδρίων της.

Τρεις μήνες μετά τη λήξη του συνεδρίου της Βιέννης, στις 14 Σεπτεμβρίου 1815 μια έμπνευση του τσάρου Αλεξάνδρου Α΄ για μια χριστιανική αλληλέγγυα ένωση των ευρωπαϊκών χωρών ήταν η απαρχή για μια συμμαχία τους, πρόδρομο της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Την αρχικά τριμερή μυστική συμμαχία υπέγραψαν αυτοπροσώπως ο τσάρος  της Ρωσίας  Αλέξανδρος Α΄ Παύλοβιτς  (Александр I Павлович), ο αυτοκράτορας  της Αυστρίας  Φραγκίσκος  Α΄  (Franciscvs I D.G, Avstriae Imperator) και ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ´ (Friedrich Wilhelm III Koenig V. Preussen). Στη συμμαχία προσχώρησε τον ίδιο χρόνο και η Αγγλία. Για να αντιληφθεί κανείς αυτή την πρόταση του τσάρου, θα πρέπει να αναλογισθεί ότι τότε η Ευρώπη έβγαινε από 25 χρόνια πολέμων και αίματος και ότι μόνο οι ανθρώπινες απώλειες ήταν 6.000.000! Έτσι επιδίωξη των ηγετών της ήταν η εξασφάλιση ηρεμίας και ειρήνης και αποφυγή κάθε αλλαγής στις ηγεμονίες τους. Το κείμενο της συμμαχίας διαπνέεται από χριστιανικές αρχές, αλλά είναι σαφής και ο ρόλος που επεφύλασσαν για τον εαυτό τους οι ηγεμόνες:
«….Οι τρεις Ηγεμόνες θεωρούσιν εαυτούς ως απλούς υπό της Θείας Προνοίας τεταγμένους εκτελεστάς των βουλών της Προνοίας, ίνα αρχωσι των διαφόρων κλάδων μιας και της αυτής οικογενείας….»
Την πρόταση του τσάρου εκμεταλλεύτηκε ο τότε πρωταγωνιστής της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής, ο Αυστριακός υπουργός εξωτερικών Κλέμενς Βέντσελ Λόταρ φον Μέττερνιχ  (Klemens Wenzel Lothar von Metternich). Η υπογραφή της συνθήκης των Παρισίων έγινε από αυτόν εξ ονόματος όλων των ηγεμόνων της Ευρώπης. Στη συνέχεια η εμπιστοσύνη των ευρωπαίων ηγετών στο πρόσωπό του, του επέτρεψε να διευθύνει και χειραγωγώντας το συνέδριο της Βιέννης να ανακηρυχθεί σε «αμαξηλάτη της Ευρώπης». Έτσι ο Μέττερνιχ, σφοδρός πολέμιος κάθε φιλελεύθερης προσπάθειας επέβαλε την πολιτική του στο όνομα της ευρωπαϊκής γαλήνης. Προέδρευε σχεδόν σε κάθε συνέδριο και προσπαθούσε να ιδρύσει μια ομοσπονδία αυτοκρατόρων και βασιλιάδων, αφού αυτοί, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του, ήταν οι φορείς της θεϊκής εντολής για τη ρύθμιση της τύχης των ευρωπαϊκών λαών!
Έτσι, ο Μέττερνιχ κατάφερνε μέχρι το 1822 να επιβάλει απολυταρχικά τις απόψεις του χωρίς ουσιαστικό αντίπαλο. Η προσπάθειά του για την εδραίωση μιας σταθερής ειρήνης οδηγούσε σε υπερβολές που έφερναν καταπίεση και παρεμβάσεις σε επαναστατημένους πληθυσμούς.
Οι ηγέτες της συμμαχίας αποφάσισαν να συνεδριάζουν τακτικά ώστε να αντιμετωπίζουν τυχόν προβλήματα που θα μπορούσαν να διασαλεύσουν την ειρήνη και την τάξη στην Ευρώπη. Μετά την ίδρυση της Ιερής συμμαχίας έγιναν τέσσερα συνέδρια:
- Συνέδριο του Aix la Chapelle (Άαχεν) από 1η Οκτωβρίου μέχρι 18 Νοεμβρίου 1818. Η Γαλλία μπαίνει στην Ιερή συμμαχία.
- Συνέδριο του Troppau (Οπάβα της Τσεχίας) από20 Οκτωβρίου μέχρι 8 Δεκεμβρίου 1818.
- Συνέδριο του Laybach (Λιουμπλιάνα) από 26 Ιανουαρίου μέχρι 12 Μαΐου 1821
- Συνέδριο της Verona από 6 Οκτωβρίου μέχρι 2 Δεκεμβρίου 1822. Συζήτηση για το ελληνικό ζήτημα.
Κύρια αποστολή αυτού του «συστήματος των συνεδρίων», ήταν να γίνει όπλο εναντίον των επαναστατικών κινημάτων στην Ευρώπη και να νομιμοποιήσει τις ένοπλες προσπάθειες καταστολής τους από την συντηρητική ευρωπαϊκή άρχουσα τάξη.