Κυριακή, 02 Ιουλίου 2017 09:02

Η Μεσσήνια ποιήτρια Γιώτα Αργυροπούλου στην "Ε": «Η αληθινή περιουσία είναι τα λόγια των ποιητών και όχι η ερμηνεία τους»

Γράφτηκε από την

 «Για Σίκινο, Ανάφη, Αμοργό» επιβιβάζονται οι εραστές της ποίησης στη νέα συλλογή της Γιώτας Αργυροπούλου, που ταξιδεύει εδώ και λίγες εβδομάδες μ' ένα κομψό σκαρί από τις εκδόσεις Gutenberg.

Η διαδρομή αυτή στο Αιγαίο, μέσα από φώτα και σκοτάδια, μέθεξη και θάνατο, παρουσιάστηκε πρόσφατα στο κατάμεστο Πνευματικό Κέντρο της Καλαμάτας - κι έδωσε και σ' εμάς την αφορμή για μια πληρέστερη συζήτηση με την ποιήτρια, που μας ξεδίπλωσε τις σκέψεις της: για τη «φιλάνθρωπη τέχνη» της, για το «τι εννοεί ο ποιητής», για τη νοσταλγία στην ποίηση, ακόμα και για το πολυτονικό στο οποίο αποφάσισε να επιστρέψει.

- Η νέα σας συλλογή επιχειρεί να κοιτάξει το Αιγαίο από διπλή σκοπιά: μέσα από τις ροές ξέγνοιαστων τουριστών… αλλά και θαλασσοδαρμένων προσφύγων. Πώς βιώνετε προσωπικά και πώς, λέτε, αφομοιώνει ο τόπος την αντίθεση αυτή; 

«Στις μέρες μας το Αιγαίο ξαναζεί τα παλιά του πάθη. Ανέκαθεν ήταν πολύπαθος τόπος: πειρατείες, πόλεμοι, μεταναστεύσεις, πάνδημοι λοιμοί λόγω της ώσμωσης των πληθυσμών. Εδώ και μερικές δεκαετίες, κυρίως από τη δεκαετία του ’70 και μετά, καθώς γενικεύτηκε ο παραθαλάσσιος τουρισμός, τα νησιά έγιναν τόπος προορισμού, τόπος που κατέληγαν τα όνειρα των νέων όλου του κόσμου. Δυστυχώς στις μέρες μας το Αιγαίο έχασε πάλι την αμεριμνησία του, έγινε κολαστήριο κατατρεγμένων, τάφος παιδιών. Αυτήν την αντίφαση νομίζω ότι την βιώνουμε όλοι μας με ένα αίσθημα αδυναμίας αντίδρασης και με ενοχή». 

- Τι σας συναρπάζει και τι σας πονάει στην τέχνη σας, αλλά και τι σας ξεκουράζει από τη δούλεψή της, όπως λέει ο Ποιητής;

«Το συναρπαστικό σ’ αυτήν την τέχνη είναι ότι με ελάχιστα μέσα (φτάνουν μονάχα χαρτί και μολύβι) προσφέρει παραμυθία, παρηγορία μέγιστη στον πάσχοντα άνθρωπο. Θυμάμαι μια φράση του Εγγονόπουλου από συνέντευξή του: "Οι ποιητές -και εννοώ οι μεγάλοι ποιητές- υπήρξαν οι μεγάλοι παρηγορητές της ανθρωπότητας". 

H ποίηση είναι κατεξοχήν φιλάνθρωπη τέχνη, και εμείς είμαστε η χώρα και η γλώσσα της ποίησης. Ο Ομηρος, η Σαπφώ και οι λυρικοί ποιητές, το δημοτικό τραγούδι, κάποιοι από τους νεότερους ποιητές μας, με το έργο τους απευθύνονταν καθολικά στους ανθρώπους της εποχής τους. Με λυπεί ότι από υπερρεαλισμού και εντεύθεν η ποίηση έγινε τέχνη ερμητική και ακατανόητη, δείχνει να μην καταδέχεται τον μέσο άνθρωπο, οπότε δικαίως και αυτός της έστρεψε τα νώτα. Και λέω δικαίως γιατί καθένας έχει ένα σωρό προβλήματα να λύσει, θα βάλει στο κεφάλι του και το άλυτο ερώτημα "τι εννοεί η ποιητής";». 

- Είστε φιλόλογος, καθηγήτρια στη μέση εκπαίδευση. Η ποίηση είναι μάθημα αγαπημένο, αδιάφορο ή τρομακτικό για τα παιδιά, στο πλαίσιο του σχολείου; Η διδασκαλία έχει ξεφύγει πια από το «τι εννοεί ο ποιητής»; Τι επιπλέον μπορεί να γίνει;

«Από την εμπειρία μου θα έλεγα ότι η ποίηση εμπνέει τα παιδιά να σκεφτούν, να νιώσουν, να ονειρευτούν, και είναι κάτι που αγαπάνε και περιμένουν μέσα σε μια κουραστική σχολική μέρα. Νομίζω όμως ότι θα ήταν προτιμότερο να δίνονταν λίγα πραγματολογικά στοιχεία του ποιήματος (εποχή, συνθήκες κ.λπ.) - και αντί για την εξαντλητική, στίχο το στίχο, λέξη τη λέξη ανάλυση, να ασκούνταν στη σωστή απαγγελία και -γιατί όχι;- στην αποστήθιση στίχων και ποιημάτων. 

Η αληθινή περιουσία είναι τα λόγια των ποιητών και όχι η ερμηνεία τους. Αυτήν την ξεχνάνε γρήγορα οι μαθητές όπως την ξεχνούν και οι ίδιοι οι διδάσκοντες. Αν μάθει κανείς απέξω ένα ποίημα, θα έρθει στιγμή στην ζωή του και οι στίχοι θα ταιριάξουν, θα "κουμπώσουν" με την περίσταση· θα τους ανακαλέσει, θα εγκαρδιωθεί, θα λάβει στήριξη. Αν μάθει π.χ. ο νέος απέξω το ποίημα "Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον" του Καβάφη, πόσο χρήσιμο μπορεί να του φανεί σε όλες τις απώλειες που μπορεί να δοκιμάσει στη ζωή του…».  

- Πώς δαμάζει η ποίηση τη νοσταλγία, που τείνει να σκεπάζει κάθε άλλη σκέψη ή αίσθημα για το ιδανικευμένο παρελθόν μας, τη νεότητα, τις εποχές πριν τις απώλειες του καθενός μας; 

«Θα έχετε παρατηρήσει ότι όλοι σχεδόν νοσταλγούν τα παιδικά ή τα νεανικά τους χρόνια, ακόμα κι όταν αυτά σημαδεύτηκαν από πείνα, πόλεμο, κατοχή. Τα χρόνια της νεότητας γίνονται ο χαμένος παράδεισος καθενός μας. Η ποίηση όχι μόνο δεν δαμάζει αυτήν την στροφή στο εξιδανικευμένο παρελθόν μας, αλλά μάλλον την κεντάει, την ερεθίζει και την γιγαντώνει. Ταυτόχρονα όμως την καθαίρει και την λυτρώνει - και αυτή είναι η μαγεία της ποίησης».

- Στην προηγούμενη συλλογή σας προσκυνήσατε τους αγίους σας ποιητές αλλά και σαρκάσατε τον χώρο της ποίησης. Πόσο «ποιητικός» είναι διαχρονικά ο κόσμος των ποιητών, και πόσο διαφέρει απ’ την εικόνα που έχει ο μέσος άνθρωπος γι’ αυτόν;

«Ενδεχομένως να είναι "ποιητικός" ο τρόπος ζωής λίγων ποιητών που έχουν τρόπο να ζουν χωρίς να εργάζονται και επέλεξαν να μην αποκτήσουν οικογένεια. Μπορούν να επιδίδονται απερίσπαστα στο κυνήγι των λέξεων και της ποιητικής ιδέας και είναι διαθέσιμοι ανά πάσα στιγμή να παραλάβουν τα δώρα της έμπνευσης! Οι περισσότεροι ποιητές όμως δεν είναι πουλιά του παραδείσου, εμπλέκονται για τα καλά στην πραγματικότητα μέσω της εργασίας τους (ή ακόμη χειρότερα μέσω της ανεργίας), έχουν οικογενειακές υποχρεώσεις, βάρη, στενοχώριες. Δεν σημαίνει αυτό όμως ότι γράφουν λιγότερο καλά ποιήματα από αυτούς που ζουν "ποιητικά", είναι και πιο κοντά στη ζωή νομίζω και αφουγκράζονται τον παλμό της καλύτερα».

- Για ποιον λόγο δείχνετε να προτιμάτε ακόμη το καταργημένο πολυτονικό σύστημα; Τι θεωρείτε ότι μπορεί να προσφέρει στη νέα ελληνική γλώσσα και στους χρήστες της αυτή η γραπτή της αποτύπωση που κάποτε αφορούσε την προφορά των λέξεων;

«Για λόγους αισθητικής οι ποιητικές συλλογές κατά το πλείστον, αλλά και κάποια λογοτεχνικά περιοδικά, τυπώνονται στο πολυτονικό. Αυτά τα "άνευ σημασίας" σημαδάκια, ψιλές, δασείες, περισπωμένες, αν και θεωρήθηκαν άχρηστα εν μια νυκτί και καταργήθηκαν διά νόμου, αντιστέκονται ακόμη, δεν έχουν ακόμη ξεψυχήσει. Πέρα από την αισθητική που προσφέρουν στο γραπτό κείμενο, μας βοηθούν να κατανοήσουμε την ιστορικότητα της γλώσσας μας, την εξέλιξή της. Δεν είναι κρίμα που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε στα παιδιά, αφού δεν ξέρουν τη δασεία, πώς προέκυψαν λέξεις όπως αφοπλίζω, ανθέλληνας, αφόρμηση, έφιππος κ.τ.λ., και καταφεύγουμε σε λέξεις της Αγγλικής που την διατήρησαν (hero, harmony, history κ.τ.λ.);  Ούτε το η, το οι, το ει προφέρονται - αλλά για σκεφτείτε να καθιερώνονταν η φωνητική ορθογραφία που πρότειναν κάποιοι κατά καιρούς και να τα απλουστεύαμε όλα σε ι… Θα βλέπαμε αίφνης πίισι, πίιμα, πιιτίς… Ακραία ασχήμια θα πείτε! Κάπως έτσι φάνηκε και η κατάργηση του πολυτονικού σε πνευματικούς ανθρώπους εκείνης της εποχής. Θυμάμαι την οργή του δασκάλου της βυζαντινής μουσικής Σίμωνος Καρά, αλλά και την αντίδραση του Καστοριάδη, του Χριστιανόπουλου, του Βρεττάκου, του Πεντζίκη και άλλων. Είχα, οφείλω να σας πω, υιοθετήσει το μονοτονικό προ της επιβολής του, από μαθήτρια, αλλά εδώ και αρκετά χρόνια αποζήτησα το πολυτονικό, το ξαναθυμήθηκα και το χρησιμοποιώ. Μου αρέσει». 

- Τι ονειρεύεστε για τη φετινή ανάπαυλα του καλοκαιριού; Σε ποια πολιτιστικά σχέδια αλλά και απλές καθημερινές χαρές σκοπεύετε να παραδοθείτε το επόμενο διάστημα;

«Ονειρεύομαι να αδειάσω έστω για λίγο το μυαλό μου από τις έγνοιες και τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας, έστω και για λίγες ώρες της μέρας, ατενίζοντας από απόσταση ανάσας τη θάλασσα και κρατώντας στα χέρια μου ένα ωραίο βιβλίο... ποίησης!». 

 

Η Γιώτα Αργυροπούλου γεννήθηκε στους Κωνσταντίνους Μεσσηνίας και ζει στην Καλαμάτα. Σπούδασε Φιλολογία στην Αθήνα και εργάζεται στη μέση εκπαίδευση. Εχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές "Τοιχογραφία της άνοιξης", "Νερά απαρηγόρητα", "Διηγήματα" (βραβείο Γιώργου Αθάνα της Ακαδημίας Αθηνών),  "Ποιητών και αγίων πάντων" (βραχεία λίστα Κρατικών Βραβείων), "Για Σίκινο, Ανάφη, Αμοργό". Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα ισπανικά, τα γερμανικά και τα ουγγρικά.  

Το 2010 η Γιώτα Αργυροπούλου τιμήθηκε με το βραβείο Γιώργου Αθάνα της Ακαδημίας Αθηνών, για τη συλλογή της "Διηγήματα".