Κυριακή, 25 Ιουνίου 2017 08:08

Το Πριγκιπάτο του Μοριά (μέρος γ')

Γράφτηκε από τον
Το Πριγκιπάτο του Μοριά (μέρος γ')

Του καθηγητη Πέτρου Θέμελη  

Η πρώτη γυναίκα του Γουλιέλμου της Καλαμάτας, η κόρη του Narjaud de Toucy, απεβίωσε πρόωρα. Ο ηγεμόνας παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την Καριντάνα (Carintana), κόρη του Ριχάρδου Ντάλλε Κάρτσερι της Εύβοιας, βαρονέσα του βόρειου τρίτου του νησιού. Μετά και τον δικό της αδόκητο θάνατο, το 1255, ο Γουλιέλμος διεκδίκησε τη βαρονία της βόρεια Εύβοιας, σπεύδοντας μάλιστα να εκδώσει μια σειρά νομισμάτων του με την επιγραφή «Τριτημόριος του Νεγρεπόντε». Οι δύο άλλοι τριτημόριοι της Εύβοιας, θορυβημένοι από τις κατακτητικές διαθέσεις του ηγεμόνα, συμμάχησαν με τον Βενετό βάιλο Πάολο Γραδενίγο. Ο Γουλιέλμος όμως κατάφερε να τους αιχμαλωτίσει με δόλο και να τους κλείσει στο κάστρο της Κούπας (La Cuppa), κοντά στο Αυλονάρι. Οι Βενετσιάνοι αντέδρασαν άμεσα και μετά από πολιορκία κυρίεψαν τη Χαλκίδα, νικώντας σε μάχη το ιππικό του Μοριά. 

Ο πόλεμος επεκτάθηκε τάχιστα στο Μοριά και την ηπειρωτική Ελλάδα. Μια διευρυμένη συμμαχία βαρόνων σχηματίστηκε γύρω από τους Βενετούς ενάντια στον ηγεμόνα, ο οποίος κατάφερε να εξασφαλίσει μόνο τη βοήθεια των Γενοβέζων, δηλωμένων εχθρών και ανταγωνιστών των Βενετών. Το 1258 τα στρατεύματά του ηγεμόνα του Μοριά συγκρούστηκαν με εκείνα του Γκυ (Guy) Α΄, ηγεμόνα της Αθήνας (που είχε τεθεί επί κεφαλής των αντιπάλων του) στο στενό του βουνού Καρύδι, κοντά στην Κακιά Σκάλα και τα έτρεψαν σε φυγή προς τη Θήβα. Ο Γουλιέλμος νίκησε στη συνέχεια και το στρατό των Βενετσιάνων στους Ωρεούς, οι οποίοι αναγκάστηκαν να ζητήσουν την υπογραφή συμφωνίας για ειρήνη. Ο ηγεμόνας της Αχαΐας έβγαινε προς το παρόν κερδισμένος από το ριψοκίνδυνο παιχνίδι του.

Το 1255, όταν πέθανε η Καριντάνα (Carintana dalle Carceri), η δεύτερη γυναίκα του Γουλιέλμου, ο ηγεμόνας έστρεψε το ενδιαφέρον του προς την ωραία Ελληνίδα Αννα, κόρη του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ Κομνηνού, την οποία και παντρεύτηκε. Φιλοδοξούσε να αναστήσει το βασίλειο της Θεσσαλονίκης και να γίνει κυρίαρχος ολόκληρης της Ελλάδας από τη Μακεδονία ως το Ταίναρο. Ομως τα πράγματα πήραν αυτή τη φορά άλλη τροπή. Ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Μιχαήλ Παλαιολόγος, επιθυμώντας να καταλύσει τη Λατινική αυτοκρατορία της Ρωμανίας και να βασιλέψει στο Βυζάντιο έστειλε τον αδελφό του Ιωάννη με στρατό ενάντια στον Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β'. Αυτός δεν δέχτηκε την ειρήνη που του πρότειναν οι απεσταλμένοι, αλλά ζήτησε, το 1257, τη βοήθεια των δύο γαμπρών του, του Μάνφρεντ Χοενστάουφεν (Hohenstaufen), βασιλιά των δύο Σικελιών και του Γουλιέλμου Βιλεαρδουίνου της Αχαΐας. Ο Μάνφρεντ έστειλε σε βοήθεια του πεθερού του τετρακόσιους πάνοπλους Γερμανούς ιππότες. Ο ατρόμητος Γουλιέλμος έφτασε αυτοπροσώπως στην Ηπειρο, οδηγώντας μεγάλη στρατιωτική δύναμη από Φράγκους και Έλληνες του Μοριά. Γύρω του συντάχθηκαν και στρατεύματα της Εύβοιας και του Αιγαίου, καθώς επίσης ο Ριχάρδος της Κεφαλλονιάς, ο Θωμάς Β΄ Ωτρεμενκούρ (Autremencourt) κύριος των Σαλόνων και ο Ουμπερτίνο της Βοδονίτσας. 

Η σύγκρουση με τις δυνάμεις του αυτοκράτορα, που είχαν επικεφαλής τον αδελφό του Ιωάννη και αποτελούνταν από ξένους κυρίως μισθοφόρους (Γερμανούς, Σέρβους, Ούγγρους, Βούλγαρους, Τούρκους και Κομάνους), έλαβε χώρα το 1259 στην πεδιάδα της Πελαγονίας, κοντά στην Καστοριά της Δυτικής Μακεδονίας. Ο νόθος γιος του δεσπότη της Ηπείρου, Ιωάννης, εγκατέλειψε ξαφνικά, λόγω προσωπικής παρεξήγησης με τον Γουλιέλμο, και τάχθηκε με το μέρος του εχθρού παίρνοντας μαζί το στρατό του, αποτελούμενο κυρίως από σκληροτράχηλους Βλάχους της Θεσσαλίας. Μετά την προδοτική αυτή ενέργεια, ο ίδιος ο Δεσπότης Μανουήλ εγκατέλειψε νύχτα το στρατόπεδο του Γουλιέλμου και έφυγε για τη Λευκάδα, αφήνοντας μόνους τους Φράγκους της Αχαΐας. Στην αμφίρροπη αρχικά και σκληρή μάχη που ακολούθησε, η πλάστιγγα έγειρε τελικά προς το μέρος των αυτοκρατορικών στρατευμάτων, όταν ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος, στρατηγός του Ιωάννη, βλέποντας τους Γερμανούς του να θερίζονται από τους Φράγκους, έδωσε εντολή στους Ούγγρους και τους Κομάνους τοξότες να στοχεύουν τα άλογα των Φράγκων ιπποτών. Αυτά χτυπημένα από τα βέλη άρχισαν να σωριάζονται στο έδαφος μαζί με τους καβαλάρηδες. 

Ο Γοδεφρείδος ντε Μπρυγιέρ (Geoffrey I de Briel ή de Bruyere), ανιψιός του Γουλιέλμου και ηγεμόνας της Καρύταινας, καθώς και ο ίδιος ο Γουλιέλμος που έσπευσε να τον βοηθήσει σε μια δύσκολη στιγμή της μάχης, πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Ελάχιστοι σώθηκαν από το στρατό των Φράγκων και κατάφεραν να γυρίσουν σε άθλια κατάσταση στο Μοριά. 

Ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος συνέχισε την νικηφόρο πορεία του προς Νότον καταλαμβάνοντας την Ηπειρο, τη Θεσσαλία και τη Θήβα. Στη Θήβα τον εγκατέλειψε ο προδότης νόθος γιος του δεσπότη της Ηπείρου, Ιωάννης, και ενώθηκε με τον φυγά πατέρα του, ο οποίος ένα μόνο χρόνο μετά την καταστροφική μάχη της Πελαγονίας είχε καταφέρει να συνέλθει, ενισχυμένος με στρατό από τον γαμπρό του Μάνφρεντ Χόενσταουφεν. Εστειλε το γιο του Νικηφόρο ενάντια στον αυτοκρατορικό στρατό, τον οποίο κατατρόπωσε, συλλαμβάνοντας μάλιστα αιχμάλωτο τον Στρατηγόπουλο. 

Ακολούθησε σύντομη ανακωχή με ανταλλαγή αιχμαλώτων και νέα νικηφόρος επίθεση του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ, ο οποίος αιχμαλώτισε αυτή τη φορά τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Το 1263, ωστόσο, ο αδελφός του αυτοκράτορα, Ιωάννης, νίκησε τον Μιχαήλ Β΄ της Ηπείρου υποχρεώνοντάς τον στην υπογραφή συνθήκης ειρήνης. Την περίοδο αυτή, ο Μιχαήλ έχτισε με παρακίνηση της γυναίκας του Θεοδώρας και με αρχιμάστορα τον Νικολό Καρούλη το Γαλαξείδι, σύμφωνα με το Χρονικό του Γαλαξιδίου (φ.5-φ.6).

Ο ηγεμόνας του Μοριά και οι άλλοι επιφανείς αιχμάλωτοι της δραματικής μάχης στην Πελαγονία μεταφέρθηκαν στη Λάμψακο και από κει στον αυτοκράτορα Μιχαήλ, ο οποίος πρόσφερε στον Γουλιέλμο χρήματα για αγορά κτημάτων στη Γαλλία με αντάλλαγμα τον Μοριά και την ελευθερία του. Η άρνηση του περήφανου Γουλιέλμου είχε ως συνέπεια να φυλακιστεί μαζί με αρκετούς βαρόνους συντρόφους του και να μείνει στην Πόλη για τρία ολόκληρα χρόνια. Η πριγκηπέσσα Αννα Κομνηνή της Ηπείρου, σύζυγος του Γουλιέλμου, και οι Φράγκοι του Μοριά, ανήσυχοι από τις δυσάρεστες εξελίξεις και φοβούμενοι εξέγερση των Ελλήνων στην Πελοπόννησο, πρόσφεραν στον δούκα της Αθήνας Γκυ Α΄ τη θέση του βάιλου της Αχαΐας. Αυτός την αποδέχτηκε και προχώρησε αμέσως σε απελευθέρωση των δύο τριτημόριων της Εύβοιας, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση της χώρας. 

Η Κωνσταντινούπολη στο διάστημα αυτό είχε ανακτηθεί από τους Ελληνες του «νέου Κωνσταντίνου», όπως αποκαλούσαν τώρα τον αυτοκράτορα Μανουήλ Η΄ Παλαιολόγο. Η λατινική αυτοκρατορία της Ρωμανίας είχε οριστικά καταλυθεί. Ο τελευταίος Λατίνος αυτοκράτορας Μπάλντουιν (Baldwin) Β΄ έφτασε φυγάς στο Νεγρεπόντε (τη Χαλκίδα), από κει πορεύτηκε προς τη Θήβα και σταμάτησε για λίγο στην Αθήνα για να αποχαιρετήσει τον δούκα Γκυ Α΄ και τους υπόλοιπους Φράγκους πρώην υπηκόους του, που είχαν συγκεντρωθεί εκεί. Αναχώρησε τελικά με πλοίο από τον Πειραιά για την Ευρώπη με ενδιάμεσο μόνο σταθμό τη Μονεμβασία. 

Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μανουήλ ήλθε σε νέα συνεννόηση με τον σκληροτράχηλο φυλακισμένο Γουλιέλμο Βιλεαρδουίνο και κατάφερε αυτή τη φορά να του αποσπάσει την υπόσχεση παραχώρησης των κάστρων της Μονεμβασίας, του Μυστρά και της Μάινας, προσφέροντάς του σε αντάλλαγμα την ελευθερία του και τον τίτλο του Μεγάλου Δομέστικου. Ο Γκυ Α΄, δούκας της Αθήνας και βάιλος τώρα της Αχαΐας, συγκάλεσε αμέσως τη Μεγάλη Κούρτη στο Νίκλι (την Τεγέα) για να αποφασίσει το μέλλον της ηγεμονίας μετά την υποχώρηση του Γουλιέλμου και τη συγκατάθεσή του να παραδώσει τα τρία κάστρα στον αυτοκράτορα. Στην Κούρτη συγκεντρώθηκαν κυρίως οι χήρες και οι γυναίκες των βαρόνων που είχαν πέσει ηρωικά ή αιχμαλωτιστεί στη μάχη της Πελαγονίας, με εξαίρεση τον Λογοθέτη (καγκελλάριο) της Αχαΐας Λεονάρδο de Veroli του Λατίου και τον Πέτρο de Vaux. 

Χάρη στην ψήφο των γυναικών αποφασίστηκε σε αυτή την «Κούρτη των Κυράδων», όπως ονομάστηκε, να παραδοθούν τα τρία κάστρα που είχε υποσχεθεί ο Γουλιέλμος στον αυτοκράτορα και να σταλούν ως όμηροι στην Πόλη η Μαργαρίτα, κόρη του Ζαν ντε Νεϊγύ, πρωτοστράτορα (στρατηγού) της Αχαΐας, καθώς και η αδελφή του Ζαν ντε Σωντερόν, μεγάλου κοντόσταβλου της Αχαΐας και ανεψιού του αιχμάλωτου ηγεμόνα.

Ο Γουλιέλμος, ελεύθερος πια, επέστρεψε στο Μοριά και έγινε δεκτός με τιμές στο Νεγρεπόντε από τον πρώην αντίπαλό του, Γκυ Α', δούκα της Αθήνας. Στη Θήβα, στο σπίτι του Φράγκου αρχιεπισκόπου Ερρίκου κλείστηκε συνθήκη μεταξύ του ηγεμόνα της Αχαΐας, των Βενετών και των τριτημόριων της Εύβοιας, με την οποία τα πράγματα γύριζαν στο προηγούμενο status quo ως προς την κατανομή των εδαφών και τη διοίκησή τους. Εκλεισαν εύκολα τις διαφορές τους οι Φράγκοι, γιατί είχαν να αντιμετωπίσουν την ισχυρή νεοσύστατη Βυζαντινή αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Οι Βενετοί υποχώρησαν περισσότερο από φόβο προς τους εχθρούς τους Γενοβέζους, οι οποίοι με τη συνθήκη του Νυμφαίου της Λυδίας που είχαν κλείσει με τον αυτοκράτορα το 1261 ένα χρόνο πριν από την πτώση της Πόλης, είχαν αναδειχθεί σε υπολογίσιμη δύναμη στο χώρο του ανατολικού εμπορίου, απειλώντας με εκτοπισμό του Βενετούς. 

Το 1262 εγκαταστάθηκε στον Μυστρά αυτοκρατορικός αντιπρόσωπος με τον τίτλο «Κεφαλή της κατά την Πελοπόννησον χώρας και των κάστρων της Βασιλείας» με αυλή Βυζαντινών αξιωματούχων γύρω του, ενώ καθιερώθηκε ως αρχή και ο στρατηγός (πρωτοστράτορας). Οι Ελληνες ορθόδοξοι κάτοικοι της Πελοποννήσου αναθάρρησαν μετά την παράδοση των κάστρων της Μονεμβασίας του Μυστρά και της Μαΐνης και άρχισαν να γίνονται επιθετικοί. Τα λατινικά μοναστήρια, που έτυχε να βρίσκονται απροστάτευτα μακριά από τις οχυρωμένες πόλεις, λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν. Οι καλόγριες του Κιστερκιανού τάγματος που είχαν εγκατασταθεί στο μοναστήρι Santa Maria de Verge στη Μεθώνη διώχτηκαν και κατέφυγαν το 1267 στο Μπρίντεζι.

Ο Γουλιέλμος δεν ήταν δυνατόν να μείνει αδρανής. Την ίδια χρονιά (1262) οργάνωσε μια υπεροπτική επίδειξη δύναμης, διασχίζοντας έφιππος με εντυπωσιακή ακολουθία την κοιλάδα του Ευρώτα μπροστά στα έκπληκτα μάτια των φρουρών του Μυστρά, που θορυβημένοι κάλεσαν τους Μελιγγούς του Ταϋγέτου σε βοήθεια και έστειλαν αγγελιοφόρο στον αυτοκρατορικό διοικητή της Μονεμβασίας. Εκείνος με τη σειρά του ενημέρωσε τον ίδιο τον αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη για μονομερή παραβίαση της ειρήνης εκ μέρους των Φράγκων. Ο αυτοκράτορας έστειλε αμέσως στρατό από 1500 Τούρκους και αρκετούς σκληροτράχηλους Ελληνες της Μικράς Ασίας με επικεφαλής τον αδελφό του, Κωνσταντίνο, και τους αξιωματούχους Φιλή και Μακρηνό. Στόλος με ναύαρχο τον Φιλανθρωπηνό και πληρώματα από Τσάκωνες και Γασμούλους επιτέθηκε στα φραγκοκρατούμενα νησιά του Αιγαίου και τις νότιες ακτές της Πελοποννήσου με τη σύμπραξη των Γενοβέζων. Ο Γουλιέλμος ενισχύθηκε μόνο από τον Γουλιέλμο ντα Βερόνα, τριτημόριο βαρόνο της Εύβοιας και από μικρό σώμα αθηναϊκού στρατού. Ο Γοδεφρείδος ντε Μπρυγέρ, βαρόνος της Καρύταινας, «το ωραιότερο λουλούδι της αχαϊκής ιπποσύνης», που θέριζε τους εχθρούς «όπως τη χλόη στο λιβάδι», σύμφωνα με το Χρονικό του Μορέως, παρά την πρόσκληση του θείου του ηγεμόνα της Αχαΐας, δεν προσήλθε, γιατί έλειπε για προσωπική του υπόθεση στην Απουλία.

Ο αυτοκράτορας έστειλε ενισχύσεις στον αδελφό του, Ιωάννη, και τους στρατηγούς του στο Μοριά, συνοδευόμενες από τον ικανότατο στρατιωτικό Μιχαήλ Καντακουζηνό, που καταγόταν από παλιά οικογένεια της Μεσσηνίας. Στόχος των Βυζαντινών ήταν η Ανδραβίδα, η πρωτεύουσα των Φράγκων στο Μοριά. Στην πορεία τους προς τα εκεί πυρπόλησαν το Λατινικό μοναστήρι της Παναγίας της Ισοβας στην κοιλάδα του Αλφειού και στρατοπέδευσαν στην Πρινίτσα, κοντά στην Ολυμπία. Εκεί συγκρούστηκαν με μικρό σώμα 312 Φράγκων με διοικητή τον Ζαν ντε Κουταβάς, ο οποίος υπέφερε από χρόνια ρευματοπάθεια. Με τη σύζυγο του Κουταβάς περιδιάβαζε στην Ιταλία ο εραστής της ντε Μπρυγιέρ. Παρά τους ρευματικούς πόνους του, ο ντε Κουταβάς όρμησε έφιππος και ασπροντυμένος στη σκηνή του Κωνσταντίνου και οδήγησε τελικά τους Φράγκους στη νίκη. Oι έντρομοι Ελληνες το έβαλαν στα πόδια γιατί πέρασαν για τον ίδιο τον Αϊ-Γιώργη τον ασπροντυμένο δρακοντοκτόνο καβαλάρη. Ο Κωνσταντίνος Καντακουζηνός κατάφερε να ξεφύγει καβάλα σ’ ένα γρήγορο τουρκικό άτι και μέσα από πλάγια μονοπάτια να φτάσει στο Μυστρά, ενώ οι σαστισμένοι στρατιώτες του έτρεχαν να σωθούν στα γύρω δάση. 


NEWSLETTER